Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014

Μαγνητοφώνηση συνομιλίας: μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο δικαστήριο;

Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ζήτημα της χρήσης αποδεικτικών μεσων, όπως λ.χ. μαγνητοφώνηση ιδιωτικής συνομιλίας αποθηκευμένη σε ψηφιακό μέσο, τα οποία δεν αποκτήθηκαν με νόμιμο τρόπο, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης.
Προσφάτως η νομολογία ασχολήθηκε με το ζήτημα και έδωσε κατευθηντήριες γραμμές και ερμήνευσε τις εφαρμοστέες διατάξεις του Ποινικού Κωδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, πάντοτε υπό το πρίσμα των σχετικών συνταγματικών διατάξεων που προστατεύουν το απόλυτο αγαθό της ανθρώπινης αξίας αλλά και τα έννομα αγαθά της τιμής και της ελευθερίας του ατόμου.

- Έτσι, ο Άρειος Πάγος στην υπ' αριθμ. 653/2013 απόφασή του έκρινε τα εξής:
(...)Παρά τις επελθούσες με το άρθρο 10 του ν. 3674/2008 τροποποιήσεις στο άρθρο 370 Α Π.Κ. και στο άρθρο 177 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ. και της θεσπισθείσης απολύτου απαγορεύσεως της χρήσεως ως αποδεικτικών μέσων μαγνητοταινιών ή μαγνητοφωνήσεων που αποκτήθηκαν παρανόμως, από πλευράς ποινικού δικονομικού δικαίου η προβλεπομένη απόλυτη απαγόρευση δικονομικής αξιοποιήσεως τέτοιων αποδεικτικών μέσων πρέπει να ελέγχεται από το επιλαμβανόμενο της εκδικάσεως της υποθέσεως ποινικό δικαστήριο αν είναι συμβατή με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1δ του Συντάγματος, που προστατεύουν το απόλυτο αγαθό της ανθρώπινης αξίας με συνέπεια για να μη τίθεται σε διακινδύνευση τα έννομα αγαθά της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας του ατόμου, τα οποία απολαύουν απόλυτης συνταγματικής προστασίας και πλην της χρήσεως αποδεικτικών μέσων παρανόμως κτηθέντων, κατόπιν βασανιστηρίων ή κατόπιν προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, να κάμπτεται ο κανόνας του άρθρου 19 παρ. 3 του Συντάγματος της μη χρήσεως των παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων είτε κατά είτε υπέρ του κατηγορουμένου, όπως όταν αυτά αποτελούν το μόνο προτεινόμενο από τον κατηγορούμενο αποδεικτικό μέσο προς απόδειξη αθωότητάς του, υπό τον περιορισμό της αρχής της αναλογικότητας, εάν δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβανομένης υπόψη και της βαρύτητας του εγκλήματος για το οποίο κατηγορείται αυτός, το εν λόγω αποδεικτικό μέσο είναι το μόνο αναγκαίο και πρόσφορο για την απόδειξη της αθωότητάς του, ώστε το δικαστήριο να συνεκτιμήσει τα ευνοϊκά σημεία του παρανόμου αποδεικτικού μέσου για τον προτείνοντα κατηγορούμενο.

(σ.σ. Άρθρο 177 παρ. 2 ΚΠΔ – όπως ισχύει σήμερα: Αποδεικτικά μέσα, που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία.)

- Επίσης, το Εφετείο Θεσσαλονίκης επί του ίδιου ζητήματος με την υπ' αριθμ. 747/2012 απόφασή του έκρινε σχετικώς ότι:
(...)Από τη διάταξη του άρθρου 370 Α παρ. 2 Π.Κ. προκύπτει ότι «όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα μη δημόσια πράξη άλλου τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών. Με την ίδια ποινή τιμωρείται η πράξη του προηγουμένου, εδαφίου και όταν ο δράστης αποτυπώνει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο της συνομιλίας του με άλλον χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου». 
Η διάταξη αυτή θεσπίστηκε στα πλαίσια της γενικότερης προστασίας που παρέχεται στον άνθρωπο από τα αρθρ. 2 παρ. 1,5 παρ. 1, 9Α και 19 του Συντάγματος για την προστασία της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής και γενικότερα της προσωπικότητας κάθε ανθρώπου. Η απαγόρευση αυτή αφορά εκδηλώσεις ή πράξεις της ιδιωτικής ζωής των τρίτων που είναι ικανές να επιφέρουν βλάβη στην προσωπικότητα και να μειώσουν την αξιοπρέπεια τους, αποσκοπείται δε με τον τρόπο αυτό η διασφάλιση της προστασίας των εννόμων αγαθών του ανθρώπου, που προστατεύονται από τις συνταγματικές αυτές διατάξεις (Α.Π. 1202/2011, Ελλ.Δνη 52.1532). 
Παράνομο αποδεικτικό μέσον αποτελεί κατ` αρχήν και η μαγνητοταινία, στην οποία έχει καταγραφεί ιδιωτική συνομιλία. Λόγοι σεβασμού και προστασίας των συνταγματικώς κατοχυρωμένων αγαθών της ανθρώπινης αξίας, ζωής, τιμής και ελευθερίας επιβάλλουν την κάμψη της κατ` άρθρον 19 παρ. 3 του Συντάγματος, απαγορεύσεως της χρήσεως παρανόμως κτηθέντος αποδεικτικού μέσου, στην περίπτωση κατά την οποίαν το μέσον αυτό αποτελεί τον μοναδικόν τρόπον αποδείξεως της αθωότητας του κατηγορουμένου σε περίπτωση κακουργήματος που απειλείται, με ποινή ισοβίου καθείρξεως (Ολ.Απ 1/2001 πολιτική, ΑΠ 2617/2008 ΠΧρ. ΝΘ (2009) 901) .

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

Αποχή διαρκείας για τους δικηγόρους από 8.12.2014

Η Ολομέλεια Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος που συνεδρίασε σήμερα 05.12.2014 στην Αθήνα, αποφάσισε την επικύρωση του αποτελέσματος του πανελλαδικού δημοψηφίσματος δικηγόρων και συνέχιση των κινητοποιήσεων με αποχή διαρκείας από την Δευτέρα 08.12.2014.


Πηγή: http://www.ethemis.gr/apochi-diarkias-apo-deftera-08-12-2014/

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

Αποχή Δικηγόρων από 25/11/2014 εώς 5/12/2014

Στην σημερινή συνεδρίαση της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων, αποφασίστηκε η ΑΠΟΧΗ των Δικηγόρων από τα καθήκοντα τους από 25/11 μέχρι 5/12, οπότε και θα ξανασυνεδριάσει η Ολομέλεια για να καθορίσει την στάση της.

Περαιτέρω αποφασίστηκε με Πρόταση του Προέδρου του ΔΣΑ, η διενέργεια Δημοψηφίσματος σε κάθε μεγάλο Δικηγορικό Σύλλογο στις 2-3 /12, όπου θα συμμετέχουν όλοι οι Δικηγόροι και θα ψηφίζουν μεταξύ διαφορετικών πλαισίων συλλογικής αντίδρασης, στις αλλαγές του νέου ΚΠολΔ. Η απόφαση για αποχή δεν ισχύει άμεσα για τα μέλη του ΔΣΑ, αλλά θα συζητηθεί για επικύρωση στην αυριανή συνεδρίαση του ΔΣ του ΔΣΑ.

Οι αλλεπάλληλες τηλεφωνικές οχλήσεις από δικηγόρους προς τους οφειλέτες αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα.

Το Διοικητικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών ομόφωνα αποδοκιμάζει και καταδικάζει τις πρακτικές δικηγόρων και δικηγορικών εταιριών που στο πλαίσιο της δικηγορικής τους εντολής μετέρχονται συμπεριφορές εισπρακτικών εταιρειών, προβαίνοντας σε αλλεπάλληλες αντιδεοντολογικές τηλεφωνικές οχλήσεις προς τους οφειλέτες.

Για το λόγο αυτό, αποφάσισε την προσθήκη στα πειθαρχικά παραπτώματα του Κώδικα Δεοντολογίας των Δικηγόρων, ώστε οσάκις δικηγόροι ή δικηγορικές εταιρίες διαπιστωθεί ότι ακολουθούν την πρακτική αυτή, να βρεθούν αντιμέτωποι με την βαρύτατη πειθαρχική διαδικασία του ΔΣΑ.

Σύμφωνα με την προσθήκη στον Κώδικα Δεοντολογίας, ο δικηγόρος ή η δικηγορική εταιρία, απαγορεύεται να οχλεί προφορικά και δη τηλεφωνικά, τον οφειλέτη του εντολέα του πέραν της μίας φοράς, προκειμένου να τον ενημερώσει για την οφειλή του και να διερευνήσει τη δυνατότητα εξώδικης επίλυσης της υφιστάμενης διαφοράς. Σε περίπτωση που στη συνέχεια ο οφειλέτης δεν ανταποκριθεί, δυστροπήσει ή αρνηθεί να εξοφλήσει την οφειλή, ο δικηγόρος οφείλει, τότε, να προβεί σε έγγραφη εξώδικη όχληση ή να ασκήσει τα προβλεπόμενα νόμιμα ένδικα βοηθήματα για λογαριασμό του εντολέα του. Η μη τήρηση της διάταξης αυτής παραβιάζει τον Κώδικα Δεοντολογίας των Δικηγόρων και συνιστά ελεγκτέο πειθαρχικό παράπτωμα.

Εξάλλου, για την υποστήριξη των δικαιωμάτων των οφειλετών, η Ε.Κ.ΠΟΙ.ΖΩ καλεί " τους καταναλωτές να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί όταν τους τηλεφωνούν από δικηγορικά γραφεία για τις οφειλές τους και θα πρέπει να κρατάνε τα εξής στοιχεία:

- Την επωνυμία της δικηγορικής εταιρείας.
- Το όνομα του υπαλλήλου που κάλεσε.
- Το τηλέφωνο από όπου έγινε η κλήση.
- Την ημερομηνία και την ώρα της κλήσης.

Στη συνέχεια, εάν τους τηλεφωνήσουν ξανά από το ίδιο δικηγορικό γραφείο, τότε θα πρέπει να το καταγγείλουν στον ΔΣΑ και στην ΕΚΠΟΙΖΩ.

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

Τριήμερη αποχή δικηγόρων από 19.11.2014 έως 21.11.2014

Αποφάσεις της Συντονιστικής Επιτροπής των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας κατά την έκτακτη συνεδρίαση της στις 15/11/2014  -
Τριήμερη αποχή από Τετάρτη 19/11/2014 έως και Παρασκευή 21/11/2014


Η Συντονιστική Επιτροπή των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας συνεδρίασε σήμερα έκτακτα μετά την αιφνίδια κατάθεση του σχεδίου νόμου για την τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας από τον Υπουργό Δικαιοσύνης,  χθες στη Βουλή.

Από την ανάγνωση του εν λόγω νομοσχεδίου καθίσταται –δυστυχώς- σαφές ότι η εξαγγελία περί διαλόγου με τη νομική κοινότητα (δικαστές, δικηγόρους, συμβολαιογράφους, δικαστικούς επιμελητές) ήταν άκρως προσχηματική. Αγνοήθηκαν πλήρως οι εμπεριστατωμένες παρατηρήσεις και προτάσεις επί των άρθρων του σχεδίου του ΚΠΔ, όπως αυτές έχουν διατυπωθεί και γνωστοποιηθεί –ήδη τον Αύγουστο- από την Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας. Παραγνωρίστηκε η ομόφωνη σχεδόν απόφαση της Διοικητικής Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ότι οι προτεινόμενες ρυθμίσεις είναι –στην πλειονότητά τους- ατυχείς και σε κάθε περίπτωση απρόσφορες προς επίτευξη των σκοπών που τις συνοδεύουν. Δεν ελήφθησαν υπόψη οι ανάλογου περιεχομένου αποφάσεις των διοικητικών Ολομελειών των μεγάλων Δικαστηρίων της χώρας.

Είναι δε γνωστό ότι στο σχέδιο τροποποίησης του ισχύοντος Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας εισάγονται διατάξεις, με τις οποίες:

α) Επανακαθορίζεται το σύνολο των ρυθμίσεων, αλλά και της όλης φιλοσοφίας της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, με δραματική φαλκίδευση των δικαιωμάτων των οφειλετών των Τραπεζών, ιδίως αναφορικά με τα ζητήματα πλειστηριασμών ακινήτων και την ενίσχυση των προνομίων των Τραπεζών και τον περιορισμό των εν γένει δικαιωμάτων εργαζομένων, δημοσίων υπαλλήλων, ασφαλιστικών οργανισμών, εγχειρόγραφων δανειστών, υπέρ των προνομίων των εμπραγμάτων προνομιούχων, ήτοι των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Πρόκειται για ρυθμίσεις που έρχονται σε συνέχεια σειράς βαρύτατα δυσμενών μέτρων κατά της μικρής και μεσαίας τάξης ή της μικρής ιδιοκτησίας.

β) Καταργείται η εμμάρτυρη απόδειξη, με αποτέλεσμα να καθίσταται άνευ ουσιαστικού περιεχομένου η αποδεικτική διαδικασία και να αναιρείται κάθε έννοια δίκαιης δίκης.

γ) Διατηρείται η καταβολή εξοντωτικών παραβόλων και η επέκταση του αγωγώσιμου, που έχουν οδηγήσει σε οιονεί αρνησιδικία, ενόψει της δραματικής οικονομικής κατάστασης των πολιτών.

Είναι ευνόητο ότι η κατά ως άνω αδιάλλακτη στάση της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης συνιστά απρόκλητη επίθεση όχι μόνον κατά της νομικής κοινότητας, αλλά και της ελληνικής κοινωνίας, η οποία συνεχίζει να βάλλεται. Ουσιαστική στόχευση των ρυθμίσεων δεν είναι η ορθή και ταχεία απονομή της δικαιοσύνης , αλλά η εξυπηρέτηση συμφερόντων των Τραπεζών.

Η νομική κοινότητα ομονοεί ότι εν λόγω νομοσχέδιο όχι μόνον δεν συμβάλλει στην επιτάχυνση της πολιτικής δίκης, αλλά αντίθετα επιτείνει στην επιβράδυνση της πολιτικής δίκης. Θα προκαλέσει στην πράξη σοβαρά προβλήματα εφαρμογής, ανασφάλεια δικαίου και εν τέλει έλλειμμα δικαιοσύνης.

Κατόπιν των ανωτέρω, η Συντονιστική Επιτροπή των Δικηγορικών Συλλόγων αποφάσισε ομόφωνα:

1. Προειδοποιητική αποχή από τα καθήκοντα των δικηγόρων, από την Τετάρτη 19.11.2014 έως και την Παρασκευή 21.11.2014.   (...).


Πηγή: Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014

Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για την ΑΣΠΙΣ - Το ΣτΕ απέρριψε τη δυνατότητα αποζημίωσης από το Δημόσιο

Απορριπτική ως προς την ευθύνη του Δημοσίου για αποζημίωση των ασφαλισμένων της Ασπίς Πρόνοια λόγω πλημμελούς εποπτείας, ακόμα και αν υπάρχει αμέλεια ή δόλος, είναι η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, που έκρινε επαρκή τον μηχανισμό αποζημίωσής τους. Πρόκειται για την αποζημίωσή τους σε ποσοστό 70% από το προϊόν της εκκαθάρισης, που όπως αποφαίνεται το ΣτΕ, καθιστά τον σχετικό μηχανισμό επαρκή. Σύμφωνα με τη σχετική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (3783/2014), η ικανοποίηση από το προϊόν της εκκαθάρισης, στοιχειοθετεί ότι δεν μπορεί να υπάρξει αποζημίωση από την πλευρά του Δημοσίου ακόμη και αν υπάρχει αμέλεια στην Εποπτεία, στον βαθμό που η εποπτεία ασκείται προς όφελος του Δημοσίου και όχι για αποζημιωτικούς λόγους των ασφαλισμένων.


Οι σύμβουλοι Επικρατείας αναφέρουν ότι «ευθύνη προς αποζημίωση από τυχόν πλημμελή άσκηση κρατικής εποπτείας επί των ασφαλιστικών επιχειρήσεων δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί από τις διατάξεις του άρθρου 105 του εισαγωγικού νόμου του Αστικού Κώδικα», εφόσον υπάρχει το Νομοθετικό Διάταγμα 400/1970 (περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως), που προβλέπει ειδικό μηχανισμό για τις περιπτώσεις αυτές. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 105 του εισαγωγικού νόμου του Αστικού Κώδικα η δικαστική διαδικασία είναι πολύπλοκη και χρονοβόρα, καθώς μάλιστα πρέπει να αποδειχθεί το «πρόδηλο και σοβαρό σφάλμα των εποπτικών οργάνων» των κρατικών οργάνων. Δηλαδή, να αποδειχθεί η ύπαρξη «προφανούς και σοβαρής παρανομίας των εποπτικών οργάνων» του κράτους.

Ωστόσο, θα πρέπει να τονιστεί από το Δικηγορικό μας Γραφείο, ότι η διαδικασία της εκκαθάρισης των ασφαλιστικών εταιριών ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ και COMMERCIAL VALUE, η οποία έχει ξεκινήσει από το 2009 και 2010 αντίστοιχα, κινείται με χαρακτηριστικά μεγάλη καθυστέρηση χωρίς μέχρι σήμερα να έχει επιδείξει κάποιο απτό αποτέλεσμα προς όφελος των πρώην ασφαλισμένων στις ανωτέρω εταιρίες.

Αποσπάσματα της απόφασης του ΣτΕ:

"...Ο εν λόγω μηχανισμός (το Εγγυητικό κεφάλαιο ζωής) καλύπτει τις περιπτώσεις αφερεγγυότητας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, ανεξάρτητα αν η άδεια ανακλήθηκε λόγω σκόπιμων ή εσφαλμένων ενεργειών, παραλείψεων της κρατικής μηχανής, ή πλημμελούς άσκησης κρατικής εποπτείας, ή απρόβλεπτων και μεγάλης έκτασης οικονομικών και χρηματοπιστωτικών κρίσεων...''.
''...Ο ειδικός μηχανισμός αποζημιώσεως (το Εγγυητικό κεφάλαιο ζωής) των ασφαλισμένων ασφαλιστικών επιχειρήσεων αποτελεί μηχανισμό κατάλληλο και πρόσφορο για την αποκατάσταση ζημιών που τυχόν προκαλούνται και από την πλημμελή άσκηση της κρατικής δραστηριότητας...''.

Πηγή http://www.kathimerini.gr/790533/article/epikairothta/ellada/to-70-ths-apozhmiwshs-8a-lavoyn-gia-aspis

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

Δίωρες Διακοπές των δικαστικών υπαλλήλων του Πρωτοδικείου Αθηνών στα ποινικά δικαστήρια.

Μία ενδιαφέρουσα είδηση για όσους έχουν κάποιο ποινικό δικαστήριο.

Το Δ.Σ. του Συλλόγου Δικαστικών Υπαλλήλων αποφάσισε να παρατείνει την κινητοποίηση των ΔΙΩΡΩΝ ΔΙΑΚΟΠΩΝ διαμαρτυρίας στα ποινικά τμήματα εδρών (Τριμελές και Μονομελές) του Πρωτοδικείου Αθηνών μέχρι την Τρίτη 14-10-2014.

Τροποποιεί από αύριο, 10-10-2014, τις ώρες διακοπής από 12:45 έως 14:45, σε 13.00 έως 15.00.

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

Οδηγίες χρήσεως χειροπέδων από τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου

Στην καθημερινή πρακτική η χρήση των χειροπέδων από την Αστυνομία γίνεται σε όλους ανεξαιρέτως όσους συλλαμβάνονται, ιδίως με τη διαδικασία του αυτοφώρου, ακόμη και για ήσσονος σημασίας αδικήματα χωρίς οποιαδήποτε κριτήρια. Το γεγονός αυτό, σε ορισμένες περιπτώσεις οδηγεί σε υπερβολική χρήση των χειροπέδων.

Την προσοχή των διωκτικών αρχών για το πότε πρέπει να χρησιμοποιούνται χειροπέδες, αλλά και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες θα πρέπει να προχωρούν σε συλλήψεις με την αυτόφωρη διαδικασία για όσους οφείλουν στο δημόσιο εφιστά με εγκύκλιο που εξέδωσε ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νίκος Παντελής.
Η εισαγγελική εγκύκλιος εκδόθηκε με αφορμή αναφορά διαμαρτυρίας δικηγόρου για την παραπομπή 80χρονου οφειλέτη που εμφανίστηκε αυτοβούλως στις διωκτικές αρχές για να οδηγηθεί σε αυτόφωρο ή σε ρητή δικάσιμο και παρά τις διαμαρτυρίες δεσμεύθηκε με χειροπέδες.

Με την εγκύκλιό του, την οποία απευθύνει στους εισαγγελείς Εφετών και Πρωτοδικών, τους οικονομικούς εισαγγελείς αλλά και την ΕΛ.ΑΣ. ο κ. Παντελής εφιστά την προσοχή των αρμόδιων αρχών και επισημαίνει καταρχάς ότι τα αστυνομικά όργανα θα πρέπει να χρησιμοποιούν χειροπέδες όταν οι συλληφθέντες είναι ύποπτοι φυγής ή φέρνουν αντίσταση.

Επιπλέον, ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός, αναφέρει πως οι συλλήψεις με τη διαδικασία του αυτοφώρου πρέπει να γίνονται με γνώμονα την προστασία της προσωπικής ελευθερίας και μόνον όταν συντρέχουν σοβαροί λόγοι.

Επικαλούμενος δε τη σχετική νομοθεσία σημειώνει πως η σύλληψη σε περίπτωση αυτοφώρου πρέπει να ερμηνεύεται σε συνάρτηση με το ότι ο κανόνας είναι η προστασία της προσωπικής ελευθερίας (άρθρο 6 του Συντάγματος) και η στέρησή της η εξαίρεση.

Ο κ. Παντελής υπενθυμίζει στις αστυνομικές αρχές πως πρέπει να συμπεριφέρονται με κάθε δυνατή ευγένεια κατά τη σύλληψη, να μεταχειρίζονται βία μόνο όταν υπάρχει ανάγκη και να αποφεύγουν φράσεις που βλάπτουν την τιμή και την υπόληψη του συλληφθέντος.

Σημειώνει ακόμη πως στην πράξη οι οφειλέτες του δημοσίου ειδοποιούνται συχνά από τις διωκτικές αρχές για τις φορολογικές τους εκκρεμότητες και τους παρέχεται εύλογη προθεσμία τακτοποίησης.

Ωστόσο, όπως αναφέρει, για όσους από αυτούς βρίσκονται σε αδυναμία ή οι υποθέσεις τους δεν μπορούν να ρυθμιστούν και εμφανίζονται αυτοβούλως στις αστυνομικές αρχές για να ακολουθηθεί η διαδικασία του αυτοφώρου, είναι προφανές ότι εκλείπουν οι προϋποθέσεις που επιβάλλουν αλλά και δικαιολογούν τη δέσμευσή τους με χειροπέδες.

Ο κ. Παντελής επαναλαμβάνει τις θέσεις παλαιότερης εγκυκλίου του, του 2011, για λελογισμένη χρήση της αυτόφωρης διαδικασίας σε περιπτώσεις ακραίας και προκλητικής φοροδιαφυγής και προσθέτει ότι η αυτόφωρη διαδικασία και καταδίκη στα συγκεκριμένα αδικήματα (φοροδιαφυγή μη καταβολή χρεών προς το δημόσιο) δεν αποτελεί αυτοσκοπό αλλά μέσο για την επίτευξη δημοσιονομικών στόχων της πολιτείας.

Επιπλέον, αναφέρει ότι από την τριετή εφαρμογή του 3943/2011 προκύπτει ότι στις περισσότερες περιπτώσεις της μη καταβολής βεβαιωμένων χρεών επέρχεται ανάκληση των παραγγελιών αυτόφωρης διαδικασίας. Και αυτό διότι – όπως λέει - οι ειδοποιούμενοι για τις οικονομικές εκκρεμότητες σπεύδουν υπό την απειλή σύλληψης να τακτοποιήσουν την οφειλή. Όπως όμως αναφέρει το πρόβλημα είναι πως την ρύθμιση και καταβολή μιας ή δυο δόσεων οι ίδιοι δεν εξυπηρετούν το χρέος τους και επανέρχονται στο καθεστώς του οφειλέτη του δημοσίου.


Πηγή: ΑΜΠΕ και lawnet.gr

Τρίτη 26 Αυγούστου 2014

Κρίθηκαν ως αντισυνταγματικές οι νομοθετικές ρυθμίσεις για τη μονομερή μείωση των ενοικίων για στέγαση υπηρεσιών του Δημοσίου

Πολύ σημαντική η απόφαση που εκδόθηκε πρόσφατα από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, καθώς με αυτήν κρίθηκε η αντισυνταγματικότητα των νομοθετικών ρυθμίσεων για την μονομερή μείωση των μισθωμάτων στις μισθώσεις για στέγαση υπηρεσιών του Δημοσίου (άρθρου 21 ν. 4002/2011 και άρθρου 2 του ν.4081/2012). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η απόφαση αυτή είναι η πρώτη, με την οποία κρίνεται η αντισυνταγματικότητα των ανωτέρω διατάξεων, ενώ επιδικάστηκε στους ενάγοντες ποσό που υπερβαίνει τις 100.000 ευρώ και μάλιστα η απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή.

Σας παραθέτουμε το σκεπτικό της απόφασης, το οποίο στηρίζεται στις διατάξεις περί ισότητας όλων των Ελλήνων, στις συνταγματικές εγγυήσεις περί συμβατικής ελευθερίας, στο άρθρο 17 παρ. 1 του Συντάγματος περί προστασίας της ιδιοκτησίας και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ για την προστασία της περιουσίας.

 Η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι 
ενώπιον του νόμου και καθιερώνει όχι μόνον την ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου, αλλά 
και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών, δεσμεύει και τον κοινό νομοθέτη και τον υποχρεώνει, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να μη μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλουν λόγοι κοινωνικού ή δημοσίου  συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων.
Επομένως, αν γίνει από τον νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και παραλλάσσει η ρύθμιση αυτή, κατ’ αδικαιολόγητη δυσμενή ή ευμενή διάκριση, σε άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που επιβάλει την ειδική μεταχείριση, η διάταξη αυτή που εισάγει τη διαφέρουσα αυτή μεταχείριση, είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. 
Στην περίπτωση αυτή, τα δικαστήρια επιλύουν τη διαφορά παρακάμπτοντας 
την, ως αντισυνταγματική κριθείσα από αυτά διάταξη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παραβιάζεται 
από τη δικαστική εξουσία η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών που θεσπίζεται από τα άρθρα 1, 
26, 73 επ. και 87 επ. του Συντάγματος, αφού τα δικαστήρια στην περίπτωση αυτή υποχρεούνται 
σύμφωνα με τα άρθρα 87 παρ. 1 και 2, 93 παρ. 4 και 120 παρ. 2 του Συντ., να ασκήσουν έλεγχο 
στο έργο της νομοθετικής εξουσίας και να εφαρμόσουν σε όλη την έκταση την αρχή της ισότητας 
και με βάση την αρχή αυτή να καταλήξουν στην εφαρμογή του νόμου, όπως επιβάλλεται από 
αυτήν. 
Εάν τα δικαστήρια περιορίζονταν να κηρύξουν μόνο την αντισυνταγματικότητα της 
διατάξεως που εισάγει τη δυσμενή διάκριση, χωρίς να μπορούν να επεκτείνουν την ειδική ευμενή 
ρύθμιση και υπέρ εκείνου σε βάρος του οποίου έγινε η δυσμενής διάκριση, ή να μην εφαρμόσουν 
την ευμενή, πλήττουσα την αρχή της ισότητας, διάταξη, τότε θα παρέμενε η αντισυνταγματική 
ανισότητα και δεν θα είχε ουσιαστικό περιεχόμενο η ζητούμενη δικαστική προστασία (ΕΑ 
1464/2012, αδημοσίευτη στο νομικό τύπο). 
Εξάλλου, κατά την ελληνική συνταγματική τάξη, η ελευθερία των συμβάσεων, που βρίσκει την θεμελίωση και δικαιολόγησή της στην αυτονομία και αυτοδέσμευση του ατόμου και η οποία αποτελεί αυτονόητη συνέπεια και μερικότερη εκδήλωση της οικονομικής ελευθερίας, καλύπτεται από τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 και του άρθρου 106 παρ. 2 του Συντάγματος, που κατοχυρώνουν την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και την ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία. 
Οι συνταγματικές εγγυήσεις της συμβατικής ελευθερίας καλύπτουν τόσο την ελευθερία συνάψεως (ή μη) μιας συμβάσεως και επιλογής του αντισυμβαλλομένου όσο και την ελευθερία διαμορφώσεως του περιεχομένου της, δηλαδή του καθορισμού των όρων, της διάρκειας του τύπου κ.λπ. Τον δεσμευτικό χαρακτήρα της συμβάσεως, ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων, δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να αναιρέσει ούτε ο νομοθέτης, καθόσον η αρχή "pacta sunt servanda" ισχύει και έναντι του κράτους και πρέπει να είναι σεβαστή και από τον νομοθέτη.
Και ναι μεν κατά την άσκηση της οικονομικής του πολιτικής, ο κοινός νομοθέτης έχει διακριτική ευχέρεια να τροποποιεί την νομοθεσία που 
ρυθμίζει υφιστάμενες περιουσιακές σχέσεις ενοχικού χαρακτήρα ή να τροποποιεί την ενέργεια των 
σχέσεων αυτών, έστω και αν έτσι προσβάλλονται κεκτημένα δικαιώματα των συμβαλλομένων, 
πλην όμως μία τέτοια νομοθετική μεταβολή, για να είναι συνταγματικώς ανεκτή, θα πρέπει να έχει 
τον χαρακτήρα της γενικότητας, να μην αντίκειται δηλαδή στην αρχή της ισότητας ενώπιον του 
νόμου, να είναι εύλογη και ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο με αυτή σκοπό, να μην 
αντιστρατεύεται εμφανώς την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των συμβαλλομένων στην 
σταθερότητα των εννόμων σχέσεων τους και, πάντως, να ανταποκρίνεται σε αποχρώντες λόγους 
γενικότερου δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, που ανάγονται σε προστατευόμενες από το 
Σύνταγμα αξίες και επιβάλλουν επιτακτικώς την σχετική μεταβολή, όπως συμβαίνει, ιδίως, στις 
περιπτώσεις κατά τις οποίες η συμβατική ελευθερία προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων ή 
ασκείται κατά παραβίαση του Συντάγματος ή ενέχει προσβολή των χρηστών ηθών ή ασκείται προς βλάβη της Εθνικής Οικονομίας (βλ. σχετ. AΠ Ολ 4/1998 Δνη 39, 66, ΑΠ Ολ 2/1995 Δνη 36, 583, ΑΠ 1234/1994 Δνη 37, 121, AΠ 391/1986 ΝοΒ 34,390, AΠ 919/1984 Δνη 26,  33, ΣτΕ 2193/1982ΝοΒ 31, 589, Ν. Παπαντωνίου, Το πρόβλημα της αναδρομικής δύναμης του νόμου, τιμητικός τόμος Ελεγκτικού Συνεδρίου, 1984. σελ. 25 - 45, Μανιτάκη, γνμδ., Δνη 32,480 - 482). 

Αντίθετη εκδοχή, δηλαδή ότι η μεταγενέστερη -περιοριστική της δικαιοπρακτικής ελευθερίας - επέμβαση του κοινού νομοθέτη είναι κατά κανόνα επιτρεπτή, θα οδηγούσε σε αναίρεση του συστήματος της ελεύθερης οικονομίας, που αποτελεί θεμελιακό στοιχείο του κρατούντος καθεστώτος, δεδομένου μάλιστα ότι η διάταξη του άρθρου 5 παρ, 1 του Συντάγματος ανήκει στον λεγόμενο "σκληρό πυρήνα" του μη υποκείμενη σε αναθεώρηση (άρθρο 110 παρ. 1 Σ). Περαιτέρω, στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της από 4.11.1950 Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης "Περί προασπίσεως των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών" (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε (μαζί με την σύμβαση) με το ΝΔ 53/1974 και έχει αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών κανόνων του εσωτερικού δικαίου (βλ άρθρο 28 παρ. 1 Σ), ορίζεται ότι «παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της περιουσίας αυτού, ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα παντός κράτους, όπως θέσει εν ισχύι νόμους, ους ήθελε κρίνα αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών, συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». 

Από τη διάταξη αυτή, όπως το εννοιολογικό της περιεχόμενο έχει 
αποσαφηνισθεί από την (παγία) νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων 
Δικαιωμάτων (υποθέσεις Pressos Compania Naviera S.A. κατά Βελγίου, Α332, 1995, Pine Valley 
Development κατά Ιρλανδίας, A222, 1992, Ελληνικά Διυλιστήρια ΣΤΡΑΝ και Στρατής Ανδρεάδης κατά Ελλάδας, 22/1993/417/9.12.1994 Δ 26, 229), προκύπτει ότι στην έννοια της 
(προστατευόμενης συναφώς) περιουσίας εμπίπτουν όχι μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά 
και όλα ανεξαιρέτως τα δικαιώματα "περιουσιακής φύσεως" και τα κεκτημένα "οικονομικά 
συμφέροντα", δηλαδή η προστατευτική εμβέλεια της εν λόγω ρυθμίσεως εκτείνεται και στα 
ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα και ειδικότερα σε απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη 
προσδοκία, με βάση το ισχύον - έως την προσφυγή στο δικαστήριο -δίκαιο, ότι μπορούν να 
ικανοποιηθούν δικαστικώς (ΑΠ Ολ 40/1998 ΝοΒ 47, 752, βλ. και Μητσόπουλου, Η προστασία των περιουσιακών δικαιωμάτων κατ’ άρθρον 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Συμβάσεως της Ρώμης, το Σ 14, 226, Εμμ. Ρούκουνα, Διεθνής προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, 1995, σελ. 197 επ., Απ. Γεωργιάδη, Προβλήματα συνταγματικότητας του άρθρου 45 παρ. 3 Ν 2172/1993 Δ 26, 231, Μπέη σε Δ 26, 347. τον ίδιο σε Δ 26, 38). 

Ανεξάρτητα έτσι από το αν ως ιδιοκτησία - κατά το άρθρο 17 παρ. 1 του Συντάγματος - νοούνται ή όχι και τα ενοχικά δικαιώματα, η ρύθμιση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΛ αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ελληνικής έννομης τάξεως και είναι - στο πλαίσιο του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος δεσμευτική για τον Ελληνα νομοθέτη, ο οποίος δεν μπορεί να στερήσει κάποιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο από ενοχικά περιουσιακά του δικαιώματα παρά μόνο εφόσον α) υπάρχουν λόγοι δημόσιου συμφέροντος, οι οποίοι, με βάση και την αρχή της αναλογικότητας, έχουν προτεραιότητα έναντι του ιδιωτικού συμφέροντος του δικαιούχου και β) προβλέπεται η πλήρης αποζημίωση του θιγέντος προσώπου (βλ. Μπέη σε Δ 26. 348, Απ. Γεωργιάδη,  ό.π., Μητσόπουλου. ό.π., σελ. 227 επ.). Οταν οι προϋποθέσεις αυτές δεν συντρέχουν, η στέρηση του ατόμου από κεκτημένο ενοχικό δικαίωμα παραβιάζει τη διάταξη του άρθρου 28 παρ 1 του Συντάγματος που επιφυλάσσει στους κανόνες των   επικυρωμένων διεθνών συμβάσεων αυξημένη έναντι του νομού τυπική ισχύ (Απ. Γκωργιάδη, ό.π., σελ. 232, Μητσόπουλο, ό.π., σελ. 225 και 232. βλ. και ΕΑ 879/2000, ΔΕΕ 2001.1267). 
Ενοχικό περιουσιακό δικαίωμα είναι αναμφιβόλως και το 
δικαίωμα του εκμισθωτή στο συμφωνηθέν μίσθωμα του ακινήτου. Σύμφωνα με το άρθρο 21 ν. 
4002/22-8-2011, «η μισθωτική αξία των ακινήτων που έχουν μισθωθεί από το Ελληνικό Δημόσιο 
και τους φορείς του δημόσιου τομέα, όπως αυτός προσδιορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 1B του 
ν. 2362/1995 (Α 247), όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3871/2010 (Α 141) 
και πριν τη συμπλήρωση του με την παρ. 1α του άρθρου 50 του ν. 3943/2011 (Α'66), τεκμαίρεται 
ότι κατά το έτος 2010 έχει μειωθεί κατά 20%. Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου τα 
μισθώματα που καταβάλλουν το Ελληνικό Δημόσιο και οι ανωτέρω φορείς, για τη μίσθωση 
ακινήτων στα οποία στεγάζονται υπηρεσίες τους, μειώνονται κατά ποσοστό 20%, το οποίο 
υπολογίζεται στο ύψος των μισθωμάτων της χρήσης Ιουλίου 2010 και μέχρι   30.6.2013 
απαγορεύεται οποιαδήποτε αναπροσαρμογή τους. Σε περίπτωση κατά την οποία τα μισθώματα 
αυτά έχουν αναπροσαρμοσθεί (αυξηθεί) μετά την 1.7.2010, η αναπροσαρμογή αυτή καταργείται 
και η καταβληθείσα συμψηφίζεται με τα οφειλόμενα μισθώματα. Οι εκμισθωτές δικαιούνται να 
προσφύγουν στα αρμόδια δικαστήρια και   να αμφισβητήσουν το ύψος του παραπάνω τεκμηρίου 
και τη μείωση του μισθώματος. Το Ελληνικό Δημόσιο και οι ανωτέρω φορείς δικαιούνται να 
προσφύγουν στα αρμόδια δικαστήρια και να αποδείξουν ότι η μείωση της μισθωτικής αξίας και 
αντιστοίχως του μισθώματος είναι μεγαλύτερη από το παραπάνω ποσοστό. 2. Η μείωση του 
μισθώματος της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζεται σης μισθώσεις που οι εκμισθωτές 
συμφώνησαν με το Ελληνικό Δημόσιο ή τους φορείς της προηγούμενης παραγράφου στη μείωση 
του καταβαλλόμενου από 1.7.2010 και εφεξής μισθώματος κατά ποσοστό τουλάχιστον 20%. Σε 
περίπτωση που είχαν συμφωνήσει μείωση σε ποσοστό μικρότερο του 20% τότε το καταβαλλόμενο 
μίσθωμα-μειώνεται από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου κατά το υπόλοιπο ποσοστό μέχρι τη 
συμπλήρωση του ποσοστού 20%. 3. Στις περιπτώσεις που το ετήσιο μίσθωμα που προκύπτει, μετά 
την κατά τις  προηγούμενες παραγράφους μείωση του, είναι κατώτερο του μισθώματος που 
προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 41 και 41α του ν. 1249/1982 (Δ' 43) με 
την επιβολή συντελεστή απόδοσης 5%, δικαιούται ο εκμισθωτής με αίτησή του στην   αρμόδια 
υπηρεσία για την καταβολή του μισθώματος, στην οποία επισυνάπτεται φύλλο υπολογισμού της 
αντικειμενικής αξίας του μισθίου θεωρημένου από την αρμόδια για τη φορολογία εισοδήματος του 
εκμισθωτή Δ.Ο.Υ., να ζητήσει τη μείωση του μισθώματος μέχρι το ύψος του μισθώματος, όπως 
προσδιορίζεται ανωτέρω ή τη μηδενική μείωση αυτού στην περίπτωση που το μίσθωμα, πριν από 
οποιαδήποτε μείωση, είναι ίσο ή κατώτερο αυτού. Η αρμόδια για την καταβολή του μισθώματος 
υπηρεσία ενημερώνει εγγράφως σχετικά την αρμόδια για τη σύναψη της μισθωτικής σύμβασης 
αρχή». Mε τις παραπάνω διατάξεις, όπως αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση του νόμου 
4002/2011, «επιχειρείται ο εξορθολογισμός, η αναγωγή δηλαδή στο μέτρο που αρμόζει, των 
μισθωμάτων που καταβάλλει το δημόσιο και οι φορείς του δημόσιου τομέα για μισθώσεις ακινήτων 
που έχουν συναφθεί πριν από τον Ιούλιο του έτους 2010, ώστε να ανταποκρίνονται στη μισθωτική 
αξία των ακινήτων και να μην καθίσταται η εκτέλεση της μισθωτικής σύμβασης υπέρμετρα 
δυσμενής μονομερώς σε βάρος του δημοσίου, λόγω της οικονομικής κρίσης, που είχε σαν 
αποτέλεσμα, πλην άλλων, τη συρρίκνωση της αγοράς, την κατακόρυφη πτώση της ζήτησης 
ακινήτων και, συνεκδοχικά, τη σημαντικότατη πτώση της μισθωτικής αξίας των ακινήτων. Και 
όσο μεν αφορά τις μισθώσεις μεταξύ ιδιωτών η αγορά, λόγω της ευελιξίας της και της έλλειψης 
γραφειοκρατίας ευκολότερα ή λιγότερο εύκολα προσαρμόστηκε στις νέες συνθήκες. Στις μισθώσεις 
όμως ακινήτων που μισθωτής είναι το Δημόσιο, η γραφειοκρατική διαδικασία και η ακαμψία της 
αγοράς επιβάλλει την προσαρμογή των μισθωμάτων που καταβάλλει το δημόσιο και οι φορείς του 
δημόσιου τομέα κατά το λόγο μείωσης της μισθωτικής αξίας ίων ακινήτων λόγω των 
προαναφερομένων απροβλέπτων και εκτάκτων συνθηκών». Στην έννοια των υπηρεσιών, οι οποίες 
στεγάζονται στα αναφερόμενα στο νόμο μίσθια ακίνητα, περιλαμβάνονται οι πάσης φύσεως 
υπηρεσίες (επί παραδείγματι οι υγειονομικές) που παρέχουν το δημόσιο και οι φορείς του δημοσίου 
τομέα και όχι μόνο οι δημόσιες υπηρεσίες, του νόμου μη διακρίνοντος, ενώ, εξάλλου, ο ίδιος νόμος 
εφαρμόζεται και στις προστατευόμενες από το π.δ. 34/1995 μισθώσεις. 

Μεταξύ των φορέων του 
δημόσιου τομέα, στους οποίους εφαρμόζεται ο παραπάνω νόμος, όπως ο δημόσιος τομέας 
προσδιορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 1Β του ν. 2362/1995 (Α 247), και το άρθρο αυτό 
προστέθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3871/2010 (Α 141) και πριν τη συμπλήρωση του με την παρ. 1α 
του άρθρου 50 του ν. 3943/2011 (Λ'66), περιλαμβάνονται και οι οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης 
και, συνεπώς, το ΙΚΑ. Επακολούθησε ο ν. 4081/27-9-2012, σύμφωνα με το άρθρο 2 του οποίου:

«1. Τα μισθώματα, τα οποία κατά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος άρθρου 
καταβάλλουν το Ελληνικό Δημόσιο και
οι φορείς του δημοσίου τομέα, όπως αυτός προσδιορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου  1Β του ν. 
2362/1995 (Α' 247), το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 2 του ν.3871/2010
(Α΄141), και συμπληρώθηκε με την παρ. 1α του άρθρου 50 του ν. 3943/2011 (Α'66),
για τη μίσθωση ακινήτων στα οποία στεγάζονται οι υπηρεσίες τους, όπως τα μισθώματα αυτά 
αναπροσαρμόσθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του
ν.4002/2011 (Α'180), μειώνονται, από 1.10.2012, σύμφωνα με την ακόλουθη
προοδευτική κλίμακας: α) Για το ποσό του μηνιαίου μισθώματος έως τα χίλια
(1.000,00) ευρώ  κατά ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%). β)Για το ποσό του μηνιαίου
μισθώματος από τα χίλια και 0,01 (1.000.0,) ευρώ έως τα δυο χιλιάδες (2.000,00)
ευρώ, κατά ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%). γ) Για το ποσό του μηνιαίου
μισθώματος από τα δύο χιλιάδες και 0,01 (2.000.01) ευρώ έως τα τρεις χιλιάδες
(3.000,00, ευρώ, κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%). δ)Για το ποσό του μηνιαίου μισθώματος, 
που υπερβαίνει τα τρεις χιλιάδες (3.000,00) ευρώ, κατά ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%). 2. 
Η μείωση του μισθώματος που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο δεν εφαρμόζεται στις 
μισθώσεις, στις οποίες οι εκμισθωτές, μετά  την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 21 του ν. 
4002/2011, έχουν συμφωνήσει με το Ελληνικό Δημόσιο ή τους φορείς του δημοσίου τομέα, όπως 
αυτοί καθορίζονται ανωτέρω, στη μείωση του καταβαλλόμενου μισθώματος τουλάχιστον κατά τα 
προβλεπόμενα στην ως άνω, παράγραφο ποσοστά. Αν έχει  συμφωνηθεί μείωση κατώτερη από 
αυτή, που αναλογεί με βάση τα οριζόμενα στην       ανωτέρω παράγραφο, τότε το καταβαλλόμενο 
μηνιαίο μίσθωμα μειώνεται από 1.10.2012, στο ύψος που προκύπτει από την εφαρμογή  των 
ποσοστών αυτών. 3. Οταν το ετήσιο μίσθωμα, το οποίο προκύπτει μετά την εφαρμογή των 
προβλεπομένων 
στην πρώτη παράγραφο, είναι κατώτερο του μισθώματος, το οποίο διαμορφώνεται από την 
εφαρμογή συντελεστή απόδοσης τέσσερα και ογδόντα εκατοστά τοις εκατό (4,80%) επί της αξίας, 
που προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 41 και 41α του ν. 1249/1982 (Α΄
43), δικαιούται ο εκμισθωτής με αίτηση του που υποβάλλεται στην αρμόδια για την καταβολή του 
μισθώματος υπηρεσία και στην οποία επισυνάπτεται φύλλο υπολογισμού της αντικειμενικής αξίας 
του μισθίου ακινήτου θεωρημένο από την αρμόδια για τη φορολογία εισοδήματος του εκμισθωτή 
Δ.Ο.Υ., να ζητήσει τον περιορισμό της μείωσης του μισθώματος, όπως προσδιορίζεται ανωτέρω, ή 
τη μηδενική του μείωση, όταν το μίσθωμα, πριν από οποιαδήποτε μείωση, είναι ίσο ή κατώτερο 
αυτού.  

Η υπηρεσία που είναι αρμόδια για την καταβολή του μισθώματος ενημερώνει εγγράφως
σχετικά την αρχή που είναι αρμόδια για τη σύναψη της μισθωτικής συμβάσεως. 4. Τα 
αναπροσαρμοσμένα ως άνω μισθώματα δεν επιτρέπεται να αυξηθούν πριν την 1.1.2015. 5. Ειδικά 
για τα νομικά πρόσωπα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης που δεν υπάγονταν στην 
υποχρεωτική εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 21 του ν. 4002/2011, η προοδευτική μείωση 
της παραγράφου 1 υπολογίζεται επί τη βάσει του καταβαλλόμενου κατά την έναρξη ισχύος του 
παρόντος άρθρου μισθώματος, μειωμένου κατά ποσοστό 20%. Σε περίπτωση που τα ανωτέρω 
νομικά πρόσωπα είχαν προβεί σε μείωση μισθώματος κατόπιν διαπραγμάτευσης με τον εκμισθωτή, 
η ως άνω προοδευτική μείωση υπολογίζεται επί του καταβαλλόμενου κατά την έναρξη ισχύος του 
παρόντος άρθρου μισθώματος, μειωμένου κατά το ποσοστό που υπολείπεται έως το 20%». Οι 
διατάξεις αυτές, οι οποίες παρενέβησαν στην εξέλιξη των ενεργών μισθώσεων, στις οποίες ο ένας 
συμβαλλόμενος (μισθωτής) είναι το δημόσιο, το οποίο εν προκειμένω δεν ασκεί δημόσια εξουσία, 
βάλλουν κατά της αρχής της ισότητας, καθώς μεταχειρίζονται αναιτίως προνομιακά το δημόσιο σε 
σχέση με τους ιδιώτες μισθωτές, οι οποίοι αντιμετωπίζουν ανάλογα προβλήματα αφορώντα το 
ύψος του καταβαλλομένου μισθώματος. Θέτουν δε σε δυσμενή θέση τους εκμισθωτές οι οποίοι 
έχουν συμβληθεί με το δημόσιο, καθώς αυτοί υποχρεώνονται σε αυτόματη απώλεια, χωρίς έδαφος 
συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς και χωρίς την παρεμβολή δικαστικής κρίσης, ως συμβαίνει 
στις συνήθεις μισθωτικές διαφορές, ενός σημαντικού τμήματος του μισθώματος, τουλάχιστον 
20%, το οποίο, ανάλογα με το ύψος του μισθώματος, ανέρχεται μέχρι ποσοστού 45%, την μείωση 
δε αυτή, υφίστανται συλλήβην όλα τα ακίνητα, χωρίς να εκτιμηθούν τα πραγματικά περιστατικά 
που συντρέχουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση (πρβλ Ολ ΣτΕ 1910/2001, ΔΔΙΚΠ/2003.378), η 
ύπαρξη των οποίων θα επέβαλε, ενδεδομένως, την μείωση του μισθώματος στο προσήκον ύψος. 
Πρέπει να σημειωθεί, ότι ειδικά η μείωση του 45% στερείται παντελώς ερείσματος, καθώς, και εάν 
ήθελε γίνει δεκτό ότι η αξία των μισθίων έχει υποστεί μείωση 20% (όπως δέχεται η αιτιολογική 
έκθεση του νόμου 4002/2011), το παραπάνω ποσοστό του 45% στο οποίο απομειώνονται τα 
μισθώματα (ανάλογα με το ύψος τους) εκφεύγει του μέσου όρου πτώσεως των μισθωτικών τιμών 
της αγοράς και αντιτίθεται σε κάθε έννοια αναλογικότητας, η οποία πρέπει να διέπει τη λήψη ενός 
εξαιρετικού μέτρου, όπως είναι η νομοθετική παρέμβαση στην εξέλιξη συνεστημένης συμβατικής 
σχέσης (πρβλ Ολ ΣΤΕ 1910/2001, οπ), Περαιτέρω, η αιτιολογία που περιέχεται στην αιτιολογική 
έκθεση του ν. 4002/2001 ότι με το νόμο αυτό θα αποφευχθεί πλήθος δικών και εξόδων του
δημοσίου δεν είναι πειστική, καθώς, το δημόσιο έχει οργανωμένη νομική υπηρεσία και μπορεί να 
κινεί δίκες χωρίς πρόσθετο κόστος, σε αντίθεση με τους ιδιώτες, οι οποίοι, αν θελήσουν να 
προσφύγουν κατά του μαχητού τεκμηρίου του 20% της μειώσεως, θα υποβληθούν αναγκαίως σε 
δικαστική δαπάνη, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι με βάση το μεταγενέστερο νόμο 4081/2012, ο 
εκμισθωτής στερείται, πλέον, και του δικαιώματος να προσφύγει κατά του τεκμηρίου. Στην ίδια 
αιτιολογική έκθεση δεν περιέχονται λόγοι δημόσιου συμφέροντος, οι οποίοι, με βάση και την αρχή 
της αναλογικότητας, έχουν προτεραιότητα έναντι του ιδιωτικού συμφέροντος του δικαιούχου, 
αντ' αυτού δε, αναγράφεται ότι «επιχειρείται ο εξορθολογισμός, η αναγωγή δηλαδή στο μέτρο που 
αρμόζει, των μισθωμάτων που καταβάλλει το δημόσιο και οι φορείς του δημοσίου τομέα ...ώστε 
να ανταποκρίνονται στη μισθωτική αξία των ακινήτων και να μην καθίσταται η εκτέλεση της 
μισθωτικής σύμβασης υπέρμετρα δυσμενής μονομερώς σε βάρος του δημοσίου», αιτιολογία η 
οποία δεν διευκρινίζει ποιο είναι το δημόσιο συμφέρον που επιβάλλει την υπό κρίση ρύθμιση, 
λαμβανομένου υπ' όψιν ότι το δημόσιο συμφέρον δεν ταυτίζεται με το ταμειακό συμφέρον του 
δημοσίου. Επιπροσθέτως, με τις υπό κρίση διατάξεις, θίγονται, ανεπιτρέπτως, τα κεκτημένα 
ενοχικά δικαιώματα των εκμισθωτών, ενάντια στη ρύθμιση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου 
Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της 
ελληνικής έννομης τάξεως και είναι - στο πλαίσιο του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος - 
δεσμευτική για τον Ελληνα νομοθέτη, ενώ, τέλος, αναιρείται, όσον αφορά στο συγκεκριμένο θέμα, 
και το σύστημα της ελεύθερης οικονομίας, κατά παράβαση του άρθρου 5 παρ. 1 του 
Συντάγματος, αφού μειώνονται μονομερώς τα μισθώματα των υπό κρίση ακινήτων κατά τα 
προαναφερθέντα ποσοστά, γεγονός που θέτει εκποδών την ελεύθερη συμφωνία όσον αφορά στο 
ουσιώδες στοιχείο της μισθώσεως που αναφέρεται στο ύψος του μισθώματος. Σημειώνεται ότι 
ανάλογες επιφυλάξεις ως προς την συνταγματικότητα της ίδιας ρύθμισης, διατυπώθηκαν και στην 
έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής κατά το προ της ψηφίσεως του νόμου διάστημα 
και ειδικότερα διατυπώθηκαν επφυλάξεις ως προς τη συμβατότητα, των άνω ρυθμίσεων προς την 
αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων ως ειδικότερης εκδήλωσης της αρχής της οικονομικής και 
επιχειρηματικής ελευθερίας εκ του άρθρου 5 παρ. 1 και 106 παρ. 2 του Συντάγματος δεδομένου 
ότι η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων καθιερώνει το δικαίωμα των συμβαλλομένων να 
καθορίζουν το καταβαλλόμενο μίσθωμα υπό τον όρο ότι δεν παραβιάζουν το νόμο ή τα χρηστά 
ήθη και δεν ασκούν το δικαίωμά τους αυτό καθ' υπέρβαση των ορίων του, ως προς την παραβίαση της αρχής της ισότητας και ως προς την παραβίαση του άρθρου 17 παρ. 1 του Συντάγματος και του 
άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, καθώς οδηγούν σε μερική στέρηση 
περιουσίας. 
Ακολουθεί ότι οι υπό κρίση διατάξεις, αντιτιθέμενες στις συνταγματικές αρχές της 
ισότητας και της οικονομικής ελευθερίας, αλλά και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου 
Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, καθίστανται ανεφάρμοστες.

      

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2014

Προς νέα δικαστική διαμάχη βαδίζουν οι ένστολοι

Αν η κυβέρνηση δεν ικανοποιήσει πλήρως τις απαιτήσεις των ενστόλων για άμεση αύξηση των αποδοχών τους στα επίπεδα του Ιουλίου 2012 και για ταχύτατη ρύθμιση της καταβολής αναδρομικών 2 ετών (Αύγουστος 2012 - Αύγουστος 2014), οι ένστολοι εξετάζουν σοβαρά το ενδεχόμενο να υποβάλουν αγωγές αποζημίωσης (πιθανότατα ομαδικές) στρεφόμενοι κατά του Δημοσίου στα διοικητικά δικαστήρια.

Με τις αγωγές αυτές θα αξιώνουν την καταβολή των συγκεκριμένων ποσών που στερήθηκαν και επιπλέον αποζημίωση για την ηθική βλάβη (λόγω προσβολής της προσωπικότητας κ.λπ.) που τους προκάλεσε η παράνομη άρνηση της πολιτείας να συμμορφωθεί αμέσως στις αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Οι αγωγές δε αυτές είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα γίνουν δεκτές, αφού η Ολομέλεια του ΣτΕ έκρινε οριστικά και αμετάκλητα αντισυνταγματικές και ανίσχυρες τις περικοπές του Ν. 4093/2012.
Για τις αγωγές αυτές, είναι πιθανό να εκδοθεί μάλιστα σύντομα νέα απόφαση πλήρους δικαίωσης, σε περίπτωση άσκησής τους κατά εκατοντάδες ή χιλιάδες, καθώς υπάρχει η δυνατότητα για αίτημα διεξαγωγής σε συντομότατο χρονικό διάστημα νέας «πιλοτικής δίκης» στην Ολομέλεια ΣτΕ. Αντίστοιχες αγωγές είχαν ασκήσει παλαιότερα δικαστικοί λειτουργοί και δικαιώθηκαν.

Ένα δεύτερο νομικό «όπλο», που έχουν στη διάθεσή τους οι ένστολοι, είναι να στραφούν ποινικά κατά των συναρμοδίων υπουργών, ζητώντας την άσκηση δίωξης σε βάρος τους για δύο πλημμελήματα, ήτοι της μη συμμόρφωσης σε δικαστική απόφαση (που απειλείται με φυλάκιση 6 μηνών έως 5 ετών) και της παράβασης καθήκοντος (που απειλείται με φυλάκιση 6 μηνών έως 2 ετών).

Η τρίτη νομική επιλογή, που σχετίζεται με την παράλειψη νόμιμης οφειλόμενης ενέργειας, μπορεί να οδηγήσει σε στοιχειοθέτηση αστικών ποινικών ευθυνών για όσους αρνούνται να εκτελέσουν δικαστική απόφαση.


Τρίτη 13 Μαΐου 2014

Εν αναμονή νομοθετικών και νομολογιακών εξελίξεων στην υπόθεση ΑΣΠΙΣ - COMMERCIAL

Στην απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας που θα κρίνει την προσφυγή ασφαλισμένων της Ασπίς Πρόνοια κατά του ελληνικού Δημοσίου για πλημμελή εποπτεία στρέφεται πλέον το ενδιαφέρον για την τύχη της υπόθεσης, που εκκρεμεί εδώ και πέντε χρόνια. Η προσφυγή των ασφαλισμένων έχει ήδη συζητηθεί και η απόφαση αναμένεται εντός του καλοκαιριού ή το αργότερο τον Σεπτέμβριο. Ενδεχόμενη ικανοποίηση των ασφαλισμένων από το ΣτΕ, αλλάζει τα δεδομένα για όσους έχουν απαιτήσεις από ασφαλιστήρια ζωής και έχουν προσφύγει δικαστικά, ο αριθμός των οποίων υπολογίζεται στις 14.000 περίπου σε σύνολο 200.000 που έχουν απαιτήσεις μετά το κλείσιμο της εταιρείας.

Την ίδια στιγμή, με παράλληλες διαδικασίες, το υπουργείο Οικονομικών προχωρά την κατάθεση του νομοσχεδίου, που προβλέπει τη μερική ικανοποίηση των ασφαλισμένων, που έχουν μικρές διεκδικήσεις από ασφαλιστήρια συμβόλαια έως 5.000 ευρώ, με την προϋπόθεση ότι θα αποδεχθούν «κούρεμα» των απαιτήσεών τους σε ποσοστό που φθάνει έως 70%. Από το υπουργείο Οικονομικών διαμηνύεται ότι το νομοσχέδιο έχει πάρει την τελική του μορφή και απαιτεί μόνο νομοπαρασκευαστικές βελτιώσεις, τοποθετώντας πάντως τον χρόνο κατάθεσης του νομοσχεδίου για μετά τις εκλογές. Ο χρόνος, πάντως, μετρά πλέον αντίστροφα, καθώς στα τέλη του χρόνου παραγράφεται το δικαίωμα όσων έχουν απαιτήσεις να προσφύγουν κατά του Δημοσίου για αδικήματα που προκύπτουν από την πλημμελή εποπτεία της Ασπίς Πρόνοια, η άδεια της οποίας ανακλήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2009. Εκτοτε και υπό την αίρεση ότι ο νέος νόμος δεν θα έχει περάσει από τη Βουλή, οι 200.000 ασφαλισμένοι της εταιρείας θα είναι ουσιαστικά στον «αέρα», καθώς δύο νόμοι που ψηφίστηκαν για την ικανοποίησή τους μέσω του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής, παραμένουν ανεφάρμοστοι, εξαιτίας της έλλειψης χρημάτων του Εγγυητικού.

Ο νέος νόμος που προωθεί το υπουργείο Οικονομικών, προβλέπει τη μερική, αλλά άμεση ικανοποίηση όσων είχαν ασφαλιστήρια μικρής αξίας έως 5.000 ευρώ, αφού προηγουμένως αποδεχθούν «κούρεμα» της διεκδίκησής τους κατά 70% περίπου. Με τον τρόπο αυτό προβλέπεται να ικανοποιηθεί η συντριπτική πλειοψηφία των ασφαλισμένων, σε ποσοστό που φτάνει το 90% περίπου. Οι υπόλοιποι ασφαλισμένοι με μεγάλες διεκδικήσεις θα καταστούν μεριδιούχοι του Ταμείου που θα δημιουργηθεί με εισφορά την ακίνητη περιουσία της Ασπίς Πρόνοια, η διαχείριση της οποίας θα ανατεθεί σε ειδικό διαχειριστή, που θα επιδιώξει την αξιοποίησή της σε βάθος χρόνου. Μικρότερο της τάξης του 50% είναι σύμφωνα με πληροφορίες το «κούρεμα» που θα υποστούν οι ασφαλισμένοι της Commercial Value, η οποία ήταν θυγατρική του ομίλου της Ασπίς Πρόνοια και έκλεισε μερικούς μήνες αργότερα. Οι εν λόγω ασφαλισμένοι προβλέπεται να αποζημιωθούν στο σύνολό τους και όχι με βάση το ύψος της διεκδίκησής τους, αρκεί να αποδεχθούν το «κούρεμα» της αποζημίωσής τους.

Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

Πρόταση για εισαγγελέα που θα συνδιαλέγεται με τον κατηγορούμενο για την ποινή

Το Υπουργείο Δικαιοσύνης ανάρτησε σε δημόσια διαβούλευση το σχέδιο νόμου για το νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, στον οποίο έχουν μεταφερθεί καινοτομίες που ήδη εφαρμόζονται σε άλλα κράτη όπως είναι η Μεγάλη Βρετανία, οι ΗΠΑ και η Γερμανία.

Οι καινοτομίες αυτές αποσκοπούν, κατά κύριο λόγο στην αποσυμφόρηση των δικαστηρίων από χιλιάδες εκκρεμείς υποθέσεις.

Ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, που είναι έργο της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, που συγκροτήθηκε υπό τον πρόεδρο της καθηγητή της Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Λάμπρο Μαργαρίτη, προβλέπει την καθιέρωση του θεσμού του «ποινικού εισαγγελέα συνδιαλλαγής» ο οποίος θα συνδιαλέγεται με τον κατηγορούμενο για το ύψος της ποινής πριν φτάσει η υπόθεση στο ακροατήριο.

Σύμφωνα με το νομοσχέδιο ο «ποινικός εισαγγελέας συνδιαλλαγής» θα έχει τη δυνατότητα να συνδιαλέγεται με τον κατηγορούμενο και να συμφωνεί για το ύψος της ποινής, χωρίς η υπόθεση να φτάνει στο ακροατήριο.

Η διαμεσολάβηση αφορά τα κακουργήματα για τα οποία προβλέπονται ποινές μέχρι 10 χρόνια κάθειρξη, ενώ στους κανόνες της συνδιαλλαγής δεν μπορούν να υπαχθούν αδικήματα που τιμωρούνται με βάση το νόμο περί καταχραστών του δημοσίου.

Εάν ο κατηγορούμενος συμφωνήσει με τον «ποινικό εισαγγελέα συνδιαλλαγής», τότε πρέπει η συμφωνηθείσα ποινή να είναι εμφανώς επιεικέστερη από αυτή που θα επιβαλλόταν από το δικαστήριο, ενώ παράλληλα και η έκτιση της ποινής θα έχει ευνοϊκότερους όρους αναφορικά με την αποφυλάκιση.

Παράλληλα, με το επίμαχο νομοσχέδιο, καταργούνται τα Πενταμελή Εφετεία Κακουργημάτων, ενώ από Πενταμελή Εφετεία θα δικάζονται τα αδικήματα που χαρακτηρίζονται σύνθετα, καθώς και αδικήματα που καταλαμβάνονται από το νόμο περί καταχραστών του δημοσίου.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

Κρίθηκε ως αντισυνταγματική η διάταξη που ορίζει ότι είναι αυτόφωρο το αδίκημα μη καταβολής χρεών στο δημόσιο - φοροδιαφυγής - μη απόδοσης ΦΠΑ.

Το Πλημμελειοδικείο Κατερίνης με δύο σημαντικές αποφάσεις του, έκρινε περί της αντισυνταγματικότητας της διάταξης του άρθρου 3 του ν. 3943/2011, που χαρακτηρίζουν το αδίκημα αυτό ως διαρκές και υπάγουν την εκδίκασή του στην αυτόφωρη διαδικασία, η μία εκ των οποίων παρατίθεται κατωτέρω συνοπτικά.
   
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 1410/2013

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΦΩΡΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ 

Συνεδρίαση της 15ης Ιουλίου 2013

ΣΥΝΘΕΣΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 

.........

ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΗ

..............

Παρούσα

ΠΡΑΞΗ 

Φοροδιαφυγή με τη μη απόδοση Φ.Π.Α. κατ` εξακολούθηση

(......)


ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της δέκατης παραγράφου του άρθρου 21 ν. 2523/1997, όπως αυτό προστέθηκε με την §2 στοιχ. ιγ` άρθρου 3 Ν. 3943/2011 ,ΦΕΚ Α 66/31.3.2011:
«Στα αδικήματα του παρόντος νόμου, χρόνος τέλεσης είναι το χρονικό διάστημα από την ημέρα κατά την οποία για πρώτη φορά όφειλε να ενεργήσει ο υπαίτιος μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής.».

Με την ανωτέρω διάταξη ο νομοθέτης κατέστησε διαρκή μια σειρά αδικημάτων. Κοινό στοιχείο των περισσότερων απόψεων που υποστηρίζονται για τις προϋποθέσεις χαρακτηρισμού ενός εγκλήματος ως διαρκούς είναι το εξής: 
πρέπει από τη στιγμή της τυπικής του περάτωσης και μετά να μπορούμε να πούμε ότι κάθε επόμενη στιγμή η συμπεριφορά του δράστη πραγματώνει την αντικειμενική υπόσταση του ίδιου εγκλήματος (βλ. επίσης, αναλυτικά, Δημήτραινα Γ., ό.π., σελ. 293 επ.). Τούτο λ.χ. συμβαίνει αδιαμφισβήτητα στο αδίκημα της παράνομης κατακράτησης [βλ. παράδειγμα που χρησιμοποιεί η Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, (ό.π.)]. 
Υπό αυτό το πρίσμα, αν επιχειρήσουμε να διακρίνουμε τι συμβαίνει στην περίπτωση του αδικήματος της μη απόδοσης ΦΠΑ (: άρθρο 18§ 1β ν. 2523/1997), διαπιστώνουμε ότι αυτό περατώνεται τυπικά μόλις παρέλθει η αντίστοιχη ημερομηνία και δεν αποδώσει ο υπόχρεος τον ΦΠΑ. 
Για να απαντήσουμε, είναι αναγκαίο να διευκρινίσουμε ότι ο νομοθέτης καθιέρωσε με την «επίδικη» ρύθμιση, πλασματικά διαρκή (βλ. Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Οι επιλογές του Ν 3943/2011 για την οριοθέτηση του αξιοποίνου των φορολογικών αδικημάτων: Μια ατυχής προσπάθεια αυξημένης προστασίας απαιτήσεων του δημοσίου, ΠοινΔικ 2011, σελ. 1311). σελ. 1311)] ή ημι-διαρκή [έτσι, ο Γ. Δημήτραινας, (ό.π., σελ. 297,299)) εγκλήματα, χωρίς τούτη η πρόβλεψη να επαληθεύεται από τη νομοτυπική μορφή εκάστου εγκλήματος. 

Κατά τον τρόπο αυτό, εκτός του ότι προκάλεσε αποτέλεσμα αντίθετο στο άρθρο 17 ΠΚ, εισήγαγε αντικειμενική ποινική ευθύνη του δράστη σε χρόνο κατά τον οποίο πράξη του ή ποινικά αξιόλογη παράλειψη του έχει σαφώς παρέλθει από τα όρια του αυτοφώρου. Οι ανωτέρω επισημάνσεις προσδίδουν στη ρύθμιση αντισυνταγματικό χαρακτήρα, λόγω πρόσκρουσης στο άρθρο 7§1 [βλ. έτσι, Δημήτραινα Γ., ό.π. (: ο συγγραφέας κάνει λόγος και για πρόσκρουση στο άρθρο 2§1 Σ.), Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π.]. 

Περαιτέρω, δύναται να υποστηριχθεί ότι η ρύθμιση είναι αντισυνταγματική, διότι προσκρούει στα άρθρα 2§1, 6§1 και 25 του Συντάγματος (βλ. και Δημήτραινα Γ., ό.π., σχετικά με τη μη συμβατότητα με το άρθρο 2§1 Σ.· επίσης, Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 1312, σχετικά με τη μη συμβατότητα στο άρθρο 6§1 Σ). Ειδικότερα, ο νομοθέτης εισήγαγε μία μη πειστική -δογματικά- ρύθμιση με αυτοσκοπό την εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας (βλ. Αιτιολογική Εκθεση). Ετσι, υποβάθμισε το γεγονός ότι η τελευταία προϋποθέτει πράγματι αυτόφωρο έγκλημα, στο οποίο η αποδεικτική πιθανότητα αγγίζει τη βεβαιότητα [για το χαρακτήρα αυτό του αυτόφωρου εγκλήματος, βλ., αντί άλλων, Μαργαρίτη Λ/Καλφέλη Γ., Ποινιική Δικονομία, Ειδικές Διαδικασίες, τόμ. α`, Αυτόφωρο έγκλημα και αυτόφωρη διαδικασία, Αίτηση ακυρώσεως διαδικασίας και αποφάσεως, 1998, σελ. 47 επ., και ιδίως σελ. 65], στοιχείο που είναι λίαν αμφίβολο αν συντρέχει (ή συντρέχει πάντοτε) σε σύνθετα αδικήματα, όπως εκείνα του ν. 2523/1997. 

Είναι λοιπόν προφανές ότι η ρύθμιση αποσκοπούσε να επιτρέψει, ανεξαιρέτως, τη σύλληψη του υπαιτίου, την κράτηση του και την άμεση εκδίκαση της υπόθεσης, με σύντμηση της προδικασίας (: όσο βέβαια τούτη είναι νοητή μετά την τροποποίηση του ΚΠΔ από το ν. 3904/2010). 

Ετσι, όμως ανέδειξε ως «πανταχού παρούσα» μία διαδικασία, η οποία συνδέεται με σοβαρή αποστέρηση δικαιωμάτων του κατηγορουμένου (βλ. σχετικά, Κονταξή Θ., Αυτόφωρο: Δικαϊικός Μεσαίωνας ή «βιομηχανία απονομής» δικαιοσύνης, ΠοινΔικ 2006, σελ. 221 επ.). 
Κατά τον τρόπο αυτό, είναι προφανές ότι ο εξαναγκαστικός χαρακτήρας της σύλληψης και της κράτησης του κατηγορουμένου, εμφανίσθηκε ως μέσο πίεσης για μη ομολογημένους σκοπούς (πιθανώς, τη διοικητική «διευθέτηση» της εκκρεμότητας). 

Με άλλα λόγια, ο κατηγορούμενος και η «προδικαστική» στέρηση της ελευθερίας του αναδείχθηκαν ως το δυσανάλογα επαχθές μέσο για σκοπό που αφίσταται του αναμενόμενου (για την προστατευτική για τα έννομα αγαθά, και την εξασφαλιστική-εγγυητική για τον κατηγορούμενο λειτουργία του ποινικού δικαίου, βλ. αντί άλλων, Μαγκάκη ΓΑ, σε ΣυστΕρμΠΚ, επιμέλεια Δ. Σπινέλλη, 2005, σελ. 12 επ.). 

Άλλωστε, είναι βέβαιο ότι η ταχεία διάγνωση της υπόθεσης θα μπορούσε πιθανώς να επιτευχθεί με αναλογικότερες ρυθμίσεις. Τέλος, ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 21 §10 εδ. α` ν. 2523/1997, δημιουργεί αμφιβολίες που έχουν να κάνουν με την ίση μεταχείριση των πολιτών (: άρθρο 4§1 Σ· βλ. έτσι, και Καϊάφα- Γκμπάντι Μ., ό.π., σελ. 1311). 
Ειδικότερα, τα ίδια εγκλήματα όταν τελούνται με ενέργεια αξιολογούνται από το νομοθέτη ως στιγμιαία, ενώ όταν τελούνται με παράλειψη ως διαρκή. Επίσης, τα τελούμενα με παράλειψη, σήμερα, μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο ν. 3943/2011, αξιολογούνται ως διαρκή, ενώ, προηγουμένως αξιολογούνταν ως στιγμιαία, δίχως να μεταβληθεί η ειδική υπόσταση των εγκλημάτων, παρά μόνο το διαρκές ή στιγμιαίο του χαρακτήρα τους. 
Με αυτό το δεδομένο, όποιος τέλεσε το αδίκημα του άρθρου 19§5 ν. 2523/1997 πριν την ισχύ του ν. 3943/2011 (:μέχρις τις 31.3.2011) τιμωρείται για το έγκλημα ως στιγμιαίο. Αντίστοιχα, αν κάποιος τέλεσε το ίδιο αδίκημα μετά την ισχύ του τελευταίου νόμου, τιμωρείται για το ίδιο έγκλημα ως διαρκές (βλ. σχετ. ΜονΠρ.Θεσ 34279/2012 και Εισαγγελική πρόταση). 
Στην προκειμένη περίπτωση, στις 15-7-2013 κατατέθηκε ενώπιον της Εισαγγελέα Πρωτοδικών Κατερίνης, αίτηση δίωξης (: άρθρο 41 ΚΠΔ) της ..............- ................... του ..................., διότι Στην Κατερίνη την 27/2/2012, την 27/3/2012, την 27/4/2012, την 27/5/2012, την 27/6/2012, την 27/7/2012 και την 27/8/2012, με περισσότερες από μία πράξεις της που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ούσα φορολογούμενη, δεν απέδωσε στο Δημόσιο το φόρο προστιθέμενης αξίας, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του, το προς απόδοση δε ποσό του φόρου προστιθέμενης αξίας που δεν αποδόθηκε υπερβαίνει σε ετήσια βάση το ποσό των 3.000 € και είναι κατώτερο των 75.000 €. 
Συγκεκριμένα ....

[...]

Η υπαίτια συνελήφθη κατόπιν αυθορμήτου προσελεύσεως, την ίδια ημέρα και σε βάρος της ασκήθηκε ποινική δίωξη για παράβαση του άρθρου 19§1εδ.β` ν. 2523/1997, εισήχθη δε η υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κατερίνης, κατά την παρούσα συνεδρίαση της 15-7-2013. (: στο πλαίσιο της αυτόφωρης διαδικασίας). 

Ωστόσο εφόσον οι επιμέρους πράξεις τελέστηκαν κατά τις ημερομηνίες που ανωτέρω αναφέρονται και όλες έχουν εκφύγει τα πλαίσια του αυτοφώρου, το παρόν Δικαστήριο κρίνει, (σύμφωνα και με την Εισαγγελική πρόταση) και δεκτού γενομένου του αυτοτελούς ισχυρισμού που πρότεινε ο συνήγορος της κατηγορουμένης, 
ότι η υπό κρίση υπόθεση εσφαλμένα εισήχθη προκειμένου να δικασθεί κατά την αυτόφωρη διαδικασία λόγω της πρόδηλης αντίθεσης της διάταξης του αρθρ. 21 του Ν. 2523/1997 όπως αυτό προστέθηκε με την §2 στοιχ. ιγ` άρθρου 3 του Ν. 3943/2011, ΦΕΚ Α 66/31.3.2011 η οποία ορίζει ότι «Στα αδικήματα του παρόντος νόμου χρόνος τέλεσης είναι το χρονικό διάστημα από την ημέρα κατά την οποία για πρώτη φορά όφειλε να ενεργήσει ο υπαίτιος μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής.», στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 7 παρ. 1 Συντ., μη συντρεχουσών εν προκειμένω των προϋποθέσεων εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 242 παρ. 1 και 2 Κ.Π.Δ, ενώ σε κάθε περίπτωση η συγκεκριμένη διάταξη δεν περιλαμβάνεται στο παρόν κατηγορητήριο. 
Πρέπει, συνεπώς, μετά ταύτα να παραπέμψει την υπόθεση προκειμένου να εισαχθεί στο ακροατήριο και να δικαστεί κατά την τακτική διαδικασία, ως προσήκει.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

Δικάζει με παρούσα την κατηγορούμενη ............................... του .............................., κάτοικο Κατερίνης Πιερίας.

Κηρύσσει απαράδεκτη την αυτόφωρη διαδικασία και παραπέμπει την υπόθεση στην τακτική διαδικασία προκειμένου να δικαστεί η κατηγορούμενη για το ότι:
[...]
Για παράβαση άρθρων 1, 12, 14, 18 εδ. β, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 51, 53, 79, 98 Π.Κ. και αρθρ. 18 παρ. 1 εδ. β Ν. 2523/1997, όπως τροπ. με Ν. 3943/2011.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε αμέσως στο ακροατήριο σε δημόσια συνεδρίαση.

Κατερίνη, 15-07-2013

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΗΣ                                   Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ν.Σ.

Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

Το αδίκημα της απάτης κατ' επάγγελμα ή κατ' εξακολούθηση, μέσα από τις αποφάσεις του Αρείου Πάγου.

Το ανώτατο δικαστήριο της χώρας έχει κρίνει με πάγια νομολογία του ποια είναι τα στοιχεία του αδικήματος της απάτης, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 386 του Ποινικού Κώδικα:

Απάτη

Άρθρο 386 του Ποινικού Κώδικα

         1. Όποιος  με  σκοπό  να  αποκομίσει  ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε  πράξη, παράλειψη  ή  ανοχή  με  την  εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την  αθέμιτη  απόκρυψη  ή  παρασιώπηση  αληθινών  γεγονότων τιμωρείται  με  Φυλάκιση  τουλάχιστον  τριών  μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με Φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών.

          2.  Οι διατάξεις του  άρθρου  72  για  το  κατάστημα  εργασίας εφαρμόζονται και εδώ.

         "3. Επιβάλλεται Κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ`επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων  (5.000.000) δραχμών [δέκα πέντε χιλιάδων (15.000)ευρώ." 

Το ποσό  των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ της περίπτωσης α` της παραγράφου 3 αναπροσαρμόζεται στο ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ με την παρ.2 περ.δ` άρθρου 24 Ν.4055/2012,ΦΕΚ Α 51/12.3.2012 με έναρξη ισχύος 2 Απριλίου 2012.

ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των [είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών"] "εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000)ευρώ".

Το ποσό  των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ  του δεύτερου εδαφίου 
της παραγράφου 4 αναπροσαρμόζεται στο ποσό των εκατό είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ με την 
παρ.1 περ.ιδ` άρθρου 24 Ν.4055/2012,ΦΕΚ Α 51/12.3.2012.Εναρξη ισχύος 2 Απριλίου 2012.

Ο Άρειος Πάγος έχει κρίνει ότι από τη διάταξη αυτή του 386 ΠΚ προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται:
α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του, ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, β)εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών, από την οποία, ως παραγωγό αίτια, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και
γ) βλάβη ξένης περιουσίας, με την έννοια της μειώσεως της υφισταμένης περιουσιακής καταστάσεως του βλαπτομένου, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος.

Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή στο παρόν ή συμβαίνουν κατά το χρόνο της βεβαιώσεως τους, όπως είναι και ο ισχυρισμός περί της ικανότητας ορισμένου προσώπου, όχι, όμως και εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον όπως είναι οι απλές υποσχέσεις εκπληρώσεως συμβατικών υποχρεώσεων σε μέλλοντα χρόνο. Οταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης βάσει της εμφανιζόμενης ψευδούς πραγματικής καταστάσεως ή δυνατότητας του δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε υπάρχει γεγονός που θεμελιώνει το έγκλημα της απάτης. 

Περαιτέρω κατά τη διάταξη του εδαφ.στ`του άρθρου 13 ΠΚ που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ.1 του Ν.2408/1996, κατ` επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. 

 Επανειλημμένη τέλεση υπάρχει και, όταν το έγκλημα διαπράττεται κατ`εξακολούθηση.
Κατά την έννοια της παρ.1 του άρθρου 98 ΠΚ, κατ`εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο που τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς μερικότερες πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, οι οποίες προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία από αυτές περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της αποφάσεως για την τέλεση τους και θεωρούνται ως ενιαίο έγκλημα. 
Στο παραπάνω άρθρο 98 ΠΚ προστέθηκε, με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν 2721/1999, δεύτερη παράγραφος, σύμφωνα με την οποία η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος, που προκύπτουν από την κατ` εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος, λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεψε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως, προσδιορίζεται με βάση την συνολική αξία του αντικειμένου και την συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος.

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥΣ ΤΗΣ COMMERCIAL VALUE ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗ NORDSTERN COLONIA

Ανακοινώνεται από το γραφείο μας, ότι έχει σχηματιστεί ομάδα ενδιαφερομένων, προκειμένου να κατατεθεί άμεσα αγωγή αποζημίωσης από τους ασφαλισμένους της COMMERCIAL VALUE που προέρχονται από την ασφαλιστική εταιρία NORDSTERN COLONIA κατά μεγάλης τράπεζας, η οποία μεσολάβησε στη σύναψη των ασφαλιστηρίων συμβολαίων.

Παρακαλούνται οι ενδιαφερόμενοι να επικοινωνήσουν με το γραφείο μας για περισσότερες πληροφορίες στα τηλέφωνα:
210 3314536 και 210 3314530.

Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

Η Ελλάδα υιοθετεί τον Κανονισμό Ρώμη ΙΙΙ για τα διαζύγια

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε την απόφαση της Ελλάδας, μέσω του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κ. Χαράλαμπου Αθανασίου, να υιοθετήσει, όπως έχουν ήδη κάνει άλλα 15 κράτη-μέλη, τους κανόνες της ΕΕ που δίνουν τη δυνατότητα στα διεθνή ζευγάρια να επιλέγουν ποιας χώρας η νομοθεσία θα εφαρμόζεται σε περίπτωση διαζυγίου ή δικαστικού χωρισμού τους. Έτσι η Ελλάδα καθίσταται το 16ο κράτος-μέλος της ΕΕ, το οποίο εντάσσεται στην ενισχυμένη συνεργασία ως προς τον Κανονισμό 1259/2010 για το εφαρμοστέο δίκαιο στο διαζύγιο και το δικαστικό χωρισμό («Ρώμη ΙΙΙ»).

Με τον Κανονισμό Ρώμη ΙΙΙ καθιερώνεται, μέσω της λεγόμενης αρχής της αυτονομίας της βούλησης, η ευχέρεια των συζύγων να επιλέξουν το εφαρμοστέο δίκαιο που θα διέπει τη λύση του γάμου. Ωστόσο, η δυνατότητα επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου που καθιερώνει ο Κανονισμός Ρώμη ΙΙΙ είναι περιορισμένη, υπό την έννοια ότι μπορεί να γίνει μόνον μεταξύ συγκεκριμένων δικαίων που κατά τεκμήριο εμφανίζουν σύνδεσμο με τη σχέση. Επίσης, ο Κανονισμός προβλέπει το δίκαιο που θα εφαρμοστεί ελλείψει ανάλογης επιλογής. Έτσι, σε περίπτωση που το ζευγάρι δεν μπορεί να συμφωνήσει, οι δικαστές θα έχουν στη διάθεσή τους κοινή μέθοδο για να αποφασίζουν ποιας χώρας η νομοθεσία πρέπει να εφαρμοστεί.

Σε σχέση με τα συνδετικά στοιχεία, ο Κανονισμός 1259/2010 δίδει σαφώς την πρωτοκαθεδρία στην έννοια της συνήθους διαμονής εις βάρος της ιθαγένειας, τόσο για τον καθορισμό των δικαίων, μεταξύ των οποίων μπορούν να επιλέξουν τα μέρη όσο και τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου ελλείψει επιλογής των μερών. Στα πλεονεκτήματα του Κανονισμού 1259/2010 συγκαταλέγονται, εκτός από την ενοποίηση των κανόνων δικαίου, η καταπολέμηση της άγρας δικαστηρίου (forum shopping) και η πρόσθετη βεβαιότητα δικαίου που επιτυγχάνεται μέσω της επιλογής εφαρμοστέου δικαίου από τα μέρη.

Ο Κανονισμός 1259/2010 δεν έχει επιπτώσεις στους εθνικούς νόμους περί διαζυγίου ή γάμου, ούτε προβλέπει την υιοθέτηση κανόνων που επηρεάζουν ουσιαστικά το οικογενειακό δίκαιο των κρατών-μελών. Αξίζει να σημειωθεί ότι καταλείπεται στην ελληνική νομοθεσία η κρίση περί του κύρους του γάμου. Επομένως, σε περίπτωση που ένας γάμος κατά το ελληνικό δίκαιο είναι ανυπόστατος, τα ελληνικά δικαστήρια δεν θα αποδέχονται αίτημα εφαρμογής των διατάξεων του Κανονισμού Ρώμη ΙΙΙ.