Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

Συμμετοχή σε αυτοκτονία: πώς μπορεί να κατηγορηθεί κάποιος;

Το τελευταίο χρονικό διάστημα υπήρξαν στη χώρα μας τραγικά συμβάντα, αρχικά με την εξαφάνιση ενός νέου ανθρώπου και στη συνέχεια με την αποκάλυψη του θανάτου του, ο οποίος συγκλόνισε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία και βύθισε μια ολόκληρη χώρα στο πένθος. 
Ταυτόχρονα, πολύς λόγος έγινε για το αδίκημα της συμμετοχής σε αυτοκτονία και τις προϋποθέσεις εφαρμογής του, καθώς στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχουν ενδείξεις για αυτοκτονία.
Μετά από έρευνα στην ελληνική νομολογία, η οποία δεν είναι ιδιαίτερα πλούσια στο ζήτημα αυτό, παραθέτουμε κατωτέρω συνοπτικά τα σημαντικότερα σημεία, όσον αφορά στο άρθρο 301 του Ποινικού Κώδικα, το οποίο αναφέρει τα εξής:

Άρθρο 301 ΠΚ
Συμμετοχή σε αυτοκτονία. 
Όποιος με πρόθεση κατέπεισε άλλον να αυτοκτονήσει, αν τελέστηκε η αυτοκτονία ή έγινε απόπειρά της καθώς και όποιος έδωσε βοήθεια σ’ αυτή τιμωρείται με φυλάκιση.

Επομένως, η απειλούμενη ποινή για το συγκεκριμένο αδίκημα είναι από 10 ημέρες έως 5 έτη φυλάκισης.

Θα πρέπει καταρχάς να διευκρινιστεί ότι η αυτοκτονία ή απόπειρα αυτής, δεν αποτελεί ποινικό αδίκημα. Ωστόσο, στην περίπτωση του άρθρου 301 ΠΚ, έχουμε αυθύπαρκτη συμπεριφορά, η οποία έχει αυτοτελές άδικο και ανεξάρτητο από την πράξη της αυτοκτονίας. 
Για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος του 301 ΠΚ, απαιτείται ο δράστης, είτε να καταπείσει άλλον να αυτοκτονήσει, είτε να παράσχει βοήθεια στον αυτοκτονούντα κατά την εκτέλεση της πράξης. 

Κατάπειση είναι η επίμονη πρόκληση σε άλλον της απόφασης προς αυτοκτονία, κατόπιν “εξ υπαρχής προσπαθείας και εξ αποκλειστικής πρωτοβουλίας του καταπείθοντος”. Η περίπτωση αυτή τελείται δια πειθούς, προϋποθέτει δηλαδή μία γλωσσική επικοινωνία συνεπεία της οποίας το θύμα πείθεται εντελώς από το δράστη να δώσει τέλος στη ζωή του χωρίς να του αφήνονται καν περιθώρια αμφιβολιών. Ετσι δεν μπορεί να γίνει λόγος για κατάπειση εφόσον ο αυτόχειρας ήταν ούτως ή άλλως αποφασισμένος να προβεί στο απονενοημένο διάβημα, ούτε επίσης μπορούν να θεμελιώσουν το αδίκημα τα προκληθέντα από το δράστη σωματικά δεινοπαθήματα. 

Η απαίτηση του στοιχείου της άσκησης πειθούς διά μέσου γλωσσικής επικοινωνίας αποκλείει αφενός κάθε "ψυχική-ηθική" παρώθηση στην αυτοκτονία και αφετέρου την τέλεση της κατάπεισης με παράλειψη. Θέτει, δηλαδή, εκτός αξιοποίνου (ως "κατάπειση") την ψυχική συνέργεια και την παροχή κινήτρου, π.χ. σκαιή συμπεριφορά, έντονη επίπληξη, πρόκληση ερωτικής απογοήτευσης (βλ. Χ. Παπαχαλάμπους, Η συμμετοχή σε αυτοκτονία, 1997, σελ. 70, και ΣυμβΠλημΑθ 2585/1969 ΕλΔ 1969, 483). Εξάλλου, η τέλεση της κατάπεισης με παράλειψη μόνον οριακό και εξαιρετικό φαινόμενο μπορεί να συνιστά (βλ. Χ. Παπαχαραλάμπους, ό.π., σελ. 73).

Η κατάπειση σε αυτοκτονία προσομοιάζει, κατ` άλλους ταυτίζεται, προς μορφήν ηθικής αυτουργίας (Αρ. Χαραλαμπάκη, Οι εξωτερικοί όροι του αξιοποίνου, Υπερ. 1991,σελ. 169, Λ. Μαργαρίτη, Οι εξωτερικοί όροι του αξιοποίνου, 1983, οελ. 171,Λ. Σοφουλάκη, όπ. παρ. 13), διότι και εκεί απαιτείται όπως μετά πειθούς και φορτικότητος, προκαλέσεις οε άλλον την απόφαση τελέσεως παρανόμουπράξεως. 
Ωστόσο η κατάπειση φαίνεται ότι κατά κάποιον τρόπο όχι ακριβώς κάμπτει, αλλά περίπου παραλύει τη βούληση του  καταπειθομένου, ο οποίος βέβαια προκειμένου περί του ερευνομένου θέματος δεν πρόκειται να υποστεί συνέπειες και αν εισέτι επιζήσει, διότι και η απόπειρα του αυτόχειρος παραμένει ατιμώρητη, εν αντιθέσει προς το πλέγμα ηθικού αυτουργού, αυτουργού, όπου για αμφοτέρους ο ποινικός νομοθέτης προβλέπει την αυτήν ποινήν. Με αυτές τις σκέψεις απλή επίπληξη και ελαφρά σωματική κάκωση δεν συνιστούν μέσα ικανά για κατάπειση άλλου σε αυτοκτονία (Πλημ. Θηβ. 20/1971, Ποιν. χρον. 21,331).

Εξάλλου, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, απαραίτητη προϋπόθεση, προκειμένου να υπάρχει ποινική ευθύνη για κάποιον ο οποίος παραλείπει να αποτρέψει την αυτοκτονία άλλου, είναι να έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση σύμφωνα με όσα ορίζει ο Ποινικός Κώδικας, δηλαδή να υπάρχει εκ του νόμου υποχρέωση, από σύμβαση ή να έχει προηγηθεί προγενέστερη επικίνδυνη ενέργεια. 
Επιπλέον, σε μία τέτοια περίπτωση θα πρέπει να ανατρέξουμε στο άρθρο 307 ΠΚ, το οποίο ωστόσο έχει συγκεκριμένες προϋποθέσεις εφαρμογής, στις οποίες θα αναφερθούμε σε επόμενο άρθρο μας και ορίζει τα εξής:

Άρθρο 307 ΠΚ
Παράλειψη λύτρωσης από κίνδυνο ζωής. 
Όποιος με πρόθεση παραλείπει να σώσει άλλον από κίνδυνο ζωής, αν και μπορεί να το πράξει χωρίς κίνδυνο της δικής του ζωής ή υγείας, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους.

Αναφορικά με το δεύτερο τρόπο τέλεσης του εγκλήματος του 301 ΠΚ, επισημαίνεται ότι επειδή το είδος της βοήθειας δεν προσδιορίζεται από το νόμο, μπορεί αυτή να είναι τόσο υλική (όπως προμήθεια των κατάλληλων μέσων πχ δηλητηρίου, όπλου κ.τ.λ.)  όσο και ηθική (παροχή συμβουλών και οδηγιών, ενίσχυση της  ήδη υπάρχουσας αποφάσεως περί αυτοκτονίας). 

Η επέλευση του θανάτου του άλλου, δηλαδή η αυτοκτονία ή η απόπειρά της αποτελεί, εξωτερικό όρο του αξιοποίνου. Τούτο αναφέρεται ρητά για την περίπτωση του καταπείσαντος αλλά κατά την κρατούσα γνώμη, υπονοείται  από τα συμφραζόμενα και για την περίπτωση του παράσχοντος βοήθεια. Εάν ελλείπει ο εξωτερικός αυτός όρος του αξιοποίνου, δεν ανακύπτει ζήτημα εφαρμογής του οικείου άρθρου. 

Χρόνος τέλεσης της πράξης είναι ο χρόνος της κατάπεισης ή της παροχής βοήθειας και όχι ο χρόνος της αυτοκτονίας ή της απόπειρας αυτής. Τόπος τέλεσης της πράξης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 16 ΠΚ, θεωρείται τόσο ο τόπος όπου ο υπαίτιος διέπραξε την αξιόποινη ενέργεια ή παράλειψη (δηλαδή όπου κατέπεισε τον αυτόχειρα ή προσέφερε σε αυτόν την απαιτούμενη αρωγή) όσο και ο τόπος που έλαβε ώρα η αυτοκτονία ή απόπειρα αυτής.