Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

Κρίθηκε ως αντισυνταγματική η διάταξη που ορίζει ότι είναι αυτόφωρο το αδίκημα μη καταβολής χρεών στο δημόσιο - φοροδιαφυγής - μη απόδοσης ΦΠΑ.

Το Πλημμελειοδικείο Κατερίνης με δύο σημαντικές αποφάσεις του, έκρινε περί της αντισυνταγματικότητας της διάταξης του άρθρου 3 του ν. 3943/2011, που χαρακτηρίζουν το αδίκημα αυτό ως διαρκές και υπάγουν την εκδίκασή του στην αυτόφωρη διαδικασία, η μία εκ των οποίων παρατίθεται κατωτέρω συνοπτικά.
   
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 1410/2013

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΦΩΡΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ 

Συνεδρίαση της 15ης Ιουλίου 2013

ΣΥΝΘΕΣΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 

.........

ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΗ

..............

Παρούσα

ΠΡΑΞΗ 

Φοροδιαφυγή με τη μη απόδοση Φ.Π.Α. κατ` εξακολούθηση

(......)


ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της δέκατης παραγράφου του άρθρου 21 ν. 2523/1997, όπως αυτό προστέθηκε με την §2 στοιχ. ιγ` άρθρου 3 Ν. 3943/2011 ,ΦΕΚ Α 66/31.3.2011:
«Στα αδικήματα του παρόντος νόμου, χρόνος τέλεσης είναι το χρονικό διάστημα από την ημέρα κατά την οποία για πρώτη φορά όφειλε να ενεργήσει ο υπαίτιος μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής.».

Με την ανωτέρω διάταξη ο νομοθέτης κατέστησε διαρκή μια σειρά αδικημάτων. Κοινό στοιχείο των περισσότερων απόψεων που υποστηρίζονται για τις προϋποθέσεις χαρακτηρισμού ενός εγκλήματος ως διαρκούς είναι το εξής: 
πρέπει από τη στιγμή της τυπικής του περάτωσης και μετά να μπορούμε να πούμε ότι κάθε επόμενη στιγμή η συμπεριφορά του δράστη πραγματώνει την αντικειμενική υπόσταση του ίδιου εγκλήματος (βλ. επίσης, αναλυτικά, Δημήτραινα Γ., ό.π., σελ. 293 επ.). Τούτο λ.χ. συμβαίνει αδιαμφισβήτητα στο αδίκημα της παράνομης κατακράτησης [βλ. παράδειγμα που χρησιμοποιεί η Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, (ό.π.)]. 
Υπό αυτό το πρίσμα, αν επιχειρήσουμε να διακρίνουμε τι συμβαίνει στην περίπτωση του αδικήματος της μη απόδοσης ΦΠΑ (: άρθρο 18§ 1β ν. 2523/1997), διαπιστώνουμε ότι αυτό περατώνεται τυπικά μόλις παρέλθει η αντίστοιχη ημερομηνία και δεν αποδώσει ο υπόχρεος τον ΦΠΑ. 
Για να απαντήσουμε, είναι αναγκαίο να διευκρινίσουμε ότι ο νομοθέτης καθιέρωσε με την «επίδικη» ρύθμιση, πλασματικά διαρκή (βλ. Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Οι επιλογές του Ν 3943/2011 για την οριοθέτηση του αξιοποίνου των φορολογικών αδικημάτων: Μια ατυχής προσπάθεια αυξημένης προστασίας απαιτήσεων του δημοσίου, ΠοινΔικ 2011, σελ. 1311). σελ. 1311)] ή ημι-διαρκή [έτσι, ο Γ. Δημήτραινας, (ό.π., σελ. 297,299)) εγκλήματα, χωρίς τούτη η πρόβλεψη να επαληθεύεται από τη νομοτυπική μορφή εκάστου εγκλήματος. 

Κατά τον τρόπο αυτό, εκτός του ότι προκάλεσε αποτέλεσμα αντίθετο στο άρθρο 17 ΠΚ, εισήγαγε αντικειμενική ποινική ευθύνη του δράστη σε χρόνο κατά τον οποίο πράξη του ή ποινικά αξιόλογη παράλειψη του έχει σαφώς παρέλθει από τα όρια του αυτοφώρου. Οι ανωτέρω επισημάνσεις προσδίδουν στη ρύθμιση αντισυνταγματικό χαρακτήρα, λόγω πρόσκρουσης στο άρθρο 7§1 [βλ. έτσι, Δημήτραινα Γ., ό.π. (: ο συγγραφέας κάνει λόγος και για πρόσκρουση στο άρθρο 2§1 Σ.), Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π.]. 

Περαιτέρω, δύναται να υποστηριχθεί ότι η ρύθμιση είναι αντισυνταγματική, διότι προσκρούει στα άρθρα 2§1, 6§1 και 25 του Συντάγματος (βλ. και Δημήτραινα Γ., ό.π., σχετικά με τη μη συμβατότητα με το άρθρο 2§1 Σ.· επίσης, Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 1312, σχετικά με τη μη συμβατότητα στο άρθρο 6§1 Σ). Ειδικότερα, ο νομοθέτης εισήγαγε μία μη πειστική -δογματικά- ρύθμιση με αυτοσκοπό την εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας (βλ. Αιτιολογική Εκθεση). Ετσι, υποβάθμισε το γεγονός ότι η τελευταία προϋποθέτει πράγματι αυτόφωρο έγκλημα, στο οποίο η αποδεικτική πιθανότητα αγγίζει τη βεβαιότητα [για το χαρακτήρα αυτό του αυτόφωρου εγκλήματος, βλ., αντί άλλων, Μαργαρίτη Λ/Καλφέλη Γ., Ποινιική Δικονομία, Ειδικές Διαδικασίες, τόμ. α`, Αυτόφωρο έγκλημα και αυτόφωρη διαδικασία, Αίτηση ακυρώσεως διαδικασίας και αποφάσεως, 1998, σελ. 47 επ., και ιδίως σελ. 65], στοιχείο που είναι λίαν αμφίβολο αν συντρέχει (ή συντρέχει πάντοτε) σε σύνθετα αδικήματα, όπως εκείνα του ν. 2523/1997. 

Είναι λοιπόν προφανές ότι η ρύθμιση αποσκοπούσε να επιτρέψει, ανεξαιρέτως, τη σύλληψη του υπαιτίου, την κράτηση του και την άμεση εκδίκαση της υπόθεσης, με σύντμηση της προδικασίας (: όσο βέβαια τούτη είναι νοητή μετά την τροποποίηση του ΚΠΔ από το ν. 3904/2010). 

Ετσι, όμως ανέδειξε ως «πανταχού παρούσα» μία διαδικασία, η οποία συνδέεται με σοβαρή αποστέρηση δικαιωμάτων του κατηγορουμένου (βλ. σχετικά, Κονταξή Θ., Αυτόφωρο: Δικαϊικός Μεσαίωνας ή «βιομηχανία απονομής» δικαιοσύνης, ΠοινΔικ 2006, σελ. 221 επ.). 
Κατά τον τρόπο αυτό, είναι προφανές ότι ο εξαναγκαστικός χαρακτήρας της σύλληψης και της κράτησης του κατηγορουμένου, εμφανίσθηκε ως μέσο πίεσης για μη ομολογημένους σκοπούς (πιθανώς, τη διοικητική «διευθέτηση» της εκκρεμότητας). 

Με άλλα λόγια, ο κατηγορούμενος και η «προδικαστική» στέρηση της ελευθερίας του αναδείχθηκαν ως το δυσανάλογα επαχθές μέσο για σκοπό που αφίσταται του αναμενόμενου (για την προστατευτική για τα έννομα αγαθά, και την εξασφαλιστική-εγγυητική για τον κατηγορούμενο λειτουργία του ποινικού δικαίου, βλ. αντί άλλων, Μαγκάκη ΓΑ, σε ΣυστΕρμΠΚ, επιμέλεια Δ. Σπινέλλη, 2005, σελ. 12 επ.). 

Άλλωστε, είναι βέβαιο ότι η ταχεία διάγνωση της υπόθεσης θα μπορούσε πιθανώς να επιτευχθεί με αναλογικότερες ρυθμίσεις. Τέλος, ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 21 §10 εδ. α` ν. 2523/1997, δημιουργεί αμφιβολίες που έχουν να κάνουν με την ίση μεταχείριση των πολιτών (: άρθρο 4§1 Σ· βλ. έτσι, και Καϊάφα- Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 1311). 
Ειδικότερα, τα ίδια εγκλήματα όταν τελούνται με ενέργεια αξιολογούνται από το νομοθέτη ως στιγμιαία, ενώ όταν τελούνται με παράλειψη ως διαρκή. Επίσης, τα τελούμενα με παράλειψη, σήμερα, μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο ν. 3943/2011, αξιολογούνται ως διαρκή, ενώ, προηγουμένως αξιολογούνταν ως στιγμιαία, δίχως να μεταβληθεί η ειδική υπόσταση των εγκλημάτων, παρά μόνο το διαρκές ή στιγμιαίο του χαρακτήρα τους. 
Με αυτό το δεδομένο, όποιος τέλεσε το αδίκημα του άρθρου 19§5 ν. 2523/1997 πριν την ισχύ του ν. 3943/2011 (:μέχρις τις 31.3.2011) τιμωρείται για το έγκλημα ως στιγμιαίο. Αντίστοιχα, αν κάποιος τέλεσε το ίδιο αδίκημα μετά την ισχύ του τελευταίου νόμου, τιμωρείται για το ίδιο έγκλημα ως διαρκές (βλ. σχετ. ΜονΠρ.Θεσ 34279/2012 και Εισαγγελική πρόταση). 
Στην προκειμένη περίπτωση, στις 15-7-2013 κατατέθηκε ενώπιον της Εισαγγελέα Πρωτοδικών Κατερίνης, αίτηση δίωξης (: άρθρο 41 ΚΠΔ) της ..............- ................... του ..................., διότι Στην Κατερίνη την 27/2/2012, την 27/3/2012, την 27/4/2012, την 27/5/2012, την 27/6/2012, την 27/7/2012 και την 27/8/2012, με περισσότερες από μία πράξεις της που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ούσα φορολογούμενη, δεν απέδωσε στο Δημόσιο το φόρο προστιθέμενης αξίας, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του, το προς απόδοση δε ποσό του φόρου προστιθέμενης αξίας που δεν αποδόθηκε υπερβαίνει σε ετήσια βάση το ποσό των 3.000 € και είναι κατώτερο των 75.000 €. 
Συγκεκριμένα ....

[...]

Η υπαίτια συνελήφθη κατόπιν αυθορμήτου προσελεύσεως, την ίδια ημέρα και σε βάρος της ασκήθηκε ποινική δίωξη για παράβαση του άρθρου 19§1εδ.β` ν. 2523/1997, εισήχθη δε η υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κατερίνης, κατά την παρούσα συνεδρίαση της 15-7-2013. (: στο πλαίσιο της αυτόφωρης διαδικασίας). 

Ωστόσο εφόσον οι επιμέρους πράξεις τελέστηκαν κατά τις ημερομηνίες που ανωτέρω αναφέρονται και όλες έχουν εκφύγει τα πλαίσια του αυτοφώρου, το παρόν Δικαστήριο κρίνει, (σύμφωνα και με την Εισαγγελική πρόταση) και δεκτού γενομένου του αυτοτελούς ισχυρισμού που πρότεινε ο συνήγορος της κατηγορουμένης, 
ότι η υπό κρίση υπόθεση εσφαλμένα εισήχθη προκειμένου να δικασθεί κατά την αυτόφωρη διαδικασία λόγω της πρόδηλης αντίθεσης της διάταξης του αρθρ. 21 του Ν. 2523/1997 όπως αυτό προστέθηκε με την §2 στοιχ. ιγ` άρθρου 3 του Ν. 3943/2011, ΦΕΚ Α 66/31.3.2011 η οποία ορίζει ότι «Στα αδικήματα του παρόντος νόμου χρόνος τέλεσης είναι το χρονικό διάστημα από την ημέρα κατά την οποία για πρώτη φορά όφειλε να ενεργήσει ο υπαίτιος μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής.», στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 7 παρ. 1 Συντ., μη συντρεχουσών εν προκειμένω των προϋποθέσεων εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 242 παρ. 1 και 2 Κ.Π.Δ, ενώ σε κάθε περίπτωση η συγκεκριμένη διάταξη δεν περιλαμβάνεται στο παρόν κατηγορητήριο. 
Πρέπει, συνεπώς, μετά ταύτα να παραπέμψει την υπόθεση προκειμένου να εισαχθεί στο ακροατήριο και να δικαστεί κατά την τακτική διαδικασία, ως προσήκει.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

Δικάζει με παρούσα την κατηγορούμενη ............................... του .............................., κάτοικο Κατερίνης Πιερίας.

Κηρύσσει απαράδεκτη την αυτόφωρη διαδικασία και παραπέμπει την υπόθεση στην τακτική διαδικασία προκειμένου να δικαστεί η κατηγορούμενη για το ότι:
[...]
Για παράβαση άρθρων 1, 12, 14, 18 εδ. β, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 51, 53, 79, 98 Π.Κ. και αρθρ. 18 παρ. 1 εδ. β Ν. 2523/1997, όπως τροπ. με Ν. 3943/2011.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε αμέσως στο ακροατήριο σε δημόσια συνεδρίαση.

Κατερίνη, 15-07-2013

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΗΣ                                   Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ν.Σ.

Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

Το αδίκημα της απάτης κατ' επάγγελμα ή κατ' εξακολούθηση, μέσα από τις αποφάσεις του Αρείου Πάγου.

Το ανώτατο δικαστήριο της χώρας έχει κρίνει με πάγια νομολογία του ποια είναι τα στοιχεία του αδικήματος της απάτης, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 386 του Ποινικού Κώδικα:

Απάτη

Άρθρο 386 του Ποινικού Κώδικα

         1. Όποιος  με  σκοπό  να  αποκομίσει  ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε  πράξη, παράλειψη  ή  ανοχή  με  την  εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την  αθέμιτη  απόκρυψη  ή  παρασιώπηση  αληθινών  γεγονότων τιμωρείται  με  Φυλάκιση  τουλάχιστον  τριών  μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με Φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών.

          2.  Οι διατάξεις του  άρθρου  72  για  το  κατάστημα  εργασίας εφαρμόζονται και εδώ.

         "3. Επιβάλλεται Κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ`επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων  (5.000.000) δραχμών [δέκα πέντε χιλιάδων (15.000)ευρώ." 

Το ποσό  των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ της περίπτωσης α` της παραγράφου 3 αναπροσαρμόζεται στο ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ με την παρ.2 περ.δ` άρθρου 24 Ν.4055/2012,ΦΕΚ Α 51/12.3.2012 με έναρξη ισχύος 2 Απριλίου 2012.

ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των [είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών"] "εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000)ευρώ".

Το ποσό  των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ  του δεύτερου εδαφίου 
της παραγράφου 4 αναπροσαρμόζεται στο ποσό των εκατό είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ με την 
παρ.1 περ.ιδ` άρθρου 24 Ν.4055/2012,ΦΕΚ Α 51/12.3.2012.Εναρξη ισχύος 2 Απριλίου 2012.

Ο Άρειος Πάγος έχει κρίνει ότι από τη διάταξη αυτή του 386 ΠΚ προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται:
α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του, ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, β)εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών, από την οποία, ως παραγωγό αίτια, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και
γ) βλάβη ξένης περιουσίας, με την έννοια της μειώσεως της υφισταμένης περιουσιακής καταστάσεως του βλαπτομένου, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος.

Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή στο παρόν ή συμβαίνουν κατά το χρόνο της βεβαιώσεως τους, όπως είναι και ο ισχυρισμός περί της ικανότητας ορισμένου προσώπου, όχι, όμως και εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον όπως είναι οι απλές υποσχέσεις εκπληρώσεως συμβατικών υποχρεώσεων σε μέλλοντα χρόνο. Οταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης βάσει της εμφανιζόμενης ψευδούς πραγματικής καταστάσεως ή δυνατότητας του δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε υπάρχει γεγονός που θεμελιώνει το έγκλημα της απάτης. 

Περαιτέρω κατά τη διάταξη του εδαφ.στ`του άρθρου 13 ΠΚ που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ.1 του Ν.2408/1996, κατ` επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. 

 Επανειλημμένη τέλεση υπάρχει και, όταν το έγκλημα διαπράττεται κατ`εξακολούθηση.
Κατά την έννοια της παρ.1 του άρθρου 98 ΠΚ, κατ`εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο που τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς μερικότερες πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, οι οποίες προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία από αυτές περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της αποφάσεως για την τέλεση τους και θεωρούνται ως ενιαίο έγκλημα. 
Στο παραπάνω άρθρο 98 ΠΚ προστέθηκε, με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν 2721/1999, δεύτερη παράγραφος, σύμφωνα με την οποία η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος, που προκύπτουν από την κατ` εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος, λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεψε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως, προσδιορίζεται με βάση την συνολική αξία του αντικειμένου και την συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος.