ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

  ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

Αστυνομική παγίδευση

(Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, απόφ. της 8.1.2013, Baltins κατά Λεττονίας)

Ο προσφεύγων το 2005 καταδικάστηκε σε δεκαετή στέρηση της προσωπικής του ελευθερίας για διακεκριμένη προμήθεια ναρκωτικών ουσιών προς εμπορία. Η προσφυγή του αφορά το παράπονό του ότι παρακινήθηκε από μυστικό αστυνομικό να τελέσει την πράξη του. Επίσης, ότι η καταδίκη του βασίστηκε αποκλειστικά στη μαρτυρία που κτήθηκε ως αποτέλεσμα των συγκαλυμμένων δραστηριοτήτων και των προανακριτικών καταθέσεων του μυστικού αστυνομικού. Προβάλλει, λοιπόν, ότι η καταδίκη του δεν ήταν το αποτέλεσμα μιας δίκαιης δίκης, κατά παράβαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι εφόσον ο κατηγορούμενος είχε προτείνει τον ισχυρισμό ότι υπήρξε αστυνομική υποκίνηση για την τέλεση του αδικήματος και χωρίς αυτή δεν θα το τελούσε, το εθνικό δικαστήριο όφειλε να ερευνήσει τον ισχυρισμό αυτό και η εισαγγελική αρχή να αποδείξει το αντίθετο και επιδίκασε σε βάρος της Λεττονίας στον προσφεύγοντα το ποσό των 5.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.

Οι ποινικοί νόμοι πρέπει να ερμηνεύονται στενά

(Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, απόφ. της 10.1.2013, Ashby Donald κ.λπ. κατά Γαλλίας)

Οι προσφεύγοντες είναι φωτογράφοι μόδας. Καταδικάστηκαν για παραβίαση του νόμου για το copyright, διότι δημοσίευσαν φωτογραφίες στον ιστότοπο του Διαδικτύου εταιρείας μόδας των πρώτου και δεύτερου εξ αυτών, χωρίς την άδεια των δικαιούχων οίκων μόδας. Επικαλούμενοι το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ (καμιά ποινή χωρίς νόμο), υποστηρίζουν ότι το Ακυρωτικό Δικαστήριο της Γαλλίας, με το να αρνηθεί μια εξαίρεση στον νόμο για το copyright που παρείχε κάποιο άρθρο του Κώδικα Πνευματικής Ιδιοκτησίας, παραβίασε την αρχή ότι ο ποινικός νόμος πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Επίσης, παραπονούνται και για παραβίαση των δικαιωμάτων τους για ελεύθερη έκφραση από το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σχετικά με την επικαλούμενη παραβίαση του άρθρου 7 της ΕΣΔΑ αποφαίνεται ότι τα εθνικά δικαστήρια ερμηνεύουν τα ίδια τους δικούς τους νομικούς κανόνες και αυτό παρεμβαίνει μόνο όταν τα αποτελέσματα μιας ερμηνείας παραβιάζουν ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες που προστατεύονται από την ΕΣΔΑ, πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ εφαρμόζεται και στο μέσο του Διαδικτύου. Συνεπώς, η δημοσίευση των επίδικων φωτογραφιών σε έναν ιστότοπο αυτού που προτείνει στο κοινό εικόνες μόδας συνάπτεται προς το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης και συνεπώς η καταδίκη των προσφευγόντων αποτελεί επέμβαση στο δικαίωμα αυτό. Αναγνωρίζεται όμως στις εθνικές αρχές ένα περιθώριο να κρίνουν κάθε φορά που συγκρούονται δικαιώματα και ελευθερίες που προστατεύονται από την ΕΣΔΑ και τα Πρωτόκολλα, όπως εδώ το δικαίωμα ελευθερίας έκφρασης και αυτό της προστασίας των δικαιωμάτων του δημιουργού. Περαιτέρω, τα εθνικά δικαστήρια που επέβαλαν στους προσφεύγοντες για τις παραβάσεις τους χρηματικές ποινές 8.000 ευρώ στον πρώτο και δεύτερο και 3.000 ευρώ στον τρίτο, καθώς και αποζημίωση 100.000 ευρώ στους δύο πρώτους και 55.000 ευρώ στον τρίτο, δεν παραβίασαν την αρχή της αναλογικότητας στην επιβολή κυρώσεων. Τούτο διότι επιβλήθηκαν κατόπιν μιας κατ’ αντιδικία διαδικασίας, με μια αιτιολογημένη απόφαση και σύμφωνα με τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του το εθνικό δικαστήριο δεν μπορούσε να συμπεράνει ότι η σοβαρότητα των κυρώσεων θα είχε ως αποτέλεσμα τον οικονομικό στραγγαλισμό των προσφευγόντων. Κατόπιν τούτων απέρριψε την προσφυγή.

Δικαίωμα εργαζομένων να φορούν εμφανώς τον σταυρό - Υποχρέωση εργαζομένων να ασκούν καθήκοντα αντίθετα με τα πιστεύω τους

(Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, απόφ. της 15.1.2013, Eweida κ.λπ. κατά Hνωμένου Βασιλείου)

Οι προσφεύγοντες είναι Βρετανοί υπήκοοι. Είναι όλοι ενεργοί Χριστιανοί και παραπονούνται ότι οι βρετανικοί νόμοι δεν προστατεύουν επαρκώς τα δικαιώματά τους της θρησκευτικής ελευθερίας και ελευθερίας από κάθε διάκριση στην εργασία τους. Η πρώτη εργάζεται στην British Airways και η δεύτερη ως γηριατρική νοσοκόμα και παραπονούνται ότι οι εργοδότες τους έθεσαν περιορισμούς στο να φορούν εμφανώς χριστιανικούς σταυρούς στον λαιμό τους κατά τη διάρκεια της εργασίας τους. Η τρίτη ληξίαρχος γεννήσεων κ.λπ. και ο τέταρτος σύμβουλος σχέσεων, παραπονούνται ότι απολύθηκαν από την εργασία τους, διότι αρνήθηκαν να εκτελέσουν ορισμένα από τα καθήκοντά τους, που θεωρούνταν ότι συγχωρούν την ομοφυλοφιλία.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δέχθηκε (με ψήφους πέντε έναντι δύο) μόνο την προσφυγή της πρώτης προσφεύγουσας, με το αιτιολογικό ότι το να φέρει σταυρό κατά την εργασία της έχει ως κίνητρο την επιθυμία της να διαδηλώνει τη χριστιανική της πίστη και τούτο προστατεύεται από το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ. Δέχθηκε λοιπόν ως προς αυτή την προσφυγή και της επιδίκασε το ποσό των 2.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση και των 30.000 ευρώ για τα δικαστικά της έξοδα.

Απέρριψε όμως τις άλλες τρεις προσφυγές, τη μεν δεύτερη διότι οι νοσοκόμες για λόγους ασφάλειας των νοσηλευόμενων δεν πρέπει να φορούν στον λαιμό τους κανενός είδους αλυσίδα ή κολιέ, τη δε τρίτη και τέταρτη προσφυγή, διότι τα καθήκοντα του ληξιάρχου και του συμβούλου δεν επέτρεπαν διάκριση ως προς τα ομοφυλόφιλα ή ετεροφυλόφιλα άτομα που ζητούσαν τις υπηρεσίες τους.

Μη διευκόλυνση επικοινωνίας με τέκνο

(Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, απόφ. της 29.1.2013, Lombardo κατά Ιταλίας)

Ο προσφεύγων είναι Ιταλός ηλικίας 73 ετών και κατοικεί στη Ρώμη. Από σχέσεις του με την A.D. γεννήθηκε το 2001 ένα παιδί. Οι σχέσεις του ζεύγους διαταράχθηκαν και το 2003 η μητέρα πήρε το τέκνο και έφυγε από τη Ρώμη. Η μητέρα έλαβε την επιμέλεια του τέκνου με δικαστική απόφαση, η οποία καθόρισε και την επικοινωνία του προσφεύγοντος με αυτό. Ο προσφεύγων παραπονέθηκε στο τοπικό δικαστήριο ότι η μητέρα του τέκνου εμπόδιζε την επικοινωνία. Ο δικαστής όρισε ότι η επικοινωνία έπρεπε να γίνεται στην εγκατάσταση των κοινωνικών υπηρεσιών, παρουσία της μητέρας και ενός κοινωνικού βοηθού. Επανειλημμένες αιτήσεις του προσφεύγοντος να επικοινωνεί με το τέκνο του χωρίς την παρουσία κανενός απορρίφθηκαν από τον δικαστή. Εντέλει το δικαστήριο με νεότερες αποφάσεις του, που έλαβε υπέρ του προσφεύγοντος και κατά της μητέρας του παιδιού, ώστε να μην εμποδίζεται η επικοινωνία, όρισε και ψυχολόγο, ώστε να πεισθεί και το παιδί ότι έπρεπε να επικοινωνεί με τον πατέρα του. Χωρίς όμως κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Η μητέρα μάλιστα του παιδιού καταδικάστηκε δύο φορές για μη εκτέλεση δικαστικής απόφασης. Επίσης, καταδικάστηκε για συκοφαντική δυσφήμηση του προσφεύγοντος.

Παρ’ όλα αυτά, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, έχοντας υπόψη τα ανωτέρω και παρά τη διακριτική ευχέρεια του κράτους πάνω στο ζήτημα, θεωρεί ότι οι εθνικές αρχές παρέλειψαν τις κατάλληλες και επαρκείς προσπάθειες για να γίνει σεβαστό το δικαίωμα επικοινωνίας του προσφεύγοντος και κατ’ αυτό τον τρόπο αγνοήθηκε το δικαίωμα σεβασμού του οικογενειακού βίου του προσφεύγοντος, το οποίο εγγυάται το άρθρ. 8 της ΕΣΔΑ. Δέχθηκε λοιπόν την προσφυγή και επιδίκασε στον προσφεύγοντα ποσό 15.000 ευρώ για την ηθική του βλάβη, καθώς και ποσό 10.000 ευρώ για τα δικαστικά του έξοδα.


 Μείωση κατά 45% μισθώματος καταστήματος

                        Αριθμός Αποφάσεως 432/2012

                   TO   ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ   ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ   ΑΘΗΝΩΝ

          Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Καλλιόπη Βενιού Πρόεδρο Πρωτοδικών, την      οποία όρισε
ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα
Θεοδώρα Αστερή.
         
          Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, την 7η Οκτωβρίου 2011 για να δικάσει την
υπόθεση μεταξύ των :

         Της ενάγουσας     : Εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία 
" ................... ΕΠΕ " η οποία εδρεύει στην Αθήνα, επί της πλατείας Συντάγματος και εκπροσωπείται
νόμιμα, η οποία παραστάθηκε μετά του νομίμου εκπροσώπου της ............ και εκπροσωπήθηκε
από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Νικόλαο Κοσμόπουλο.

         Του εναγόμενου       :  Δήμου Αθηναίων που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα,
τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Αντώνιος Ανδρικόπουλος .

         Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 12-5-2011 αγωγή της με γενικό αριθμό κατάθεσης
89247/2011 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 2735/2011 που απηύθυνε ενώπιον Δικαστηρίου
τούτου, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

         Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν
τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις
προτάσεις τους.

                        ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
                        ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά την σαφή έννοια του άρθρου 388 ΑΚ, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχεται στον ένα από τους συμβαλλόμενους σε αμφοτεροβαρή σύμβαση το διαπλαστικό δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την αναγωγή της οφειλόμενης παροχής στο μέτρο που αρμόζει, ή και τη λύση
ολόκληρης της σύμβασης εφόσον η τελευταία δεν έχει ακόμη εκτελεστεί είναι: α) μεταβολή των
περιστατικών, στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη
στήριξαν τη σύναψη της αμφοτεροβαρούς συμβάσεως, β) η μεταβολή μπορεί να είναι
μεταγενέστερη της κατάρτισης της συμβάσεως και να οφείλεται σε λόγους που ήταν έκτακτοι και
δεν μπορούσαν να προβλεφτούν, γ) από την μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη ενόψει και της
αντιπαροχής να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής. Έκτακτα και απρόβλεπτα περιστατικά κατά την
έννοια του άνω άρθρου είναι αυτά που δεν επέρχονται κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων
και προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονότα, φυσικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά κλπ. Η
γενική οικονομική κρίση, η επιβολή μέτρων λιτότητας και γενικώς δημοσιονομικών και
φορολογικών μέτρων, που συνεπάγονται μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών και
συνακόλουθα της εμπορικής κίνησης των καταστημάτων δεν αποτελούν γεγονότα έκτακτα και
απρόβλεπτα, ιδίως στην ελληνική οικονομία, στην οποία είναι από μακρόν συνεχείς οι διακυμάνσειςτης σταθερότητας, ιδίως κάτω από τις σημερινές κρατούσες συνθήκες ρευστότητας και τηςδιεθνούς οικονομίας (ΑΠ 1171/2004, ΕλλΔνη 46.157, ΕφΑΘ 7313/2006, ΕλλΔνη 2006.295, ΕφΑΘ3627/1997, ΑρχΝ 1998.602, βλ. σχ. Γ. Αρχανιωτάκη, Η επαγγελματική μίσθωση Ι, 2003, παρ. 15,σελ. 466).

         Περαιτέρω η διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, κατά την οποία ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να
εκπληρώσει την παροχή, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά
ήθη, εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε ενοχή, ασχέτως αν αυτή απορρέει από σύμβαση ετεροβαρή ή
αμφοτεροβαρή ή από άλλη δικαιοπραξία ή αν πηγάζει ευθέως από το νόμο, εκτός αν προβλέπεται
άλλη ανάλογη ειδική προστασία ή αν συντρέχουν οι ειδικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου
388 ΑΚ. Παρέχει δε στο δικαστή τη δυνατότητα, όταν, λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών, η
εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα, που
επιβάλλονται στις συναλλαγές, να την επεκτείνει ή να την περιορίσει με βάση αντικειμενικά κριτήρια
κατά τις αντιλήψεις, που κρατούν στις συναλλαγές, στο επίπεδο εκείνο που ανταποκρίνεται στις
απαιτήσεις της συναλλακτικής πίστης. Επομένως, με βάση την πιο πάνω διάταξη, ο μισθωτής
εμπορικής μίσθωσης μπορεί να ζητήσει κατά το άρθρο 288 ΑΚ αναπροσαρμογή του οφειλόμενου
αρχικού ή μετά από αναπροσαρμογή συμβατική ή νόμιμη (αντικειμενική) μισθώματος, εφόσον
εξαιτίας προβλεπτών ή απρόβλεπτων περιστάσεων επήλθε αδιαμφισβήτητα τόσο ουσιώδης μείωση
της μισθωτικής αξίας του μισθίου, ώστε με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες η
εμμονή του εκμισθωτή στην καταβολή του ίδιου μισθώματος να είναι αντίθετη προς την ευθύτητα
και εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές και να επιβάλλεται-σύμφωνα με την καλή πίστη
και τα συναλλακτικά ήθη παρά την ανάγκη διασφάλισης των σκοπών του ως άνω νόμου και
κατοχύρωσης της ασφαλείας των συναλλαγών, η οποία πρέπει πάντοτε να συνεκτιμάται - η
αναπροσαρμογή του μισθώματος στο επίπεδο εκείνο το οποίο αίρει τη δυσαναλογία των
εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά τη διαπραχθείσα καλή πίστη (Ολ. ΑΠ 9/1997).

Μεταβολή των συνθηκών, με την έννοια του άρθρου 288 ΑΚ, μπορεί να αποτελέσουν η σημαντική
αύξηση ή μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου και άλλων όμορων και ομοειδών ακινήτων, η
υποτίμηση του νομίσματος, η από διαφόρους λόγους αυξομείωση της ζητήσεως των ακινήτων και
άλλοι λόγοι. Με βάση τα στοιχεία αυτά, το δικαστήριο οφείλει πρώτα να διαγνώσει, αν μεταξύ του
οφειλομένου, κατά το σύστημα της συμβατικής ή αντικειμενικής αναπροσαρμογής, μισθώματος και
εκείνου που μπορεί να επιτευχθεί υπό καθεστώς ελεύθερης μισθώσεως ("ελεύθερου"), υπάρχει
διαφορά τόσο σημαντική, ώστε επιβάλλεται κατά τις αρχές της καλής πίστεως, αφού ληφθούν
υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, η αναπροσαρμογή του πρώτου (οφειλομένου), και ύστερα, αν
διαπιστώσει τέτοια διαφορά, να αναπροσαρμόσει το ίδιο αυτό μίσθωμα στο επίπεδο, το οποίο αίρει
τη δυσαναλογία και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη (ΑΠ 508/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 633/2007
ΝΟΜΟΣ).. Κατά συνέπεια, για την αναπροσαρμογή του μισθώματος κατ’ άρθρο 288 ΑΚ απαιτείται
και, συνακόλουθα, αρκεί: α) Μόνιμη μεταβολή των συνθηκών κατά το διάστημα από τη σύναψη
της επαγγελματικής μίσθωσης και τον αρχικό συμβατικό προσδιορισμό του μισθώματος και της
αναπροσαρμογής του ή από το χρόνο της μεταγενέστερης (συμβατικής ή νόμιμης)
αναπροσαρμογής μέχρι το χρόνο άσκησης της αγωγής, ανεξάρτητα από το υπαίτιο, το έκτακτο και
το απρόβλεπτο των λόγων που προξένησαν την εν λόγω μεταβολή, β) ουσιώδης απόκλιση (αύξηση
ή μείωση) κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής ανάμεσα στο από την καλή πίστη και τα
συναλλακτικά ήθη επιβαλλόμενο αφενός και στο αρχικά συνομολογημένο ή το μετ'
αναπροσαρμογή καταβαλλόμενο μίσθωμα αφετέρου, σε τρόπο ώστε η διατήρηση τούτου να
επιφέρει ζημία στον ενάγοντα, η οποία υπερβαίνει τον αναλαμβανόμενο, με τον αρχικό ή μετά από
αναπροσαρμογή ορισμό του μισθώματος κίνδυνο και γ) αιτιώδης σύνδεσμος (συνάφεια) ανάμεσα
στη μεταβολή των συνθηκών και την ουσιώδη απόκλιση του μισθώματος, ώστε η αναπροσαρμογή
να αποκλείεται αν η απόκλιση θα επερχόταν και χωρίς μεταβολή των συνθηκών. ( (ΟλΑΠ 9/1997
ΕλΔ 1997. 757, ΑΠ 850/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 508/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2166/09 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1464/2009
ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1487/2005 ΕλΔ 2006. 170, ΑΠ 328/2004 ΕλΔ 2005. 1461, ΕφΑΘ 7172/2008 ΕλλΔνη
2009 -1254). Το σχετικό δικαίωμα, που απορρέει από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 288 του
ΑΚ, για αναπροσαρμογή του μισθώματος είναι διαπλαστικό, διότι αποτελεί διαμόρφωση της ενοχής
στο προσήκον μέτρο, συνιστά δηλαδή διάπλαση ενός από τα στοιχεία της μισθωτικής σύμβασης,
με συνέπεια η σχετική αγωγή και η απόφαση που αναπροσαρμόζει το μίσθωμα και ως προς το
σημείο αυτό να είναι διαπλαστική. Αποτέλεσμα του παραπάνω χαρακτηρισμού είναι ότι το ασκηθέν
δικαίωμα ενεργοποιείται από την επίδοση της αγωγής και μελλοντικώς, χωρίς αναδρομικότητα,
υπό την προϋπόθεση ότι η μίσθωση είναι ενεργής (ΑΠ 588/1995, ΕΔΠ 1996, 114, ΑΠ 1427/1991,
ΕΔΠ 1992, 105, ΑΠ 1346/1993, ΕλΔ 35, 1597, ΕφΑΘ 6578/2000, ΕλΔ 41, 1684, Χ. Παπαδάκη,
Σύστημα Εμπορικών Μισθώσεων, αριθ. 2589 επ., Μ. Ραψομανίκη, ΕΕΝ 45, 623). Περαιτέρω, για τη
θεμελίωση της αγωγής στο άρθρο 288 ΑΚ όταν την ασκεί ο μισθωτής πρέπει για το ορισμένο αυτής
κατ’ άρθρο 216 § 1 ΚΠολΔ, εκτός των άλλων, να προσδιορίζεται το καταβαλλόμενο μίσθωμα και
να αναφέρεται ότι αυτό είναι ανώτερο από εκείνο που μπορεί να επιτευχθεί με τη συνδρομή των
προϋποθέσεων της εν λόγω διατάξεως, οπότε και έχει συμφέρον ο ενάγων - μισθωτής στη μείωση
του καταβαλλόμενου μισθώματος. . Επίσης οφείλει ο ενάγων να εκθέσει στα δικόγραφο της αγωγής
ποιες είναι οι συγκεκριμένες συνθήκες (οικονομικές, νομισματικές κλπ) οι οποίες μετέβαλαν τις
προϋποθέσεις εκπληρώσεως της συμβατικής παροχής στο μέτρο που είχε συμφωνηθεί και
δικαιολογούν με αντικειμενικά κριτήρια κατά τις αντιλήψεις που επικρατούν στις συναλλαγές τη
μείωση του μισθώματος (ΑΠ 2045/2006, ΑΠ 1487/2005).

  Η δικαστική απόφαση περί αναπροσαρμογής του μισθώματος με βάση τις διατάξεις των άρθρων
388 ή 288 ΑΚ δεν αναγνωρίζει την ακυρότητα της συμφωνίας ούτε κηρύσσει την ακυρότητά της,
δηλαδή δεν καταργεί τη συμφωνία των διαδίκων περί σταδιακής αναπροσαρμογής του
μισθώματος, αλλά διαπιστώνει ότι με την εφαρμογή της έχει ανατραπεί κατά τον κρίσιμο χρόνο η
αρχικά υφιστάμενη ισορροπία παροχής (χρήσης) και αντιπαροχής (μισθώματος) και αποκαθιστά τη
διατάραξη με τον ορισμό διαφορετικού μισθώματος. Συνεπώς η δικαστική, αναπροσαρμογή
αφήνει, ανέπαφη τη ρήτρα σταδιακής ή κατ’ άλλο τρόπο αναπροσαρμογής, ώστε αυτή (η ρήτρα)
να εφαρμόζεται αναλλοίωτη και μετά τη τελεσίδικη δικαστική απόφαση, χωρίς να υποστεί
μεταβολή ως προς το ποσοτικό της στοιχείο, ενώ ως προς τη συνομολογημένη διάρκεια της θα
υπάρξει προσαρμογή στα δεδομένα της δικαστικής κρίσης. Έτσι σε ρήτρα σταδιακής
αναπροσαρμογής το συμβατικά καθορισμένο ποσοστό θα υπολογιστεί στο μίσθωμα που
καθορίστηκε δικαστικώς και η συνομολογημένη διάρκεια του σταδίου αφετηρία θα έχει την ημέρα
επιδόσεως της αγωγής επί της οποίας εκδόθηκε η δικαστική απόφαση, και μάλιστα αυτόματα χωρίς
τη μεσολάβηση άλλης δικαστικής κρίσης, με δικαίωμα όμως των συμβληθέντων να ζητήσουν στο
μέλλον και πάλι αναπροσαρμογή του μισθώματος με βάση τις διατάξεις των άρθρων 288 και 388
ΑΚ, εάν συντρέχουν και πάλι οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους ( ΑΠ 258/1986, ΕλλΔ 1986, 636, ΑΠ
1186/1986, ΕλλΔ 1987, 1421. Εφ. Αθηνών 2554/2003 Ε.ΔΠολ. 2004/175, ΕφΠειρ 337/1995, ΕλλΔ
36, 1641, ΕφΑΘ 5487/1994, ΕλλΔ 1995, 1614, ΜονΠρωτΘες 12700/2003 νόμος, και 17392/2002,
Αρμ 2003, 637).

Εξάλλου το χρηματικό ποσό που δίνεται από τον μισθωτή στον εκμισθωτή κατά την έναρξη της
μίσθωσης και αποκαλείται στις συναλλαγές «εγγύηση» διέπεται ως προς τη λειτουργία του και ιδίως
την τύχη του από την ειδικότερη συμφωνία των συμβαλλομένων (άρθρο 361 ΚΑ), είναι δε δυνατό
να δοθεί για εξασφάλιση του μισθώματος ή ως αρραβώνας (επιβεβαιωτικός ή για κάλυψη ζημιάς
από μη εκπλήρωση της σύμβασης κλπ), είτε ως ποινική ρήτρα, είτε ως συμβατική εγγυοδοσία.
Συνήθως δίνεται ως εγγυοδοσία και αποτελεί ειδικότερα προκαταβολή (άρθρο 416 ΑΚ) του ίδιου
του (ενδεχόμενου) οφειλέτη μισθωτή έναντι μελλοντικού χρέους του που θα παραμείνει τυχόν
ανεξόφλητο, οπότε και θα καταλογιστεί σ' αυτό το ποσό της εγγυοδοσίας.

Περαιτέρω κατά την άποψη που ακολουθεί το παρόν δικαστήριο η εγγύηση μπορεί να
αναπροσαρμοστεί μόνο εάν αυτό έχει συμβατικά καθοριστεί ( βλ. Παπαδάκης, αριθμ. 2063 και
μειοψηφ. Εφ.Αθηνών 9781/1991 νόμος). Περαιτέρω η εγγυητική επιστολή αποτελεί είδος
προσωπικώς εξασφαλιστικής συμβάσεως. Μέσω αυτής ένα πρόσωπον (εκδότης) υπόσχεται
εγγράφως στην δαπάνη ενός τρίτου (λήπτου της εγγυητικής επιστολής ) κατόπιν εντολής του
τρίτου ότι θα του καταβάλλει ορισμένη χρηματική παροχή είτε σε πρώτη ζήτηση είτε υπό όρους
και πάντως χωρίς ο εκδότης να δικαιούται ή να υποχρεούται να αναχθή στη σχέση του λήπτου με
τον τρίτο ή στη σχέση η οποία συνδέει τον ίδιο με τον τρίτο. Κατ' αυτόν τον τρόπο στην σύμβαση
της εγγυητικής επιστολής εμπλέκονται κατ’ αρχήν συνολικώς τρία πρόσωπα. .
Διακρίνεται αφ' ενός η εκδότης (Τράπεζα) και ο λήπτης της εγγυητικής επιστολής μεταξύ των
οποίων καταρτίζεται η σύμβαση της εγγυητικής επιστολής, ενώ αφ'ετέρου εμπλέκεται και ο τρίτος
οφειλέτης, ο οποίος συνδέεται συμβατικώς δι’ ιδιαιτέρων εννόμων σχέσεων τόσον μετά του λήπτου
της εγγυητικής επιστολής (σχέση αξίας) όσον και μετά του εκδότου (σχέση καλύψεως). Η σχέση
αξίας, δηλονότι η σχέση μεταξύ δανειστού και οφειλέτου δυνατόν να συνίσταται εις οιανδήποτε
έννομο σχέση, εκ της οποίας προκύπτει ανάγκη εξασφαλίσεως του ενός μέρους. Η φύση και το
περιεχόμενο της σχέσεως αξίας δεν επηρεάζουν την φύση της συμβάσεως της εγγυητικής επιστολής
την οποία συνάπτει η τράπεζα με τον λήπτη (δανειστή ) αλλά επηρεάζουν το περιεχόμενο της, εφ'
όσον ο κίνδυνος τον οποίο καλύπτει εκάστη φορά η εγγυητική επιστολή προσδιορίζει συχνά το
είδος της εκδοθησομένης επιστολής. Η έκδοση εγγυητικής επιστολής εμφανίζεται στην πράξη ως
προϋπόθεση της συναλλαγής την οποία θέτει ο δανειστής στον οφειλέτη. Η συμφωνία μεταξύ
δανειστού και οφειλέτου για την έκδοση εγγυητικής επιστολής αποτελεί ιδιαίτερη παρεπόμενη
σύμβαση. Από αυτήν θα κριθούν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών σε σχέση προς την
λειτουργία της εγγυητικής επιστολής, τους όρους καταπτώσεώς της κλπ. Οταν ο πρωτοφειλέτης
έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του εκ της σχέσεως αξίας ή όταν αυτή είναι άκυρη ή ακυρώσιμη,
ο πρωτοφειλέτης έχει αξίωση κατά του δανειστού να μην επιδιώξει την κατάπτωση της εγγυητικής
επιστολής και να την επιστρέψει στον ίδιο ή στην Τράπεζα. Η εγγυητική επιστολή εμφανίζει όλα τα
ιδιαίτερα εννοιολογικά χαρακτηριστικά της εγγυοδοτικής συμβάσεως, καθώς είναι και αυτή
υποσχετική, ετεροβαρής και αιτιώδης σύμβαση, η οποία θεμελιώνει μία νέα και αυτόνομο
συμβατική σχέση μεταξύ της Τράπεζας (εγγυοδότου) και του λήπτου της εγγυητικής επιστολής
(εγγυηλήπτου) μη παρεπόμενη σε σχέση με την ασφαλιζόμενη απαίτηση. Κύριο χαρακτηριστικό της
συμβάσεως της εγγυητικής επιστολής είναι η αυτονομία της έναντι της ασφαλιζόμενης απαιτήσεως.
Η έννοια της αυτονομίας είναι ότι η υποχρέωση του εκδότου έναντι του λήπτου, η οποία πηγάζει
εκ της συμβάσεως εγγυητικής επιστολής, υφίσταται και λειτουργεί ανεξαρτήτως της υπάρξεως και
του κύρους της ασφαλιζόμενης απαιτήσεως η οποία πηγάζει από την σχέση αξίας (βλ. Απ.
Γεωργιάδη. Η εξασφάλιση των πιστώσεων σελ. 135, 136, 155 Εφ. Πειραιά 870/2006 νόμος).

         Η ενάγουσα στην υπό κρίση αγωγή της εκθέτει ότι, δυνάμει του από 1-3-2010 ιδιωτικού
συμφωνητικού μίσθωσης που καταρτίστηκε μεταξύ του εναγομένου Δήμου, ως εκμισθωτή, και της
ιδίας, ως μισθώτριας, μίσθωσε το περιγραφόμενο σ' αυτή (αγωγή) ακίνητο, το οποίο βρίσκεται
στην περιοχή της πλατείας Συντάγματος, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει για την άσκηση της
επαγγελματικής της δραστηριότητας, για χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών. Ότι, το ύψος του
μισθώματος, για το πρώτο έτος της μίσθωσης, καθορίστηκε στο ποσό των 30.000 ευρώ,
αναπροσαρμοζόμενο ετησίως κατά ποσοστό 3%,. Ότι, μετά από τις συμφωνηθείσες
αναπροσαρμογές, το μίσθωμα κατά το χρονικό διάστημα από 1-3-2011 διαμορφώθηκε στο ποσό
των 30.900 ευρώ και το επόμενο έτος αναμένεται αναπροσαρμογή της τάξης του 3%. Ότι, λόγω
και της σοβούσας οικονομικής κρίσης, τα αντίστοιχα μισθώματα στην περιοχή έχουν μειωθεί σε
τέτοιο βαθμό ώστε να υπάρχει ουσιώδης απόκλιση ανάμεσα στο καταβαλλόμενο μίσθωμα και σε
αυτό που επιβάλλεται από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, η δε συμφωνηθείσα ετήσια
αναπροσαρμογή του μισθώματος, δεν ανταποκρίνεται πλέον στις προϋποθέσεις του άρθρου 288
ΑΚ. Με βάση δε αυτά, ζητεί με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή α)να
αναπροσαρμοστεί το μηνιαίο μίσθωμα του επίδικου ακινήτου στο ποσό των 15.450 ευρώ μηνιαίως
β) να καταργηθεί ο όρος 12 του μισθωτηρίου περί ετήσιας αναπροσαρμογής του μισθώματος κατά
ποσοστό 3% και να αντικατασταθεί με άλλον αντίθετο όρο, ο οποίος δεν προβλέπει ετήσια
αναπροσαρμογή γ) να μειωθεί η εγγύηση στο ποσό των 30.900 ευρώ και να διαταχθεί η ακύρωση
και η επιστροφή της υπ' αριθμ. 3004377/17-3-2010 εγγυητικής επιστολής της τράπεζας .......... με
την ταυτόχρονη παράδοση προς τον εναγόμενο Δήμο νέα εγγυητικής επιστολής της ίδιας τράπεζας
ποσού 30.900 ευρώ και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή των δικαστικών της
εξόδων.

         Η αγωγή αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 14
παρ. 1 περ. β σε συνδ. με 16 παρ.1 και 29 παρ. 1 του ΚΠολΔ) κατά την ειδική διαδικασία των
διατάξεων των άρθρων 647 επ. του ΚΠολΔ, είναι δε νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων
574. 361, 288 ΑΚ του άρθρου 192 του Ν. 3463/2006 περί κυρώσεως Δημοτικού και Κοινοτικού
Κώδικα σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ΠΔ 270/1981, άρθρα 69, 176 του ΚΠολΔ πλην του
παρεπομένου αιτήματος περί κηρύξεως της αποφάσεως προσωρινά εκτελεστής, καθώς το αίτημα
αυτό συνάδει μόνο με αίτημα καταψηφιστικής αγωγής και όχι με διαπλαστικό αίτημα, όπως στην
προκειμένη περίπτωση. Η αγωγή είναι μη νόμιμη και απορριπτέα κατά το μέρος που επιδιώκεται η
θεμελίωση της στη διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ καθόσον, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη
νομική σκέψη που προηγήθηκε, η γενική οικονομική κρίση και η επιβολή δημοσιονομικών και
άλλων μέτρων με επακόλουθο τη μείωση της καταναλωτικής κίνησης στις επιχειρήσεις δεν
αποτελούν γεγονότα έκτακτα και απρόβλεπτα αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής του άρθρου
388 ΑΚ .
Τα αιτήματα που αφορούν την αντικατάσταση του όρου ετήσιας αναπροσαρμογής με άλλον
αντίθετο, ο οποίος δεν θα προβλέπει αναπροσαρμογή ανά έτος, είναι απορριπτέο καθόσον, ο
δικαστικός καθορισμός του μισθώματος με βάση τις πιο πάνω διατάξεις δεν καταργεί τη συμφωνία
των διαδίκων περί σταδιακής αναπροσαρμογής του μισθώματος ισχύει δε μόνο για το χρονικό
διάστημα, ανεξάρτητα από τη διάρκεια του, ή για το στάδιο για το οποίο κρίθηκε ότι υπάρχει η
δυσαρμονία του μισθώματος, χωρίς να επηρεάζει την ισχύ της υπάρχουσας συμφωνίας n οποία
εξακολουθεί να υφίσταται . Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι η σύμβαση είναι ισχυρή και το μίσθωμα θα
εξακολουθήσει να αναπροσαρμόζεται και στο μέλλον και πάλι με βάση τα οριζόμενα σε αυτήν, όταν
θα επέρχεται κάθε επόμενο στάδιο από τα συμβατικώς προβλεφθέντα και, μάλιστα, αυτόματα,
δηλαδή χωρίς τη μεσολάβηση άλλης δικαστικής κρίσης, επιφυλασσόμενου όμως του δικαιώματος
των συμβληθέντων να ζητήσουν στο μέλλον και πάλι αναπροσαρμογή του μισθώματος με βάση τις
διατάξεις των άρθρων 288 και 388 ΑΚ, εάν συντρέχουν και πάλι οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους
(ΑΠ 258/1986 ΕλλΔνη 1986.636, ΑΠ 1186/1986 ΕλλΔνη 1987.1421, ΕφΠειρ 337/1995 ΕλλΔνη
36.1614, ΕφΑΘ 5487/1994, ΕλλΔνη 1995.1614).

Περαιτέρω τα σωρευόμενα αγωγικά αιτήματα περί μείωσης της εγγύησης στο ποσό των
30.900 ευρώ, της ακύρωσης και επιστροφής της εγγυητικής επιστολής της ...... με
την ταυτόχρονη παράδοση προς τον εναγόμενο Δήμο νέας εγγυητικής επιστολής της ίδιας
τράπεζας 301.900 ευρώ τυγχάνουν απαράδεκτα ελλείψει ενεργητικής νομιμοποιήσεως, εφ’ όσον η
ενάγουσα δεν είναι υποκείμενο της έννομης σχέσης, της εγγυητικής επιστολής, η οποία αποτελεί
αυτόνομη συμβατική σχέση μεταξύ της εγγυοδότριας Τράπεζας και του λήπτη της εγγυητικής
επιστολής εναγόμενου δήμου εντεύθεν η εξ αυτής πηγάζουσα υποχρέωση του εκδότου έναντι του
λήπτου υφίσταται και λειτουργεί ανεξαρτήτως της υπάρξεως και του κύρους της ασφαλιζόμενης
απαιτήσεως της απορρεούσης εκ της σχέσεως αξίας.
Κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αγωγή καθό μέρος κρίθηκε νόμιμη πρέπει να εξετασθεί και ως προς
την ουσιαστική της βασιμότητα.

         Από τις ένορκες ενώπιον του ακροατηρίου καταθέσεις των μαρτύρων, που καταχωρήθηκαν
στα ταυτάριθμα πρακτικά συνεδρίασης του δικαστηρίου και τα μετ' επικλήσεως προσκομιζόμενα
από τους διαδίκους έγγραφα μεταξύ των οποίων και οι με αριθμ. 19.434-5/6-10-2011 ένορκες
βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών  Στυλιανής Χατζιάρας Λελή, οι οποίες ελήφθησαν
ύστερα από την νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εναγόμενου ( βλ. την προσκομιζόμενη με
αριθμ 8990β/4-10-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών
Θωμά Παπαγιαννόπουλου ) αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά:
Δυνάμει του από 1-3-2010 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης ο εναγόμενος
δήμος Αθηναίων εκμίσθωσε στην ενάγουσα ένα κατάστημα αποτελούμενο από έναν ισόγειο χώρο
εμβαδού 36,94 τμ, βοηθητικούς χώρους εντός κάθετης στοάς εμβαδού 3 τμ , αποθήκες εμβαδού
34,94 τμ , WC εμβαδού 5,87 τμ και εξωτερικό εκμεταλλεύσιμο υπαίθριο χώρο εμβαδού 128, 28 τμ
ιδιοκτησίας του, που βρίσκεται στην Αθήνα στην Πλατεία ............... εφαπτόμενο από την πλευρά
της πλατείας στην οδό ........ προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως καφετέρια. Η ως άνω μίσθωση
καταρτίστηκε σύμφωνα με τη διαδικασία για την εκμίσθωση ακινήτων ιδιοκτησίας δήμων και
κοινοτήτων σε εκτέλεση της με αριθμ. 3652/2009 πράξης της Δημαρχιακής Επιτροπής του Δήμου
Αθηναίων μετά από πλειοδοτική δημοπρασία στις 17-2-2010 στην οποία η ενάγουσα εταιρεία ως
μόνη συμμετέχουσα αναδείχθηκε πλειοδότρια. Η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε 5ετής,
αρχόμενη από 1-3-2010 μέχρι 28-2-2015, με αρχικό καταβαλλόμενο μηνιαίο μίσθωμα, για το
πρώτο έτος της μίσθωσης, 30.000 ευρώ αναπροσαρμοζόμενο ετησίως κατά 3% επί του εκάστοτε
διαμορφωμένου μισθώματος. Σε εκτέλεση της παραπάνω συμβάσεως, ο εναγόμενος παρέδωσε
προσηκόντως το μίσθιο στην ενάγουσα, η δε τελευταία κατέβαλε τα συμφωνηθέντα μισθώματα.
Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι η πλατεία ........... στην οποία
κείται το εν λόγω μίσθιο, αποτελεί ένα σημαντικό εμπορικό και οικονομικό κέντρο της πόλης των
Αθηνών με αποτέλεσμα η ενάγουσα να επωφελείται από την αυξημένη κίνηση του παρακείμενου
εμπορικού δρόμου της ....... καθώς και της παρουσίας τουριστών διότι πλησίον του καταστήματος
είναι και η περιοχή της Πλάκας. Το εν λόγω μίσθιο βρίσκεται πλησίον του Σταθμού Μετρό του
.........,, καθώς και άλλων αστικών συγκοινωνιών. Τα παραπάνω πλεονεκτήματα ώθησαν την
ενάγουσα να μισθώσει εκ νέου το εν λόγω ακίνητο. Όμως η οικονομική συγκυρία στην οποία
βρίσκεται η χώρα, επηρέασε δυσμενώς την επιχειρηματική δραστηριότητα, με αποτέλεσμα στους
πιο εμπορικούς δρόμους των Αθηνών όπως στην οδό Σταδίου, στην οδό Σόλωνος Τσακάλωφ κα,
να υπάρχει αυξημένη συγκέντρωση κλειστών καταστημάτων. Ειδικότερα το ποσοστό των
κλειστών επιχειρήσεων στο κέντρο της Αθήνας αυξήθηκε στο 24,4 % από 23 % που ήταν το
Μάρτιο του 2011 και 18% που ήταν τον Αύγουστο του 2010 ( βλ. προσκομιζόμενη με ημερομηνία
8-9-2011 έρευνα καταγραφής των κλειστών εμπορικών επιχειρήσεων του Ινστιτούτου εμπορίου
και υπηρεσιών ). Περαιτέρω λόγω των διαρκών μειώσεων σε μισθούς και συντάξεις των συνεχών
φόρων, της αύξησης του ΦΠΑ των εκτάκτων εισφορών και της ανεργίας μειώθηκε η αγοραστική
δύναμη των πολιτών οι οποίοι δεν μετακινούνταν για αγορές στους εμπορικούς δρόμους. Εξαιτίας
δε των παραπάνω από το καλοκαίρι του 2010 υπήρχαν συνεχείς συγκεντρώσεις πορείες και
διαμαρτυρίες, οι οποίες είχαν προορισμό την Πλατεία............., πολλές δε εξ αυτών κατέληγαν με
βίαια επεισόδια παράγοντες οι οποίοι λειτουργούν αποτρεπτικά για την προσέλευση πελατών στο
μίσθιο. Σύμφωνα δε με σχετικό άρθρο στην εφημερίδα ....... 20/3/2011 κατά το προηγούμενο έτος
το κέντρο της Αθήνας έκλεισε 496 φορές ενώ σύμφωνα με το προσκομιζόμενο από την ενάγουσα
με ημερομηνία 8-3-2011 έγγραφο της Διεύθυνσης Αστυνομίας Αθηνών κατά το χρονικό διάστημα
1-4-2010 έως και 31-3-2011 πραγματοποιήθηκαν στο κέντρο της Αθήνας 562 διαδηλώσεις και
πορείες οι οποίες ως επί το πλείστον κατέληξαν στο Σύνταγμα ενώ σε πολλές από αυτές,
δημιουργήθηκαν έκτροπα. Τα παραπάνω γεγονότα σε συνδυασμό με τις συχνές απεργίες στα ΜΜΜ
αποθαρρύνουν τους πολίτες να μεταβούν στην πλατεία Συντάγματος ενώ μειώνουν και την
προσέλευση των τουριστών. Η οικονομική κρίση που έπληξε την χώρα μας επιδεινούμενη συνεχώς
σαφώς και επηρέασε δυσμενώς την εμπορική κίνηση των καταστημάτων της περιοχής όπου
βρίσκεται το επίδικο με επακόλουθο τη μείωση της πελατείας του σε σημαντικό βαθμό όπως
καταδεικνύουν οι ισολογισμοί της ενάγουσας ( βλ. προσκομιζόμενους ισολογισμούς σύμφωνα με
τους οποίους για το έτος 2009 η ενάγουσα είχε κέρδη 47.630,14 ευρώ, για το 2010 22.483,27
ευρώ ενώ ο οκτάμηνος ισολογισμός χρήσης 2011 παρουσιάζει ζημίες 40.923,90 ευρώ ).

Περαιτέρω και όσον αφορά το ελεύθερο μίσθωμα του επίδικου μισθίου   ... η ενάγουσα προσκόμισε
τα εξής συγκριτικά στοιχεία. Ο εναγόμενος δήμος εκμίσθωσε για το χρονικό διάστημα από 30-7-
2010 έως και 29-7-2015 έτερο κατάστημα- καφετέρια ιδιοκτησίας του που βρίσκεται και αυτό
στην πλατεία ............, δίπλα στην οδό ..............., απέναντι από το ένδικο μίσθιο, με έκταση 206 τμ
και υπαίθριο εκμεταλλεύσιμο χώρο 171,35 τμ έναντι μηνιαίου μισθώματος 39.700 ευρώ ( βλ.
προσκομιζόμενο μισθωτήριο ). Το εν λόγω κατάστημα είχε εκμισθωθεί στον ίδιο μισθωτή για τη
χρονική περίοδο από 1-7-2004 έως και 30-6-2009 έναντι μηνιαίου μισθώματος 64.500 ευρώ ( βλ
προσκομιζόμενο μισθωτήριο ). Πρέπει να αναφερθεί ότι λόγω του ειδικού νομοθετικού
καθεστώτος που διέπει την υπό κρίση μίσθωση δεν εφαρμόζονται στην υπό κρίση μίσθωση οι
διατάξεις για τις εμπορικές μισθώσεις. Η επικαλούμενη από την ενάγουσα μίσθωση είναι ενδεικτική
της μείωσης της μισθωτικής αξίας των ακινήτων της περιοχής, διότι η μίσθωση έγινε σε αντίστοιχη
χρονική περίοδο με το ένδικο μίσθιο, η εμπορική δραστηριότητα σε αμφότερα τα μίσθια είναι η
ίδια, ενώ το προς σύγκριση μίσθιο έχει μεγαλύτερη έκταση από το ένδικο.

Περαιτέρω όπως προκύπτει από την με αριθμ. 17η συνεδρίαση της Οικονομικής επιτροπής του
εναγόμενου, το εναγόμενο προτείνει προς το ΤΕΑΔΥ, εκμισθωτή ακινήτου που έχει μισθώσει ο
δήμος να μειωθεί το καταβαλλόμενο εκ μέρους του Δήμου μίσθωμα για μίσθιο επί των οδών ........
και ...... στο ...... κατά 70%.
( βλ προσκομιζόμενη απόφαση ). Εκ των ανωτέρω προκύπτει, ότι οι μισθωτικές αξίες στην περιοχή
του ........... γνωρίζουν ραγδαία μείωση.

Προκύπτει επομένως ότι υπάρχει δυσαναλογία μεταξύ της παροχής (μισθώματος) που ανέρχεται
ύστερα από την αναπροσαρμογή σε 30.900 ευρώ ευρώ/τμ και αντιπαροχής (μισθωτικής αξίας του
επιδίκου μισθίου) που ανέρχεται σε 17.000 ώστε να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής η παροχή της
ενάγουσας, κατά τρόπο που να προκαλεί το περί δικαίου αίσθημα και να προσκρούει στην αρχή
της καλής πίστης και της συναλλακτικής εντιμότητας.

Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η αναπροσαρμογή του μισθώματος στο παραπάνω επίπεδο, το οποίο
αίρει τη δυσαναλογία και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη.
Κατόπιν τούτων, η υπό κρίση αγωγή θα πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη
και, αφενός μεν να μειωθεί το μηνιαίο μίσθωμα από τις 30.900 ευρώ το μήνα στις 17.000 ευρώ, για
το χρονικό διάστημα μετά την επίδοση της αγωγής
(24-5-2011) ενώ για το μετά τις 25-5-2012 και μέχρι τη συμπλήρωση του χρόνου της μίσθωσης θα
εξακολουθήσει να ισχύει η συμβατική ρύθμιση της ετήσιας αναπροσαρμογής (βλ. σχετ. Εφ.
Πειρ.337/1995 Ελλ. Δικ. 36.1615, Εφ. Αθη. 3155/2001 ΕΔΠολ. 2004, 68 ) με διατήρηση βεβαίως
του δικαιώματος των διαδίκων διαφορετικής ρύθμισης του ή να προσφύγουν στο Δικαστήριο για
νέα αναπροσαρμογή
( βλ. σχετικά ΑΠ 857/91 Ελλ. Δικ. 33.831, Εφ. Πειραιά 337/1995 Ελλ. Δικ. 36/1615)Τέλος, λόγω της
εν μέρει νίκης και ήττας, πρέπει να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει μέρος των δικαστικών
εξόδων της ενάγουσας (αρθρ. 178 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα..

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ' αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

  Καθορίζει το μηνιαίο μίσθωμα για το αναφερόμενο στο σκεπτικό ακίνητο στο ποσό των δέκα
εφτά χιλιάδων ( 17.000) ευρώ για το έτος από της επιδόσεως της αγωγής μετά την πάροδο του
οποίου εξακολουθεί να ισχύει η συμβατική κατ' έτος αναπροσαρμογής του 1-3-2010 ιδιωτικού
συμφωνητικού μίσθωσης.

Καταδικάζει  τον εναγόμενο στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το
ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

   ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του
στην Αθήνα στις 29 - 3 - 2012 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων
δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                   Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ




 

 

Αστική ευθύνη από δυσφημιστικό κείμενο σε ιστολόγιο

 
 Αριθ. 91/2012

                          TO ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΡΑΚΗΣ
     
 Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Σοφία Καρυστηναίου, Πρόεδρο Εφετών, Χάϊδω Μπάρτζια και 
Γεώργιο Μίντση-Εισηγητή, Εφέτες και τον Γραμματέα Κυριάκο Γκάζο.
     
 Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στην Κομοτηνή στις 9-12-2011 για να δικάσει την 
ακόλουθη υπόθεση μεταξύ:
     
 ΚΑΛOYNΤΟΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ……. …… του ……, κατοίκου Κομοτηνής, ο οποίος 
παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Στέργιου Γιαλάογλου του Δ.Σ. Ξάνθης, που 
κατέθεσε προτάσεις.
     
 ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟY – ΕΝΑΓΟΜΕΝΟY: …… …….. του ….., κατοίκου Κομοτηνής, ο 
οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Περικλή Κουτσιανόπουλου του Δ.Σ. 
Λάρισας, που κατέθεσε προτάσεις.
     
 Ο ενάγων και ήδη εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης την από 2-8-
2007 και με αριθμό έκθεσης δικογράφου 108/07 αγωγή του και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα 
αναφέρονται σε αυτήν.
     
 Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 16/2010 οριστική απόφαση του προαναφερομένου 
Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την αγωγή.

     Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο ενάγων - εκκαλών με την από 15-4-2010 και με αριθμό 
εκθέσεως καταθέσεως 25/15-4-2010 έφεσή του.  
     
 Η συζήτηση της έφεσης αυτής κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 5-11-2010 ματαιώθηκε και, έπειτα 
από κλήση του εκκαλούντος, ορίσθηκε η παραπάνω αναφερόμενη ημέρα συνεδριάσεως κατά την 
οποία συζητήθηκε η υπόθεση.
     
 Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.  
                           
                           MΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
                     
                        ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
     
 Η έφεση του ενάγοντος κατά της υπ’ αριθ. 16/2010 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς 
Πρωτοδικείου Ροδόπης, που δίκασε, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία 
διαφορών του άρθρου 681 Δ΄ ΚΠολΔ., την από 2-8-2007 αγωγή του, ασκήθηκε εμπρόθεσμα με 
νομότυπη κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου 
(άρθ. 495 επ., 511 επ. ΚΠολΔ). Συνεπώς, παραδεκτά φέρεται στο Δικαστήριο αυτό, που είναι 
αρμόδιο για την εκδίκασή της (άρθρο 19 ΚΠολΔ) και πρέπει να γίνει δεκτή από τυπική άποψη και 
να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και ουσία βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια, όπως και 
πρωτόδικα διαδικασία (άρθ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
     
 Με την από 2-8-2008 και με αριθ. Καταθ. ΕΓ 108/07 αγωγή του ο ενάγων, ισχυριζόμενος ότι ο 
εναγόμενος μέσω του διαδικτύου  δημοσίευσε για αυτόν συκοφαντικές και υβριστικές αναφορές, 
ζήτησε να υποχρεωθεί να του καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του το 
ποσό των 58.694,06 Ε. νομιμότοκα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, να διαταχθεί η, με 
απειλή προσωπικής κράτησης, άρση από το διαδίκτυο του επίδικου δημοσιεύματος και παράλειψη 
προσβολής του στο μέλλον. Για την υπόθεση αυτή αρχικά εκδόθηκε η μη οριστική απόφαση υπ’ 
αριθ. 44/2008 του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, 
προκειμένου να προσκομισθεί το έγγραφο που παρακάτω αναφέρεται, τελικά δε εκδόθηκε η 
εκκαλούμενη οριστική απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή 
ως ουσία αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής,  παραπονείται ο ενάγων για τους λόγους που 
αναφέρει στην έφεσή του και ζητεί την εξαφάνιση της απόφασης, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του. 
Πρέπει, λοιπόν, να ακολουθήσει η έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας των λόγων της.
     
 Τα ιστολόγια (blogs) είναι διαδικτυακά ημερολόγια που περιλαμβάνουν υπερζεύξεις  (hyperlinks) 
και καταχωρήσεις απόψεων, έχουν δε ως «βασική μονάδα» τους τις καταχωρήσεις και όχι τις 
εκάστοτε «σελίδες» (pages), όπως συμβαίνει με τους ιστότοπους (websites). Ο κάτοχος - 
διαχειριστής του διαδικτυακού ημερολογίου (blogger), ο οποίος μπορεί να είναι επώνυμος, 
ανώνυμος ή με ψευδώνυμο,  καταγράφει, ανακοινώνει και καταθέτει τις απόψεις του σ’  αυτό για 
διάφορα ζητήματα, ενώ τα ιστολόγια είναι δυνατό να συνδέονται με άλλους ιστότοπους, 
ιστοσελίδες και blogs και να επιτρέπουν στους χρήστες-αναγνώστες τους να απαντήσουν στις 
απόψεις του γράφοντος, ανακοινώνοντας στο ίδιο ιστολόγιο τα δικά τους σχόλια, που είναι επίσης 
αναγνώσιμα από όλους τους τρίτους χρήστες του διαδικτύου. Τα ιστολόγια συντηρούν οι χρήστες 
τους (bloggers) που ανταλλάσσουν απόψεις μέσω του ιστολογίου, το οποίο είναι διαδραστικό μέσο 
που διαφέρει από τις ιστοσελίδες που διατηρούν στο διαδίκτυο τα μέσα ενημέρωσης, γιατί η 
διαμόρφωση του περιεχομένου του δεν αποφασίζεται μόνο από τον κάτοχο -διαχειριστή του, αλλά 
από όλους τους χρήστες - αναγνώστες του ιστολογίου (πρβλ. Σ. Τάσση, Διαδίκτυο και ελευθερία 
έκφρασης – Το πρόβλημα των Blogs, ΔΙΜΕΕ, 2006/518 επ.). Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό, ότι 
ακόμη και στην περίπτωση που ο κάτοχος-διαχειριστής μπορεί, με τη χρήση στοιχείων πρόσβασης, 
να επιλέξει ποιοί από τους χρήστες - αναγνώστες επιτρέπεται να αναρτήσουν δικά τους σχόλια στο 
ιστολόγιό του, δεν είναι σε θέση να ελέγξει το αληθές ή όχι των χορηγούμενων από τον εκάστοτε 
αναγνώστη προσωπικών του δεδομένων, διότι είναι πολύ πιθανό ο αναγνώστης να χρησιμοποιεί 
ψευδώνυμο, οπότε είναι δυσχερέστατη η αποκάλυψη της πραγματικής του ταυτότητας. 
Παράλληλα, το Σύνταγμα προβλέπει την ελεύθερη επικοινωνία των Ελλήνων πολιτών και το 
απόρρητο της επικοινωνίας τους (άρθρο 19 παρ. 1), ενώ η άρση του απορρήτου  επιτρέπεται μόνο 
στις περιπτώσεις που ρητά προβλέπει ο, κατ’  εξουσιοδότηση του Συντάγματος, εκδοθείς Νόμος 
2225/1994 επί συγκεκριμένων εγκλημάτων σε βαθμό κακουργήματος.  Επίσης, με τις διατάξεις του 
Π.Δ. 47/2005, που εκδόθηκε κατ’  εξουσιοδότηση των ν. 2225/1994 και 3115/2003, επεκτάθηκε 
το απόρρητο των επικοινωνιών και στις επικοινωνίες μέσω διαδικτύου (internet), καθώς και στα 
εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας (αριθμός κλήσης, στοιχεία καλούντος και καλουμένου, ώρα 
κλήσεως κ.τ.λ.). Τέλος, η υπ’ αριθ. 9/2009 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Α.Π. (ΝΟΜΟΣ) 
υιοθετεί την άποψη ότι το απόρρητο των επικοινωνιών δεν καλύπτει την επικοινωνία μέσω 
διαδικτύου, γιατί σ’  αυτήν υφίσταται δημοσιότητα και ελευθερία της έκφρασης, οπότε σε 
περίπτωση τελέσεως οποιουδήποτε εγκλήματος μέσω διαδικτύου δεν απαιτείται άδεια 
οποιασδήποτε Αρχής και ιδίως της Αρχής Προστασίας Απορρήτου Επικοινωνιών, για να 
εξακριβωθούν, κατ’  εντολή Εισαγγελέων, ανακριτών, προανακριτικών αρχών, Δικαστικών 
Συμβουλίων ή Δικαστηρίων, τα ηλεκτρονικά ίχνη μιας εγκληματικής πράξεως (πρβλ. και 
Γνωμοδοτήσεις Εισαγγελέα Α.Π. 12/2009 και 9/2011, ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, είναι σαφές ότι οι ανωτέρω 
Γνωμοδοτήσεις αφορούν τα εγκλήματα του ποινικού Δικαίου και όχι την αστική ευθύνη εξ 
αδικοπραξίας.
     
 Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που 
εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με 
την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που 
επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή 
αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθ. 395, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), πλην 
των εγγράφων δηλώσεων των ….. ….., ….. ….., …… ….. και ….. ….. (με ημερομηνίες 13/6/2008, 
17/6/2008, 14/6/2008 και 12/6/2008), διότι αυτές συντάχθηκαν για να προσκομισθούν κατά την 
πρωτοβάθμια δίκη, αλλά δεν περιβλήθηκαν τον τύπο της ένορκης βεβαίωσης (παράβαση άρθρου 
671 παρ. 1 ΚΠολΔ) και, συνεπώς, δεν επιτρέπεται να ληφθούν υπόψη ούτε για τη συναγωγή 
δικαστικών τεκμηρίων (Α.Π. 2030/2006 ΝΟΜΟΣ) και πλην της προσκομιζόμενης από τον 
εκκαλούντα σε ανεπικύρωτη φωτοτυπία από 16-7-2007 ΄Εκθεσης ΄Ενορκης Εξέτασης Μάρτυρα 
του αστυνομικού (χωρίς να προσδιορίζεται ο βαθμός του) …. ……., διότι, πέραν του ότι είναι 
ανεπικύρωτο, δεν προσδιορίζει ο εκκαλών από ποιά ποινική δικογραφία προέρχεται το εν λόγω  
έγγραφο, δεδομένου μάλιστα ότι ο εκκαλών δεν ισχυρίζεται ότι υπέβαλε έγκληση κατά του 
εφεσιβλήτου για την παρούσα υπόθεση, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο 
ενάγων είναι δημοσιογράφος και, ειδικότερα, διευθυντής σύνταξης του περιοδικού με την 
επωνυμία «….» που εκδίδεται στην Καβάλα, συνεργάτης της εφημερίδας «….» που εκδίδεται στην 
……, πρώην υπάλληλος του γραφείου τύπου της περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας - Θράκης και 
επικεφαλής του γραφείου τύπου ενός βουλευτού - υπουργού, ενώ παρουσιάζει δυσχέρεια βάδισης 
λόγω δυσπλασίας του αριστερού του ποδιού με ποσοστό αναπηρίας 50%. Στο παγκόσμιο ιστό 
(www) υφίσταται ένα ιστολόγιο με την επωνυμία http: ………., στο οποίο δημοσιεύονται κείμενα 
τοπικού ενδιαφέροντος της Ροδόπης υπό τον τίτλο «….. …. ……», με υπότιτλο τις φράσεις «…… και 
από το ….. – .. …. …. …..». Στις 3/5/2007 αναρτήθηκε στο ιστολόγιο αυτό ένα κείμενο με τον τίτλο 
«Ο κουτσός και ο χαζός τον πρώτο χρόνο χαίρονται», με περιεχόμενο σαφώς υβριστικό και 
συκοφαντικό σε βάρος του ενάγοντα, καθότι ευθέως αναφέρεται ότι αυτός στο παρελθόν 
εκδιώχθηκε κακήν κακώς από την Καβάλα και βρήκε επαγγελματική στέγη στην Κομοτηνή, ενώ 
έμμεσα χαρακτηρίζεται ως «κουτσός» και «χαζός». Ως κάτοχος - διαχειριστής του επίδικου 
ιστολογίου φέρεται ο εναγόμενος, διότι το επώνυμό του αποτελεί τμήμα της προαναφερθείσας 
επωνυμίας του ιστολογίου αυτού, γεγονός που αρνείται ο τελευταίος, ισχυριζόμενος ότι δεν έχει 
καν πρόσβαση στο διαδίκτυο (δηλαδή σύνδεση με internet) και ότι κάποιος άλλος, 
χρησιμοποιώντας το δικό του επώνυμο, δημιούργησε το εν λόγω ιστολόγιο. Ο ενάγων προσκομίζει 
και επικαλείται διάφορες εκτυπώσεις από ιστότοπους ή ιστοσελίδες, όπου αναγράφονται τα 
ηλεκτρονικά στοιχεία του εναγομένου, μεταξύ δε άλλων της ιστοσελίδας με τα στοιχεία «….. … …. - 
…… …. …… του … ….», της ιστοσελίδας με τα τίτλο «…. .. …», στο λήμμα «…. : ….: … - ….. ….», όπου 
αναγράφεται «….. … … - ..... …….. του ..... ......» (23-3-2007), της ιστοσελίδας «........ ........», όπου 
υπάρχει καταχώρηση άρθρου του εναγομένου με τον τίτλο «Η αντίπερα όχθη …..» και 
αναγράφεται η ηλεκτρονική διεύθυνση «http:.... ..... ..........» (27-9-2007), και της ιστοσελίδας με 
τίτλο «... ....» (11-2-2008), η οποία αναφέρεται σε συνάντηση bloggers της Κομοτηνής και 
αναγράφει ότι παρευρέθη και ο εναγόμενος με διεύθυνση ιστολογίου «http:......... ......». Από τα 
ανωτέρω αποδεικτικά μέσα, σαφώς μεν προκύπτει η εμφάνιση των στοιχείων του εναγομένου σε 
διάφορα ιστολόγια ή ιστοσελίδες, αλλά δεν αποδεικνύεται εάν αυτός(εναγόμενος) ή κάποιος τρίτος 
έθεσε σε κυκλοφορία και χρήση τα στοιχεία του στο διαδίκτυο, διότι, σύμφωνα προς όσα 
εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της απόφασης αυτής, ο κάτοχος - διαχειριστής ενός ιστολογίου και 
όσοι αναρτούν σε αυτό κείμενα δεν υποχρεούνται να εμφανίζονται στο αναγνωστικό κοινό τους με 
το αληθινό τους όνομα, αλλά μπορούν να χρησιμοποιούν ψευδώνυμο, άρα δεν αποδείχθηκε ότι 
συντάκτης του επίδικου κειμένου είναι ο εναγόμενος.  Συνακόλουθα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, 
το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση ομοίως έκρινε, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και, συνεπώς, 
ο σχετικός πρώτος λόγος της κρινόμενης έφεσης, που υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να 
απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος.
     
 Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την ανωτέρω υπ’ αριθ. 44/2008 μη οριστική του απόφαση επί της 
υπόθεσης αυτής, διέταξε την επανάληψη της συζητήσεως, προκειμένου να προσκομισθεί έγγραφο 
από το Τμήμα Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της Διεύθυνσης Ασφάλειας Θεσσαλονίκης περί των 
στοιχείων του κατόχου – διαχειριστή του επιδίκου ιστολογίου. Το ανωτέρω Τμήμα Ηλεκτρονικού 
Εγκλήματος, με το υπ’  αριθ. 9009/20/211-α/27-11-2008 έγγραφό του, γνωστοποίησε στον 
εναγόμενο, μεταξύ άλλων, τα εξής : «6. Για την διερεύνηση και συγκεκριμένα για την αναζήτηση 
της ταυτότητας του κατόχου – διαχειριστή του ιστολογίου – …………, απαιτείται άρση του 
απορρήτου, ενέργεια η οποία δεν δύναται να γίνει επειδή δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που 
προβλέπονται στον Ν. 2225/94.». Επίσης, πέραν του ότι δεν συντρέχουν στη συγκεκριμένη 
περίπτωση οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ανωτέρω νόμου περί άρσης του απορρήτου των 
επικοινωνιών, δεν μπορεί εν προκειμένω να τύχει εφαρμογής ούτε η ανωτέρω υπ’ αριθ. 9/2009 
Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Α.Π., εφόσον πρόκειται περί αδικοπραξίας και όχι περί ποινικού 
αδικήματος, όπως εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της απόφασης αυτής. Συνακόλουθα, το 
πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφαση, ομοίως έκρινε, ορθά εφήρμοσε 
το νόμο και, συνεπώς, ο σχετικός δεύτερος λόγος της υπό κρίση έφεσης, που υποστηρίζει τα 
αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
     
 Μετά τα ανωτέρω δεκτά γενόμενα και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς εξέταση, πρέπει η 
κρινόμενη έφεση να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, 
του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, βαρύνουν τον εκκαλούντα, που χάνει τη δίκη (άρθ. 176, 183, 
191 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα στο διατακτικό.

                     Γ Ι Α  Τ Ο Υ Σ  Λ Ο Γ Ο Υ Σ  Α Υ Τ Ο Υ Σ
     
 Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
     
 Δέχεται τύποις την έφεση και απορρίπτει αυτήν κατ’  ουσία.
     
 Επιβάλλει στον εκκαλούντα τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού 
δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600,00) Ευρώ.
     
 Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Κομοτηνή στις 7 Φεβρουαρίου 2012 σε μυστική διάσκεψη και 
δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του στις 7 Μαρτίου 2012 χωρίς να παρευρίσκονται 
οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
        
        Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
  


Προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο εργοδότης υποχρεούται να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του εργαζομένου μετά την ακύρωση της απόλυσής του με δικαστική απόφαση.


Αριθμός 9/2011 

 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ 
 Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της πλήρους Ολομελείας: Γεώργιο Καλαμίδα, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ηλία Γιαννακάκη, Δημήτριο Πατινίδη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Ελισάβετ Μουγάκου- Μπρίλλη, Ρένα Ασημακοπούλου, Αντιπροέδρους, Χαράλαμπο Δημάδη, Βασίλειο Λυκούδη, Βασίλειο Φούκα, Γεώργιο Χρυσικό, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Ζαϊρη, Βιολέττα Κυτέα, Γεωργία Λαλούση, Αντώνιο Αθηναίο- Εισηγητή, Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Παναγιώτη Κομνηνάκη, Δημήτριο Μαζαράκη, Παναγιώτη Ρουμπή, Κωνσταντίνο Φράγκο, Σαράντη Δρινέα, Νικόλαο Πάσσο, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου - Κατσαβριά, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Κωνσταντίνο Τσόλα, Δημήτριο Κράνη, Χριστόφορο Κοσμίδη, Ανδρέα Ξένο, Κυριακούλα Γεροστάθη, Βασίλειο Φράγγο, Ευφημία Λαμπροπούλου, Αθανάσιο Γεωργόπουλο, Δημήτριο Κόμη, Αντώνιο Ζευγώλη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Ασπασία Καρέλλου, Γεράσιμο Φουρλάνο, Μιλτιάδη Σπυρόπουλο και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης).
 Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 17 Φεβρουαρίου 2011, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη-Σπυρίδωνα Τέντε και της Γραμματέως Σουλτάνας Κουφιάδου, για να δικάσει μεταξύ: Του καλούντος - αναιρεσείοντος: Χ. Π., κατοίκου ..., o οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του ......................., που κατέθεσε προτάσεις. Των καθών η κλήση - αναιρεσιβλήτων: 1) Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "…. ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ" και το διακριτικό τίτλο "…..",που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Ι. Κ., Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της "…….",τους οποίους εκπροσώπησαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι ....................................., που κατέθεσαν προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15 Δεκεμβρίου 2006 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1239/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 655/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 22 Μαρτίου 2010 αίτησή του την οποία έφεραν προς συζήτηση στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με την 72/2010 κοινή πράξη, ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, γιατί με αυτή τίθεται νομικό ζήτημα γενικοτέρου ενδιαφέροντος. Με την από 18 Μαΐου 2010 κλήση του καλούντος-αναιρεσείοντος η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αντώνιος Αθηναίος ανέγνωσε την από 27.1.2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη όλων των λόγων της αίτησης αναίρεσης. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων, αφού έλαβαν το λόγο από τον Πρόεδρο, ανέπτυξαν και προφορικά στο ακροατήριο τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, που αναφέρονται στις προτάσεις τους, και ζήτησαν ο μεν του αναιρεσείοντος την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, ο δε των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε ότι πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι εκ του άρθρου 559 αρ.1 και 19 Κ.Πολ.Δ λόγοι της αναιρέσεως. Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει. Κατά την 9η Ιουνίου 2011, ημέρα που συγκροτήθηκε το παρόν δικαστήριο προκειμένου να διασκεφθεί την ανωτέρω υπόθεση ήταν απόντες οι Αρεοπαγίτες Βασίλειος Λυκούδης, Ιωάννης Σίδερης, Σπυρίδων Μιτσιάλης, Νικόλαος Πάσσος, Γεώργιος Αδαμόπουλος, Κυριακούλα Γεροστάθη και Δημήτριος Κόμης, οι οποίοι δήλωσαν κώλυμα αρμοδίως, παρισταμένων πλέον των είκοσι εννέα (29) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση της υπόθεσης, κατ' άρθρο 23 παρ. 2 του ν.1756/1988, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση με το άρθρο 44 του ν.3659/2008.

 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Επειδή, η αίτηση αναίρεσης εισάγεται με το 1/2010 κοινό πρακτικό του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 563 παρ.2 εδ.β του ΚΠολΔικ. σε συνδυασμό με το άρθρο 23 παρ.2 εδ.β του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων κ.λ.π. (ν.1756/1988),διότι κρίθηκε ότι τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, στρέφεται δε κατά της 655/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. 
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 648, 652, 653, 656 και 361 ΑΚ προκύπτει, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο δικαστήριο, ότι ο εργοδότης διαθέτοντας με βάση το διευθυντικό του δικαίωμα, την εξουσία να ρυθμίζει όλα τα θέματα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεως του για την επίτευξη των σκοπών της δεν έχει καταρχήν, εκτός από αντίθετη συμφωνία, υποχρέωση να απασχολεί το μισθωτό και η μη αποδοχή εκ μέρους του των προσφερομένων υπηρεσιών αυτού δεν έχει κατά τις εν λόγω διατάξεις άλλες συνέπειες εκτός από εκείνες που επέρχονται από την υπερημερία του. 
Η καταρχήν όμως νόμιμη άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί την εργασία του μισθωτού καθίσταται παράνομη όταν υπερβαίνει προφανώς τα κριτήρια που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ και αποβαίνει έτσι καταχρηστική, όπως όταν θίγει υλικά ή ηθικά συμφέρον τα του εργαζομένου ή επιφέρει χωρίς λόγο προσβολή της προσωπικότητας του κατά τα άρθρα 59, 914 και 932 ΑΚ, οπότε παρέχεται σ' αυτόν αξίωση για την άρση της προσβολής και την παράλειψη της στο μέλλον, καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, περιστατικά, τα οποία πρέπει να κρίνονται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. 
Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 του ν. 1264 /1982 που επιβάλλει στον εργοδότη, με απειλή ποινικών κυρώσεων, την υποχρέωση για πραγματική απασχόληση του μισθωτού, αναφέρεται στην εξαιρετική περίπτωση που ο εργαζόμενος απολύθηκε και η απόλυση του κρίθηκε άκυρη με δικαστική απόφαση. 
Ωστόσο, και στη περίπτωση αυτή, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας η υποχρέωση του εργοδότη για αποδοχή των υπηρεσιών του εργαζομένου δεν ανακύπτει ως αυτόματη συνέπεια της αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας, αλλά με την συνδρομή των παραπάνω περιστάσεων.
Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 Κ.Πολ.Δικ. λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοσθεί ενώ συν έτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντιστοίχως δε όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμένα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του κανόνα δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσας έννομης συνέπειας ή την άρνηση της. 
Στη προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με τις νομικές σκέψεις του, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφασή, δέχθηκε ότι" .. .Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 648,652,653,656 και 361 ΑΚ προκύπτει ότι ο εργοδότης διαθέτοντας με βάση το διευθυντικό του δικαίωμα, την εξουσία να ρυθμίζει όλα τα θέμα τα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησε ως του για την επίτευξη των σκοπών της δεν έχει καταρχήν, εκτός από αντίθετη συμφωνία, υποχρέωση να απασχολεί το μισθωτό και η μη αποδοχή εκ μέρους του των προσφερομένων υπηρεσιών αυτού δεν έχει κατά τις εν λόγω διατάξεις άλλες συνέπειες εκτός από εκείνες που επέρχονται από την υπερημερία του. 
H καταρχήν όμως νόμιμη άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί την εργασία του μισθωτού καθίσταται παράνομη όταν υπερβαίνει προφανώς τα κριτήρια που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ και αποβαίνει έτσι καταχρηστική, όπως όταν θίγει υλικά ή ηθικά συμφέροντα του εργαζομένου ή επιφέρει χωρίς λόγο προσβολή της προσωπικότητάς του κατά τα άρθρα 59,914 και 932 ΑΚ, οπότε παρέχεται σ'αυτόν αξίωση για την άρση της προσβολής και την παράλειψη της στο μέλλον, καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. 
Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 23 παρ.2 του ν 1264/1282 που επιβάλλει στον εργοδότη, με απειλή ποινικών κυρώσεων, την υποχρέωση για πραγματική απασχόληση του μισθωτού, αναφέρεται στην εξαιρετική περίπτωση που ο εργαζόμενος απολύθηκε και η απόλυση του κρίθηκε άκυρη με δικαστική απόφάση. Ωστόσο και στην περίπτωση αυτή η υποχρέωση του έργοδότη για αποδοχή των υπηρεσιών του εργαζομένου δεν ανακύπτει ως αυτόματη συνέπεια της αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας, αλλά με την συνδρομή των παραπάνω περιστάσεων...".
Ακολούθως το Εφετείο, αφού δέχθηκε κατ' ουσίαν την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 1239/2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του ως κατ' ουσίαν αβάσιμη ως προς όλα τα αιτήματα της, μεταξύ των οποίων και αυτό να υποχρεωθεί η πρώτη αναιρεσίβλητη να αποδέχεται την εργασία του και να τον απασχολεί στην εργασία που πρόσφερε και στη θέση που είχε πριν την άκυρη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ή σε άλλη θέση ομοειδή ή παρεμφερή και πάντως ανάλογη των προσόντων του, καθώς και τα σύστοιχα αιτήματα του, να καταδικασθεί αυτή σε χρηματική ποινή 500 ευρώ για κάθε ημέρα που θα αρνείται να τον επαναπροσλάβει και ο δεύτερος αναιρεσίβλητος σε προσωπική κράτηση διαρκείας 6 μηνών, που κρίθηκαν νόμιμα, στη συνέχεια εξαφάνισε την ως άνω πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε τα αμέσως ανωτέρω αγωγικά αιτήματα ως μη νόμιμα, καθόσον δεν αναφέρονταν στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής περιστατικά με τα οποία η άρνηση της πρώτης αναιρεσίβλητης να αποδεχθεί τις προσφερόμενες υπηρεσίες εκ μέρους του αναιρεσείοντος γίνεται κάτω από περιστάσεις οι οποίες υπερβαίνουν προφανώς τα κριτήρια που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ ή συνιστούν παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του, ή ότι εκ προθέσεως ζημιώνεται κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, ή ότι υπαιτίως προσβάλλεται το δικαίωμα του στην ανάπτυξη της προσωπικότητας του και της συμμετοχής του στην οικονομική ζωή, στοιχεία απαραίτητα για τη νομική θεμελίωση του.
 Έτσι που έκρίνε το Εφετείο, δεν παρεβίασε, κατά την προαναφερθείσα πλειοψηφούσα άποψη, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 349, 361,648, 652,653,656 και 23 παρ.2 ν.1264/1282, τις οποίες αντιθέτως ορθώς εφάρμοσε, ενόψει του ότι δεν αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτούνται για την ορθή εφαρμογή τους. Επομένως, πρέπει, κατά τη ανωτέρω γνώμη, να απορριφθούν οι περί του αντιθέτου ενιαίως κρινόμενοι, πρώτος και δεύτερος κατά το πρώτο μέρος του, λόγοι αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., ως αβάσιμοι.
 Κατά τη γνώμη, όμως δύο εκ των μελών του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα των αρεοπαγιτών Χριστόφορου Κοσμίδη και Ευφημίας Λαμπροπούλου, είναι, πράγματι, αληθές ότι από τις διατάξεις των άρθρων 648, 652, 653 και 656 σε συνδυασμό με το άρθρο 361 ΑΚ συνάγεται ότι ο εργοδότης, εκτός από αντίθετη συμφωνία, δεν έχει την υποχρέωση να απασχολεί πραγματικά το μισθωτό, περιοριζόμενος μόνο στην υποχρέωση καταβολής του μισθού, είτε αποδέχεται την παροχή της εργασίας είτε όχι. Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 57, 281, 919 ΑΚ και 5 παρ.1 του Συντάγματος συνάγεται ότι η ως άνω, κατ' αρχήν νόμιμη, άρνηση του εργοδότη ως προς την αποδοχή της εργασίας του μισθωτού καθίσταται παράνομη όταν είναι καταχρηστική, διότι υπερβαίνει προφανώς τα όρια που διαγράφονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του διευθυντικού δικαιώματος ή όταν συνιστά αθέμιτη προσβολή της προσωπικότητας του μισθωτού ή όταν επιφέρει εκ προθέσεως σ' αυτόν ζημία κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή, τέλος, όταν προσβάλλει υπαιτίως το δικαίωμα του στην ανάπτυξη της προσωπικότητας και στη συμμετοχή στην οικονομική ζωή. Στις περιπτώσεις αυτές, προκειμένου ο μισθωτός να επιδιώξει δικαστικώς την πραγματική απασχόληση του στο μέλλον, πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει περιστατικά, τα οποία στοιχειοθετούν την κατά τα ανωτέρω παρανομία της αρνήσεως του εργοδότη να τον απασχολεί πραγματικά. Όταν, όμως, η άρνηση του εργοδότη να απασχολεί το μισθωτό εκδηλώνεται ως αποτέλεσμα καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, σε περίπτωση που η καταγγελία προσβάλλεται ως άκυρη, η άρνηση για πραγματική απασχόληση υπονοείται αυτόχρημα παράνομη. Οπότε ο μισθωτός, επιδιώκοντας την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας και την εκ νέου πραγματική απασχόληση αυτού εκ μέρους του εργοδότη, αρκεί να επικαλεσθεί και αποδείξει τα περιστατικά επί των οποίων ερείδεται η ακυρότητα και δεν απαιτείται να προσθέσει περιστατικά τα οποία στοιχειοθετούν καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος ή παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του ή αδικοπραξία σε βάρος του ή παράνομο αποκλεισμό από την οικονομική ζωή. Διότι όλα αυτά, λόγω της διαταραχής της ομαλής λειτουργίας της συμβάσεως εργασίας που εκδηλώθηκε με την ως άκυρη προσβαλλόμενη καταγγελία, ενυπάρχουν στον περί ακυρότητας ισχυρισμό και στους λόγους που τον θεμελιώνουν και που καθιστούν ταυτόχρονα παράνομη την, ήδη εκδηλωθείσα, άρνηση για πραγματική απασχόληση. Η κρίση αυτή επιβεβαιώνεται από τον ορισμό του άρθρου 23 παρ.2 του ν. 1264/1982, σύμφωνα με τον οποίο "ο εργοδότης και οι εκπρόσωποι του, που αρνούνται την πραγματική απασχόληση του εργαζόμενου, του οποίου η απόλυση έχει κριθεί άκυρη με δικαστική απόφαση, τιμωρούνται με φυλάκιση ή και με χρηματική ποινή για κάθε παράβαση ή άρνηση". Η απόδοση ποινικής απαξίας στην εν λόγω συμπεριφορά του εργοδότη, που είχε καταγγείλει ακύρως τη σύμβαση εργασίας, ιδρύει, μετά τη δικαστική αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας, ουσιαστικού δικαίου υποχρέωση αυτού να επαναπροσλάβει και να απασχολήσει πραγματικά τον ακύρως απολυθέντα μισθωτό και καθιστά άνευ ετέρου παράνομη την άρνηση του να συμμορφωθεί προς την υποχρέωση αυτή. Επομένως, σύμφωνα με την ελάσσονα γνώμη του Δικαστηρίου, οι ως άνω λόγοι αναιρέσεως θα έπρεπε να γίνουν δεκτοί. 

Επειδή, ο από το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔικ. λόγος αναιρέσεως προϋποθέτει ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και ελλείψεις ή ασάφειες στη διατύπωση της ελάσσονος προτάσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Επομένως ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη ή μη νόμιμη (Ολ.ΑΠ 3/1997).Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης και κατά το δεύτερο μέρος του, ο αναιρεσείων ψέγει την προσβαλλομένη απόφαση για έλλειψη νόμιμης βάσης και ειδικότερα για αντιφατική αιτιολογία ως προς την παραδοχή της περί απορρίψεως των αγωγικών αιτημάτων περί υποχρέωσης της πρώτης αναιρεσίβλητης να δέχεται τις υπηρεσίες του αναιρεσείοντος, με απειλή σε βάρος της χρηματικής ποινής και σε βάρος του δεύτερου αναιρεσίβλητου προσωπικής κράτησης, ενόψει του ότι, ενώ έκρινε, και σε σχέση με τα αγωγικά αιτήματα 1)να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του αναιρεσείοντος ως καταχρηστικής,2)να υποχρεωθεί η πρώτη αναιρεσίβλητη να του καταβάλει α)μισθούς υπερημερίας και β) χρηματική ικανοποίηση λόγω προσβολής της προσωπικότητας του, εξαιτίας της άκυρης απόλυσης του, ότι εξ αντικειμένου και σύμφωνα με τις επιταγές της καλής πίστης βασίμως μπορούσε να αξιωθεί από την πρώτη αναιρεσίβλητη η διατήρηση του αναιρεσείοντος στην υπηρεσία της με τη λήψη ηπιότερου μέτρου της απολύσεως και συγκεκριμένα της προσωρινής αργίας, οπότε θα καθίστατο αυτός προσεκτικότερος στην ικανοποιητική εκπλήρωση των εργασιακών του υποχρεώσεων, και ότι επιπλέον υπέστη αυτός ηθική βλάβη από την προσβολή της προσωπικότητας του εκ μέρους της πρώτης αναιρεσίβλητης δεδομένου ότι θίχθηκε ανεπανόρθωτα η επαγγελματική του αξία και υπόληψη, και συνακόλουθα μετ' εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δέχθηκε την ένδικη αγωγή ως προς τα ως άνω αγωγικά αιτήματα, ως ουσιαστικά βάσιμη, εξετάζοντας όμως περαιτέρω τη νομιμότητα των προαναφερθέντων αγωγικών αιτημάτων ως προς την υποχρέωση της πρώτης αναιρεσίβλητης να αποδέχεται τις υπηρεσίες του αναιρεσείοντες, με απειλή σε βάρος της χρηματικής ποινής και σε βάρος του δεύτερου αναιρεσιβλήτου προσωπικής κράτησης, τα απέρριψε ως νομικά αβάσιμα, με την αιτιολογία ότι δεν διαλαμβάνονταν στο δικόγραφο της άνω αγωγής οι ειδικές περιστάσεις από τις οποίες να προκύπτει η υπέρβαση των από το άρθρο 281 ΑΚ διαγραφομένων ορίων ή η παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του, αν και τις ως άνω περιστάσεις τις αναφέρει στις παραδοχές της περί ακυρότητας της απόλυσης του ως καταχρηστικής και την εξαιτίας αυτής (ακυρότητας της απόλύσης του) προσβολής της προσωπικότητας του.
 Ο λόγος όμως αυτός (δεύτερος κατά το δεύτερο μέρος του), από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως ως απαράδεκτος, καθόσον ως προς τα αμέσως προναφερθέντα αγωγικά αιτήματα (υποχρέωσης επαναπρόσληψης του αναιρεσείοντος και το συναφές της απειλής χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης),δεν υπήρξε ουσιαστική κρίση και συνακόλουθα αποδεικτικό πόρισμα του δικαστηρίου της ουσίας αλλά αυτά απορρίφθηκαν ως νομικά αβάσιμα. 

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
 Απορρίπτει την από 22-3-2010 αίτηση για αναίρεση της 655/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ. 
 Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 9 Ιουνίου 2011 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Ιουνίου 2011.  

 Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ





Σημαντική απόφαση του Εφετείου Αθηνών για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων από εισπρακτική εταιρία 

 
ΑΡΙΘΜΟΣ   2887/2010
TO ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ: 13ο

       Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Καλογήρου, Πρόεδρο Εφετών Παρασκευή Μεντζελοπούλου - Εισηγήτρια, Σοφία Κανατάκη - Μπαμπανικολού Εφέτες και από τη Γραμματέα Στυλιανή Τζανιδάκη.

       Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Νοεμβρίου 2009 για να  δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

       ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ ...................................., κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο (ο ίδιος) με την ιδιότητα του ως δικηγόρος με δήλωση του κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.

       ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1)Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία "..............Α.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Εισπρακτικής Εταιρείας με την επωνυμία "................................ Α.Ε.", που εδρεύει στη Νέα Ιωνία Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα και 3) Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΟΣ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα,  από τους οποίους εφεσίβλητους,  η πρώτη εφεσίβλητη, εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Αλκηστη Σπέντζου, η δεύτερη εφεσίβλητη, εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Δημήτριο Καραμαγκιώλη, με δηλώσεις τους κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, και τέλος το τρίτο εφεσίβλητο, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
      Ο ενάγων και ήδη εκκαλών, με την από 30 Μαΐου 2006 αγωγή του προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που κατατέθηκε με αριθμό 10720/2006, ζήτησε να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται σ' αυτή.
      Το Δικαστήριο εκείνο, εξέδωσε την 296/2009 οριστική του απόφαση με την οποία απέρριψε την αγωγή.
     Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο εκκαλών, με την από 3 Φεβρουαρίου 2009 έφεση του, και τους από 10 Οκτωβρίου 2009 πρόσθετους λόγους του, προς το Δικαστήριο τούτο, που κατατέθηκαν με αριθμούς 1118/2009 και Β.Α.Β. 745/2009 αντίστοιχα.
      Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά του πινακίου και συζητήθηκε.
      Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των εφεσίβλητων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο με δηλώσεις τους κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.
     Ο εκκαλών, παραστάθηκε στο ακροατήριο (ο ίδιος), με την ιδιότητα του ως δικηγόρος με δήλωση του κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.
           
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
      Η από 3-2-2009 (αρ. καταθ. 1118/2009) έφεση τού ενάγοντος κατά της υπ' αριθμό 296/2009οριστικής αποφάσεως τού Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδοθείσης κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί, ως προς την πρώτη και δεύτερη εφεσίβλητες, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπροθέσμως, πρέπει επομένως να γίνει τυπικά δεκτή ως προς αυτές και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την προσήκουσα όμως διαδικασία των άρθρων 664-676 ΚΠολΔ - κατά την οποία έπρεπε να δικαστεί η υπόθεση, κατ' άρθρο 23 παρ. 3εδα Ν. 2472/1997 "Προστασία τού ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" (βλ. Εφ.Αθ. 1597/2007 Τρ.Νομ.Πλ. ΝΟΜΟΣ) - καθ' όσον πρόκειται για απαίτηση απορρέουσα από αστική ευθύνη των εναγομένων-εφεσιβλήτων, προς αποκατάσταση ηθικής βλάβης τού ενάγοντος, λόγω προσβολής προσωπικότητας, φερομένης ως προκληθείσης από τις επικαλούμενες παραβάσεις τού νόμου αυτού.
      Παραδεκτοί είναι εξάλλου και οι από 10-10-2009 (αρ. καταθ. 745/2009) πρόσθετοι λόγοι της εφέσεως κατά των ως άνω εφεσίβλητων και πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτοί ως προς τις εφεσίβλητες αυτές, συνεκδικαζόμενοι με την έφεση, κατά την ίδια διαδικασία.
      Ως προς το τρίτο εφεσίβλητο Ν.Π.Δ.Δ. με τήν επωνυμία "ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ", το οποίο δεν παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της υποθέσεως κατά την ως άνω δικάσιμο, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση τής εφέσεως και των προσθέτων λόγων της, καθόσον ο εκκαλών δεν επικαλείται, ούτε προσκομίζει αποδεικτικό κλητεύσεως αυτού. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο εκκαλών πρωτοδίκως είχε παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής ως προς το τρίτο εναγόμενο-εφεσίβλητο, ωστόσο προέχει η έρευνα τού παραδεκτού της συζητήσεως της υποθέσεως.
      Με την από 30-5-2006 (αρ. καταθ. 10720/2006) αγωγή τού ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, σχετικά με τα εκκαλούμενα κεφάλαια, ο εκκαλών εξέθετε (κατ' εκτίμηση τού δικογράφου) ότι η πρώτη εναγομένη τράπεζα} με την οποία είχε καταρτίσει την αναφερόμενη στην αγωγή σύμβαση δανείου και η δεύτερη εναγομένη εισπρακτική εταιρία δια των προστηθέντων υπαλλήλων τους, πρόσβαλαν παρανόμως και υπαιτίως (από πρόθεση) την προσωπικότητά του, με παράνομη επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων, προκαλώντας του σημαντική ηθική βλάβη.
 Ειδικότερα, εξέθετε ότι η πρώτη εναγομένη προέβη σε παράνομη επεξεργασία των συλλεγέντων από αυτήν - κατά την κατάρτιση τής παραπάνω συμβάσεως -προσωπικών δεδομένων του, με τη διαβίβαση προς την δεύτερη εναγομένη τού ονόματος του, τού επωνύμου του, του ονόματος πατρός του, της ημερομηνίας γεννήσεως του, του αριθμού τηλεφώνου του, τής διευθύνσεως κατοικίας του, τού επαγγέλματος του καθώς και της πληροφορίας περί δήθεν χρέους του, παραλείποντας να τον ενημερώσει, όπως όφειλε, αφ' ενός κατ' άρθρο 11 παρ. 1 Ν. 2472/1977 με τρόπο σαφή για τους σκοπούς της επεξεργασίας, κατά το στάδιο συλλογής των δεδομένων αυτών, κατά τον χρόνο καταρτίσεως τής συμβάσεως τού δανείου), αφετέρου κατ' άρθρο 11 παρ. 3 τού Ν. 2472/1977, κατά τον χρόνο πρίν από τη διαβίβαση τους στη δεύτερη εναγομένη εισπρακτική εταιρία (τρίτη-αποδέκτρια) για τήν μέλλουσα ανακοίνωση των προσωπικών τού δεδομένων προς αυτήν.
Οτι η δεύτερη εναγομένη, παρανόμως επεξεργάστηκε ως τρίτη-αποδέκτρια τα ως άνω προσωπικά του δεδομένα, τα οποία μη νομίμως συνέλεξε από την πρώτη εναγομένη και καταχώρησε αυτά στο αρχείο της (ηλεκτρονικό υπολογιστή), ακολούθως δε, τα χρησιμοποίησε, δια τού αναφερόμενου στην αγωγή προστηθέντος υπαλλήλου της, ο οποίος τον κάλεσε τηλεφωνικώς την 28-3-2006 στην οικία του και αιφνιδιάζοντας τον, του ζητούσε την επιβεβαίωση των γνωστών σε εκείνον προσωπικών του δεδομένων (στοιχεία ταυτότητας ημερομηνία γέννησης κ.λ.π.), δηλώνοντας του ότι τα είχε έμπροσθεν του στην οθόνη του, μαζί με μία ανείσπρακτη οφειλή από δάνειο, χωρίς να τον ενημερώνει για την επωνυμία της εταιρίας εκ μέρους της οποίας τον καλούσε.
Ότι με τις παραπάνω παράνομες πράξεις και παραλείψεις οι εναγόμενες του προκάλεσαν μεγάλη ψυχική αναστάτωση, θυμό και οργή. Ζητούσε δε - μετά από περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής (με τις πρωτόδικες προτάσεις) και την εν συνεχεία μετατροπή του κατά ένα μέρος σε αναγνωριστικό - να υποχρεωθούν οι δύο πρώτες εναγόμενες
να του καταβάλουν, σε ολόκληρο η κάθε μία, το ποσό των 2.934,70 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι του οφείλουν ακόμη, επίσης εις ολόκληρο, το ποσό των 440.205 ευρώ, νομιμοτόκως από 28-3-2006, άλλως από της επιδόσεως τής αγωγής μέχρι τήν εξόφληση, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση τής ηθικής του βλάβης, κατά τα εκτιθέμενα ειδικότερα στην αγωγή.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε νόμιμη την αγωγή σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 71, 914, 922, 932, 340, 345, 346 Α.Κ., 1, 2, 3, 4, 10, 11, 23 παρ. 1 Ν. 2472/1997 και άρθρο 70 ΚΠολΔ.
Το δε παρεπόμενο αίτημα, περί επιδικάσεως τόκων από 28-3-2006, έκρινε εν μέρει νόμιμο από τής επιδόσεως τής αγωγής,  απορρίπτοντας αυτό για το προγενέστερο διάστημα, με την αιτιολογία ότι "επί χρηματικής οφειλής από αδικοπραξία οφείλονται τόκοι από την επίδοση της αγωγής, εφόσον ο οφειλέτης δεν κατέστη υπερήμερος από προηγούμενο χρόνο, συνεπεία οχλήσεως από το δικαιούχο της απαιτήσεως".
Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έκρινε κατ' ουσίαν την μεταξύ τής πρώτης εναγομένης και του ενάγοντος σύμβαση δανείου και δέχθηκε ότι, ο τελευταίος δεν τήρησε τις συμβατικές του υποχρεώσεις και η εναγομένη κατάγγειλε τη σύμβαση του δανείου. Οτι λόγω της καθυστέρησης που παρουσίαζε ο δανειακός λογαριασμός του ενάγοντος η πρώτη εναγομένη διαβίβασε τα προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος, ονοματεπώνυμο, διεύθυνση, επάγγελμα, τηλέφωνα επικοινωνίας, στοιχεία ταυτότητος, την αιτία και το ποσό οφειλής - τα οποία έκρινε ότι δεν εμπίπτουν στα ευαίσθητα δεδομένα που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 2 παρ. β Ν. 2472/1997 - στην δεύτερη εναγομένη με εντολή, δοθείσα στα πλαίσια τής από 25-05-2005 μεταξύ τους συμβάσεως, να προβεί στο όνομα και για λογαριασμό της, ως άμεσος αντιπρόσωπος αυτής, στην εξώδικη είσπραξη της οφειλής του ενάγοντος.
Κρίνοντας δε περαιτέρω ότι η πρώτη εναγομένη δεν είχε υποχρέωση να ενημερώνει τον ενάγοντα πριν από την διαβίβαση των δεδομένων του κατ' άρθρο 11 παρ. 3 Ν. 2472/1997 και ότι η επεξεργασία των δεδομένων αυτών από την δεύτερη εναγομένη ως εκτελούσα την επεξεργασία στα πλαίσια τής σχέσης αντιπροσώπευσης, ήταν νόμιμη, η δε όχληση αυτού για να πληρώσει την οφειλή του συνιστά νόμιμη άσκηση δικαιώματος τής πρώτης εναγομένης, απορρέοντος από την δανειακή σύμβαση, δέχθηκε ότι δεν αποδείχθηκε η τέλεση αδικοπραξίας εις βάρος του ενάγοντος ούτε προσβολή της προσωπικότητας του εκ μέρους των δύο ως άνω εναγομένων και απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, ενώ επιδίκασε σε βάρος του ενάγοντος τη δικαστική δαπάνη των εναγομένων, τήν οποία όρισε στο ποσό των 8.800 ευρώ.

      Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται τώρα ο ενάγων με τους αναφερόμενους στην έφεση του λόγους και τους προσθέτους λόγους αυτής, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή, ενώ παραπονείται και για την επιβληθείσα σε βάρος του δικαστική δαπάνη.

      Με το Ν. 2472/1997 "Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" - ο οποίος εκδόθηκε για την προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας, σύμφωνα με τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1981 (που κυρώθηκε με το Ν. 2068/1992) και την 95/46/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου τής Ευρωπαϊκής Ενωσης της 24-10-1995 "Για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι τής επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών" - ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα : Στο άρθρο 1 ότι : "Αντικείμενο του παρόντος νόμου είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως τής ιδιωτικής ζωής", στο άρθρο 2, ότι : "Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως
α) "δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα" κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων ... β) "Ευαίσθητα δεδομένα" τα δεδομένα που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε ένωση, σωματείο και συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την ερωτική ζωή, καθώς και τα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, γ) "υποκείμενο των δεδομένων" το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει του αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόσταση του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική, δ) "επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ("επεξεργασία") κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή ..., ζ) "Υπεύθυνος επεξεργασίας" οποιοσδήποτε καθορίζει το σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός ..., η) "Εκτελών την επεξεργασία" οποιοσδήποτε επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό υπεύθυνου επεξεργασίας, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, θ) "Τρίτος" κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός,  εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπευθύνου επεξεργασίας, ι) "Αποδέκτης", το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι, ια) "Συγκατάθεση" του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει και με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού
προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει πληροφόρηση τουλάχιστον για τον σκοπό της επεξεργασίας, τα δεδομένα ή τις κατηγορίες των δεδομένων που αφορά η επεξεργασία, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνση του υπεύθυνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του ..." Στο άρθρο 3 παρ. 1 ορίζεται ότι οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω η εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο.
Στο άρθρο 4 παρ. 1 ορίζεται ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους
σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία εν όψει των σκοπών αυτών, β) ..., γ) ... Στο άρθρο 5 παρ. 1 ορίζεται ότι επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει την συγκατάθεση του, ενώ στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου όταν α) η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση σύμβασης, στην οποία συμβαλλόμενο μέρος είναι υποκείμενο δεδομένων, β) ..., γ) κ.λ.π. ε) η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο (έννομο συμφέρον) υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των προσώπων τα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώσεις ελευθερίες αυτών. Με το άρθρο 7 παρ. 1 ορίζεται ότι Απαγορεύεται η συλλογή και η επεξεργασία "ευαίσθητων δεδομένων" ενώ στην παρ. 2 του άρθρου αυτού απαριθμούνται οι περιπτώσεις στις οποίες επιτρέπεται κατ' εξαίρεση η συλλογή των δεδομένων αυτών. Στο άρθρο 10 παρ. 1 ορίζεται ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι απόρρητη. Διεξάγεται αποκλειστικά και μόνο από πρόσωπα που τελούν υπό τον έλεγχο του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία και μόνο κατ' εντολήν του. Με τις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου ορίζονται οι υποχρεώσεις του υπευθύνου επεξεργασίας για την επιλογή προσώπων με αντίστοιχα επαγγελματικά προσόντα, παρέχοντα επαρκείς εγγυήσεις από πλευράς τεχνικών γνώσεων και προσωπικής ακεραιότητας για την τήρηση του απορρήτου (παρ. 2) και για την λήψη κατάλληλων οργανωτικών και τεχνικών μέσων για την ασφάλεια των δεδομένων κ.λ.π. (παρ. 3), ενώ με την παρ. 4 ορίζεται "Αν η επεξεργασία διεξάγεται για λογαριασμό του υπευθύνου από πρόσωπο μη εξαρτώμενο από αυτόν η σχετική ανάθεση γίνεται υποχρεωτικά εγγράφως". Η ανάθεση προβλέπει υποχρεωτικά ότι ο ενεργών την επεξεργασία τη διεξάγει μόνον κατ' εντολήν του υπευθύνου και ότι οι λοιπές υποχρεώσεις του παρόντος άρθρου βαρύνουν αναλόγως και αυτόν. Με το άρθρο 11 παρ. 1 ορίζεται ότι "ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει, κατά το στάδιο συλλογής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα να ενημερώνει, με τρόπο πρόσφορο και σαφή το υποκείμενο για τα εξής τουλάχιστον στοιχεία : α) ..., β) το σκοπό της επεξεργασίας, γ) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων" και με την παρ. 2 του εν λόγω άρθρου ορίζεται ότι "εάν κατά τη συλλογή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ο υπεύθυνος επεξεργασίας ζητεί την συνδρομή του υποκειμένου, οφείλει να το ενημερώνει ειδικώς και εγγράφως για τα στοιχεία της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, καθώς και για τα δικαιώματα του, σύμφωνα με τα άρθρα 11 έως 13 του παρόντος νόμου ...",ενώ με την παρ. 3 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι "εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς". Με το άρθρο 23 παρ. 1 ορίζεται ότι "φυσικό ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του παρόντος νόμου προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε αποζημίωση. Αν προκάλεσε ηθική βλάβη υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεως όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον". Με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι "Η κατά το άρθρο 932 Α.Κ. χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για παράβαση του παρόντος νόμου ορίζεται κατ' ελάχιστον στο ποσό των 2.000.000 δραχμών, εκτός εάν ζητήθηκε από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό ή η παράβαση οφείλεται σε αμέλεια. Η χρηματική αυτή ικανοποίηση επιδικάζεται ανεξαρτήτως από την αιτούμενη αποζημίωση για περιουσιακή βλάβη". Από τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν προκύπτει ότι η ρύθμιση του Ν. 2472/1997 συμπληρώνει το προϋπάρχον αυτού νομικό πλαίσιο (άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 9 παρ. 1 εδ. 2 και 19 του Συντάγματος, άρθρο 57 του Α.Κ. κ.λ.π.), συγκεκριμενοποιεί τον ευρύτερο κανόνα προστασίας της προσωπικότητας του άρθρου 57 του Α.Κ. και διευρύνει έννοια των παράνομων προσβολών της προσωπικότητας σε σχέση με το άρθρο 57 Α.Κ., ώστε να θεωρείται - κατ' αρχήν - απαγορευμένη κάθε επέμβαση στα προσωπικά δεδομένα άλλου (ευμενή ή δυσμενή), χωρίς την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων που τάσσονται από τις διατάξεις του νόμου (βλ. μελέτη Μιχ. Σταθόπουλου σε ΝοΒ τόμος 48 σελ. 1-19).

Ετσι ο Ν. 2472/1997 απαγορεύει την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων φυσικού
προσώπου, όταν γίνεται, πλην άλλων περιπτώσεων και χωρίς την προηγουμένη ενημέρωση του
υποκειμένου των δεδομένων, δικαίωμα που προστατεύεται αυτοτελώς αλλά αποτελεί και την
προϋπόθεση για την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων πρόσβασης και αντίρρησης του
υποκειμένου των δεδομένων (βλ. εισηγ. Εκθεση ν. 2472/1997 στο ΝοΒ 1997 σλ. 505).

Σύμφωνα δε, με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει -μετά
τη συλλογή των σχετικών δεδομένων και πριν από τη διαβίβαση τους σε τρίτους - να
ενημερώνει για τη συλλογή και διαβίβαση τα υποκείμενα των δεδομένων, μεταξύ άλλων και
για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων του (είτε πρόκειται για
αποδέκτες στους οποίους προβλέπεται η μεταβίβαση των δεδομένων ήδη από το στάδιο της
συλλογής, είτε πρόκειται για αποδέκτες που προστέθηκαν αργότερα). Η σχετική ενημέρωση
πρέπει να γίνεται το αργότερο πριν από την μετάδοση των προσωπικών δεδομένων στους
αποδέκτες-τρίτους. Εξάλλου, ο τρίτος-αποδέκτης ο οποίος κατά τον ν. 2472/1997 (άρθρο 2
παρ. δ) ασκεί και αυτός επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, οφείλει μόλις έλθει σε πρώτη
επαφή με το υποκείμενο των δεδομένων να το ενημερώσει εγγράφως για την πρόθεση του να
κάνει χρήση των δεδομένων του, για τον σκοπό της χρήσης και για τον υπεύθυνο
επεξεργασίας αυτών, από το αρχείο του οποίου θα γίνει η άντληση των δεδομένων (σύμφωνα
με τις με αρ. 050/20-1-2000 και 109/31-3-1999 Αποφάσεις της Αρχής).

Τέλος, εάν στο υποκείμενο των δεδομένων έχει προκληθεί ηθική βλάβη από πράξεις του
υπευθύνου επεξεργασίας και του αποδέκτη αυτών (ή των οργάνων τους) κατά παράβαση των
διατάξεων του Ν. 2472/1997 (παράνομα) και όταν αυτοί όφειλαν να γνωρίζουν την πιθανότητα
επέλευσης της βλάβης, τότε παρέχεται στον πρώτο η κατά το άρθρο 932 Α.Κ. αξίωση
χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική του βλάβη, η οποία ορίζεται κατ' ελάχιστο όριο στο
ποσό των 2.000.000 δρχ. (ή 5.869,61 ευρώ), εκτός αν ζητήθηκε μικρότερο ποσό ή η παράβαση
που προκάλεσε τήν ηθική βλάβη οφείλεται σε αμέλεια (βλ. ΕφΑθ 3833/2003 Τρ. Νομ. Πλ.
ΝΟΜΟΣ).

Η ευθύνη εξ άλλου του προκαλούντος ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων,
για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου είναι νόθος αντικειμενική και προϋποθέτει
συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) που παραβιάζει τις διατάξεις του Ν. 2472/1997 ή (και)
των κατ' εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικών πράξεων της Αρχής, β) ηθική βλάβη γ) αιτιώδη
συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης και δ) υπαιτιότητα, ήτοι γνώση ή
υπαίτια άγνοια, αφενός των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και αφετέρου τής
πιθανότητας να επέλθει η ηθική βλάβη. Η ύπαρξη υπαιτιότητας τεκμαίρεται και ως εκ τούτου
ο προκαλών την ηθική βλάβη, προκειμένου γα απαλλαγεί από τήν ευθύνη του, έχει το βάρος
να αποδείξει ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματος του πραγματικά
γεγονότα (Α.Π. 1923/2006, Τρ. Νομ. Πλ. ΝΟΜΟΣ).

      Κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή και κατ' εκτίμηση του δικογράφου της ο ενάγων
επικαλείτο ότι η πρώτη εναγομένη κατά την κατάρτιση του δανείου συνέλεξε και μετέπειτα
διαβίβασε στην δεύτερη εναγομένη από τα στοιχεία ταυτότητας του (όνομα, επίθετο, όνομα
πατρός, αριθμό τηλεφώνου, διεύθυνση κατοικίας, ημερομηνία γεννήσεως), το επάγγελμα του
και το δυσμενές οικονομικό δεδομένο του φερομένου χρέους του από τη σύμβαση του δανείου,
στοιχεία τα οποία φέρεται ότι του ανακοίνωσε ο προστηθείς υπάλληλος της εναγομένης κατά
την ως άνω τηλεφωνική τους συνομιλία.

Καίτοι δε, με την αγωγή επικαλείτο παράνομη συλλογή, διαβίβαση, καταχώρηση κ.λ.π. εκ
μέρους των εναγομένων, "ευαίσθητων δεδομένων" αυτού, ουδόλως επικαλείτο κάποιο από τα
απαριθμούμενα περιοριστικώς στη διάταξη του άρθρου 2 περ. β του Ν. 2472/1997 "ευαίσθητα
δεδομένα", που προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη. Κατά συνέπεια η αγωγή ήταν αόριστη ως
προς τις επικαλούμενες παραβάσεις επεξεργασίας κ.λ.π. "ευαίσθητων δεδομένων", ενώ ήταν
ορισμένη και νόμιμη μόνον ως προς τις παραβάσεις των απλών προσωπικών δεδομένων του
ενάγοντος που αναφέρονταν στην αγωγή, όπως ορθά κατ' αποτέλεσμα κρίθηκε με την
εκκαλουμένη απόφαση, ότι αυτά δεν εμπίπτουν στην ιδιαίτερη κατηγορία των "ευαίσθητων
δεδομένων", με ελλιπή έστω αιτιολογία ως προς τήν παραπάνω αοριστία τής αγωγής πού
έκρινε σιγή. Οσα επομένως αντίθετα υποστηρίζει ο εκκαλών με τον σχετικό λόγο εφέσεως
είναι αβάσιμα, απορριπτόμενου ως αβασίμου του λόγου αυτού.       

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, οι
οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως του
πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, της με αριθμό 5766/27-5-2008 ένορκης βεβαιώσεως ενώπιον του
Ειρηνοδίκη Αθηνών, την οποία ο ενάγων επικαλείται και προσκομίζει και έχει ληφθεί νόμιμα
μετά από εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων του από τα παρακάτω συνομολογούμενα από τους
διαδίκους (άρθρα 261 ΚΠολΔ) καθώς και από όλα τα έγγραφα ;τα οποία οι διάδικοι
επικαλούνται και προσκομίζουν αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Ο ενάγων είχε καταρτίσει με την
πρώτη εναγομένη τράπεζα, από το έτος 1999, σύμβαση ανοικτού δανείου 500.000 δρ.,
εξοφλητέου σε μηνιαίες δόσεις των 25.000 δρχ.

Η εν λόγω σύμβαση πέραν του εγγράφου της καταρτίσεως της, του έχοντος σχέση με τη
συλλογή των προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος, δεν αποτελεί αντικείμενο τής κρινομένης
αγωγής, καθόσον ο τελευταίος δεν διελάμβανε σ' αυτήν αίτημα για αναγνώριση τής υπάρξεως
ή ανυπαρξίας κάποιας έννομης σχέσης του με την πρώτη εναγομένη, από τη σύμβαση αυτή,
αλλά διηγηματικώς μόνον ανέφερε - κατ' εκτίμηση του δικογράφου - και γεγονότα, αφορώντα
την ανώμαλη εξέλιξη τής ενοχής από τη σύμβαση του δανείου, επικαλούμενος ότι η εναγομένη
τράπεζα αντισυμβατικά του ζητούσε να τής καταβάλει δόσεις μεγαλύτερες από τις κατ' αυτόν
οφειλόμενες ως συμφωνηθείσες.

Παρεπιμπτόντως μόνον είναι ερευνητέα τα επικαλούμενα και από τις δύο εναγόμενες, σχετικά
με τη σύμβαση αυτή, γεγονότα, προς θεμελίωση του ισχυρισμού τους, ότι ήταν επιτρεπτή η
επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του ενάγοντος ως αναγκαία (κατ' άρθρο 5
παρ. 2α Ν. 2472/1997) για την είσπραξη, της, κατά την  πρώτη εναγομένη, οφειλής του
τελευταίου  από  τη σύμβαση αυτή, από την δεύτερη εναγομένη, για λογαριασμό τής πρώτης
εναγομένης.

Από το προαναφερθέν αποδεικτικό υλικό αποδείχθηκε ότι κατά την κατάρτιση της ως άνω
συμβάσεως του δανείου την 26-9-1999 η πρώτη εναγομένη τράπεζα, συνέλεξε από τον ίδιο τον
ενάγοντα τα επικαλούμενα στην αγωγή απλά προσωπικά δεδομένα αυτού, που ήταν αναγκαία για
την κατάρτιση τής σύμβασης, όπως επώνυμο, όνομα, όνομα πατρός, ημερομηνία γέννησης,
αριθμό ταυτότητας, διεύθυνση κατοικίας, αριθμό τηλεφώνου, επάγγελμα (βλ. την
επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την πρώτη εναγομένη από 26-9-1999 "αίτηση για
χορήγηση ανοικτού δανείου και κάρτας ........"). Η αποπληρωμή του δανείου δεν εξελίχθηκε
ομαλά, διότι όπως η πρώτη εναγομένη ισχυρίζεται και συνομολογείται από τον ενάγοντα
(άρθρο 261 ΚΠολΔ) ο τελευταίος καθυστερούσε τις καταβολές του, διαφωνώντας όπως ο ίδιος
εκθέτει στην αγωγή ως προς το ύψος των οφειλομένων μηνιαίων δόσεων, που κατ' αυτόν
ανερχόταν στο ποσό των 45 ευρώ, ενώ όπως ισχυρίζεται η εναγομένη τράπεζα και προκύπτει
από το επικαλούμενο από αυτήν ως άνω έγγραφο αίτησης-σύμβασης δανείου, το ποσό της
ελάχιστης μηνιαίας καταβολής είχε οριστεί σε 25.000 δρχ. (ισότιμο σε ευρώ 73,37).

Εχοντας αξίωση η πρώτη εναγομένη από τις καθυστερούμενες δόσεις του δανείου, μετά από
επανειλημμένες οχλήσεις της προς τον ενάγοντα, ζήτησε από αυτόν με τις από 20-2-2006 και
20-3-2006 επιστολές της να τής καταβάλει το ποσό των 1.655,75 ευρώ δηλώνοντας του ότι,
διαφορετικά θα ανατίθετο η υπόθεση του στη νομική της υπηρεσία.

Ακολούθως όμως ανέθεσε στην δεύτερη εναγομένη εισπρακτική εταιρία - βάσει τής μεταξύ
τους συμβάσεως εντολής (βλ. το από 25-5-2005 "ιδιωτικό συμφωνητικό σύμβασης εντολής που
οι εναγόμενες επικαλούνται και προσκομίζεται") *- την είσπραξη της οφειλής,
διαβιβάζοντας σ' αυτήν τα παραπάνω προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος, με το δυσμενές
οικονομικό δεδομένο της οφειλής χωρίς προηγουμένως να έχει ενημερώσει τον ενάγοντα για
τη διαβίβαση αυτή.

Η πρώτη εναγομένη με τις πρωτόδικες προτάσεις της ισχυρίσθηκε ότι κατά την συλλογή των
ως άνω προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος για τη σύμβαση του δανείου είχε προβεί σε
σχετική ενημέρωση με την προαναφερθείσα από 26-9-1999 αίτηση σύμβαση χορήγησης ανοικτού
δανείου με το ακόλουθο περιεχόμενο "η Τράπεζα και η εταιρία ....................A.E.
διατηρούν το δικαίωμα συλλογής, επεξεργασίας και διαβίβασης των προσωπικών στοιχείων μου
και των οικονομικών πληροφοριών με σκοπό την ομαλή λειτουργία της συναλλακτικής μας
σχέσης και γενικά την προστασία των συναλλαγών".

Από το κείμενο όμως αυτό της προσκομιζόμενης ως άνω σύμβασης της οποίας το περιεχόμενο
της είναι σαφές και αναμφίβολο ουδόλως αποδεικνύεται από την εν λόγω εναγομένη - που
έχει το βάρος απόδειξης της ενημέρωσης κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη - ότι
αυτή κατά τον παραπάνω χρόνο της συλλογής των δεδομένων είχε ενημερώσει τον ενάγοντα
κατά τρόπο σαφή για τον σκοπό τής επεξεργασίας (διαβίβασης) και για τους αποδέκτες ή τις
κατηγορίες αποδεκτών, όπως απαιτείτο κατ' άρθρο 11 παρ. 1 β, γ. Η εν λόγω εναγομένη
εξάλλου δεν επικαλέσθηκε, ούτε απέδειξε ότι είχε προβεί σε τέτοια ενημέρωση
μεταγενέστερα, μετά την συλλογή των δεδομένων και πρίν από τη διαβίβαση τους προς την
δεύτερη εναγομένη.

Η τελευταία εξάλλου, συνέλεξε και καταχώρησε τα διαβιβασθέντα ως άνω σ' αυτήν προσωπικά
δεδομένα του ενάγοντος στο αρχείο της (ηλεκτρονικό υπολογιστή), χωρίς προηγουμένως να
έχει ενημερώσει τον ενάγοντα για την επεξεργασία αυτή, παραβιάζοντας το αυτοτελώς
προστατευόμενο από τον παραπάνω νόμο, δικαίωμά του για σχετική ενημέρωση. Η εν λόγω
εναγομένη είχε αντίστοιχη υποχρέωση ενημέρωσης ως αποδέκτρια-τρίτη έναντι του ενάγοντος,
που αγνοούσε την ύπαρξη της, εφόσον η εναγομένη τράπεζα δεν του είχε γνωστοποιήσει ότι
θα διαβίβαζε  προς αυτήν τα προσωπικά του δεδομένα.

Ειδικώτερα η εναγομένη εισπρακτική εταιρία που ασκούσε επεξεργασία προσωπικών  
δεδομένων πελατών της εναγομένης τράπεζας, όπως και η ίδια συνομολογεί με τις πρωτόδικες
προτάσεις της (βλ. σελ. 13) δεν επικαλείται ούτε αποδεικνύει - καθόσον αυτή έχει το
βάρος αποδείξεως - ότι είχε ενημερώσει τον ενάγοντα για την πρόθεση της να κάνει χρήση
των δεδομένων του.

Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι η εναγομένη αυτή προέβη σε περαιτέρω επεξεργασία (χρήση) των
ως άνω παρανόμως διαβιβασθέντων σ' αυτήν προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος, καλώντας
αυτόν τηλεφωνικώς στην οικία του, την 28-3-2006, δια του προστηθέντος υπαλλήλου της, με
το επώνυμο ............ ο οποίος αιφνιδιάζοντας τον του ζητούσε -χωρίς μάλιστα να τον
ενημερώνει για λογαριασμό ποιας εταιρίας τον καλούσε  - να του επιβεβαιώσει τα γνωστά
σ' εκείνον στοιχεία ταυτότητας κ.λ.π. δηλώνοντας του ότι τα είχε έμπροσθεν του στην |
"οθόνη" του μαζί με μια ανείσπρακτη οφειλή από δάνειο, προκαλώντας του μεγάλη ψυχική
αναστάτωση, θυμό και οργή από το γεγονός ότι τα απόρρητα κατά τον ως άνω νόμο προσωπικά
του δεδομένα είχαν ανακοινωθεί και διαρρεύσει χωρίς καμμίαν απολύτως δική του
ενημέρωση σε τρίτους. Οι προαναφερόμενες παράνομες και υπαίτιες (από πρόθεση) πράξεις
και παραλείψεις των εναγομένων (δια των προστηθέντων οργάνων τους) προσέβαλαν την
προσωπικότητα του ενάγοντος και προκάλεσαν σ' αυτόν σημαντική ηθική βλάβη, ενώ τα όργανα
των εναγομένων,  κατά την επεξεργασία (διαβίβαση, λήψη, καταχώρηση, χρήση) των
προσωπικών δεδομένων αυτού, χωρίς την προηγούμενη ενημέρωση του, όφειλαν να γνωρίζουν
την πιθανότητα επέλευσης της προαναφερόμενης ηθικής βλάβης. Ενόψει δε του είδους του
θιγομένου αγαθού, του μεγέθους της προσβολής, των συνθηκών τέλεσης αυτής, του βαθμού
υπαιτιότητας των οργάνων των εναγομένων και της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως
των διαδίκων μερών η καταβλητέα εύλογη χρηματική ικανοποίηση πρέπει να οριστεί στο ποσό
των 5.869,40 ευρώ (2.000.000 δρχ. το ελάχιστο κατά τον ως άνω νόμο).

Πρέπει να σημειωθεί εδώ, ότι ενώ όπως προαναφέρθηκε η υπαιτιότητα των εναγομένων
τεκμαίρεται οι τελευταίες δεν απέδειξαν ότι ανυπαιτίως αγνοούσαν τα θεμελιωτικά του
πταίσματος τους πραγματικά γεγονότα όπως έπρεπε για να απαλλαγούν από την ευθύνη τους
κατά τα προαναφερθέντα στη   μείζονα σκέψη.  

Τέλος ο ισχυρισμός των 3 εναγομένων περί επιτρεπτής επεξεργασίας των δεδομένων   του
ενάγοντος χωρίς τη συγκατάθεση του, αλυσιτελώς προβλήθηκε, καθόσον, ο   ενάγων θεμελίωνε
την παράνομη επεξεργασία σε παράλειψη  ενημέρωσης του εκ  μέρους αυτών και όχι σε
έλλειψη συγκατάθεσης του.

Συνακόλουθα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε την
αγωγή, δεχόμενο ότι δεν απαιτείτο ενημέρωση και περαιτέρω ότι δεν ήταν   αναγκαία η
συγκατάθεση του (με την παραπάνω αιτιολογία της) καθώς και ότι δεν αποδείχθηκε
αδικοπραξία των εναγομένων έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και ως προς την
εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βάσιμα ο εκκαλών παραπονείται με τον σχετικό λόγο τής
εφέσεως και τον συναφή των προσθέτων λόγων της, που πρέπει να γίνουν δεκτοί, ενώ
παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων που περιέχονται στην έφεση και τους προσθέτους
λόγους αυτής.

   Κατ' ακολουθίαν των παραπάνω πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το
μέρος που εκκαλείται βασίμως κατά τα ανωτέρω αφού δε, κρατηθεί η υπόθεση στο παρόν
Δικαστήριο και ερευνηθεί η αγωγή κατά το μέρος αυτό πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως
βάσιμη και κατ' ουσίαν (νόμιμη σύμφωνα με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν) και να
υποχρεωθούν οι εναγόμενες να καταβάλουν στον ενάγοντα σε ολόκληρο η κάθε μία το
αιτούμενο καταψηφιστικώς ποσό των 2.934,70 ευρώ, καθώς και να αναγνωριστεί ότι του
οφείλουν ακόμη, επίσης εις ολόκληρο, το ποσό των 2.934,70 ευρώ, νομιμοτόκως από τής
επομένης της επιδόσεως τής αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Τέλος πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των εναγομένων μέρος της δικαστικής δαπάνης του
ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 178 και 183 ΚΠολΔ) όπως ορίζεται στο
διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

- Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

- Συνεκδικάζει την έφεση και τους προσθέτους λόγους αυτής
κατά της με αριθμό 296/2009 αποφάσεως του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Αθηνών.

-Δέχεται τυπικά και κατ' ουσίαν την έφεση και τους προσθέτους
λόγους.

-Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση κατά το μέρος που βασίμως εκκαλείται.

- Κρατεί την υπόθεση και

- Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

- Υποχρεώνει τις εναγόμενες να καταβάλουν στον ενάγοντα, σε ολόκληρο ο καθένας, το ποσό
των δύο χιλιάδων ενιακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ και εβδομήντα λεπτών (2.934,70 ευρώ),
νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

-Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενες οφείλουν να καταβάλουν στον
ενάγοντα, σε ολόκληρο η κάθε μία και το ποσό των 2.934,70 ευρώ,
νομιμοτόκως ως ανωτέρω.

Επιβάλλει σε βάρος των εναγομένων τα δικαστικά έξοδα του
ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε χίλια
(1.000) ευρώ, ήτοι 500 ευρώ σε κάθε μία.

-Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 23 Απριλίου 2010
και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του
στις 31 Μαΐου 2010, χωρίς νά παρίστανται οι διάδικοι και οι
πληρεξούσιοι τους δικηγόροι.
0 ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ





_______________________________________

Απόφαση Αρείου Πάγου για την κήρυξη καταχρηστικών όρων σε σύμβαση χορήγησης πιστωτικής κάρτας και σε βιβλιάρια καταθέσεων :


Αριθμός 652/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Βασίλειο Ρήγα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του
Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννη Παπανικολάου), Γεώργιο Χρυσικό, Ιωάννη Σίδερη,
Νικόλαο Λεοντή και Γεώργιο Γεωργέλλη , Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Νοεμβρίου 2009, με την παρουσία και της
Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:


Α. Της αναιρεσείουσας - καλούσας : Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία "....
ΤΡΑΠΕΖΑ ... ..... ...", που εδρεύει στην ...και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία
εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους της Δημήτριο Τσικρικά, Δημήτριο Λαδά και
Κωνσταντίνο Παναγόπουλο.

Του αναιρεσιβλήτου - καθού η κλήση: Σωματείου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την
επωνυμία "ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται
νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Γεώργιο Μεντή και
Γεώργιο Δέλλιο.

Β. Του αναιρεσείοντος: Σωματείου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την επωνυμία "ΕΝΩΣΗ
ΚΑΤΑΝΩΛΩΤΩΝ Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, το
οποίο εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Γεώργιο Μεντή και Γεώργιο
Δέλλιο.

Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία ".... ΤΡΑΠΕΖΑ

ΤΗΣ ..... ....", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε
από τους πληρεξουσίους δικηγόρους της Δημήτριο Τσικρικά, Δημήτριο Λαδά και Κωνσταντίνο
Παναγόπουλο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14 Δεκεμβρίου 2006 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος
σωματείου που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών.

Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 961/2007 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 3499/2008 του
Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί α) η αναιρεσείουσα με την
από 10 Ιουλίου 2008 αίτησή της, με τον με ιδιαίτερο, από 2 Σεπτεμβρίου 2009 δικόγραφο
αυτής λόγο. Κατά την δικάσιμο της 5ης Οκτωβρίου 2009 δεν συζητήθηκε, λόγω διεξαγωγής των
βουλευτικών εκλογών κατά την 4ην Οκτωβρίου 2009 και ματαιώθηκε. Την υπόθεση επαναφέρει
προς συζήτηση η καλούσα με την από 5 Οκτωβρίου 2009 κλήση της και β) το αναιρεσείον με
την από 26 Σεπτεμβρίου 2008 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που
εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο
Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Λεοντής, ανέγνωσε Α. την από 26 Οκτωβρίου 2009 έκθεσή του
με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του δεύτερου, τρίτου κατά το πρώτο σκέλος αυτού,
του τέταρτου αναφορικά με τα με στοιχ. ΙΙΙ β(ιι) κεφάλαιο της αποφάσεως και έκτου λόγου
του κυρίου δικογράφου και την απόρριψη των λοιπών της 924/10-7-2008 αιτήσεως, με τον με
ιδιαίτερο, 155/2-9-2009, δικόγραφο πρόσθετο αυτής λόγο, για αναίρεση της 3499/19-6-2008
αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών και Β. την από 16 Οκτωβρίου 2009 ομοία, με την οποία
εισηγήθηκε την παραδοχή του δεύτερου λόγου και την απόρριψη των λοιπών της 1148/26-9-
2008 αιτήσεως για αναίρεση της 3499/19-6-2008 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Οι
πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή της αιτήσεως και του προσθέτου
αυτής λόγου, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την
καταδίκη του αντιδίκου του στην δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με τις κρινόμενες (ι) 924/10-7-2008 και (ιι) 1148/16-9-2008 αιτήσεις αναιρέσεως και τον
με ιδιαίτερο, 155/2-9-2009 δικόγραφο πρόσθετο λόγο της με στοιχ (ι) αιτήσεως,
προσβάλλεται η αυτή, 3499/19-6-2008, απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Προφανές είναι ότι οι
εν λόγω και με στοιχ. (ι) και (ιι) χαρακτηριζόμενες αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να
συνεκδικασθούν (Κ.Πολ.Δ 573 παρ. 1, 246) και ερευνηθεί στη συνέχεια η βασιμότητα των
διατυπούμενων δι' αυτών λόγων αναιρέσεως με βάση τις νομικές και ουσιαστικές παραδοχές
της προσβαλλόμενης δι' αυτών αποφάσεως, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής κατ'
επιτρεπτή, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων.
Ειδικότερα:
(ι) Με στοιχ (ι) αίτηση αναιρέσεως:

Με την 215769/2900/14-12-2006 αγωγή το ενάγον και ήδη αναιρεσίβλητο σωματείο με την
επωνυμία "ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ", εδίωκε (α) να απαγορευθεί στην
εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα ".....ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ........." να χρησιμοποιεί και να
διατυπώνει στις συνομολογούμενες με τους πελάτες της συμβάσεις τους διαλαμβανόμενους και
χαρακτηριζόμενους ως καταχρηστικούς και επομένως άκυρους γενικούς όρους, με την απειλή
χρηματικής ποινής για κάθε παράβαση της σχετικής διατάξεως της εκδοθησομένης αποφάσεως,
και (β) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης σε πληρωμή του χρηματικού ποσού των
2.000.000,00 Ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που
υπέστη το καταναλωτικό κοινό από την εν λόγω παράνομη συμπεριφορά της. Επί της εν λόγω
αγωγής εκδόθηκε, κατά μερική παραδοχή της, η 961/2007 απόφαση του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Αθηνών και σε δεύτερο βαθμό, ύστερα από τις 8164/9-10-2007 και 7316/7-9-
2007 εφέσεις των διαδίκων, η 3499/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με απορριπτική επί
αυτών κατ' ουσίαν κρίση. Κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως εναντιώνεται η ηττηθείσα
εκκαλούσα με την ένδικη αίτηση αναιρέσεως και τον πρόσθετο αυτής λόγο και με την έννοια
αυτή ερευνώνται στη συνέχεια κατ'αξιολογική σειρά οι διατυπούμενοι δι' αυτής λόγοι
αναιρέσεως. Ειδικότερα:

Α. Κύριο δικόγραφο:

Ι. Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση
ουσιαστικού κανόνα δικαίου, ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι
προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί
εσφαλμένα. Αντίθετα ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ. 14 Κ.Πολ.Δ., λόγος αναιρέσεως
στοιχειοθετείται σε παρά το νόμο κήρυξη ή μη κήρυξη ακυρότητας, εκπτώσεως από δικαίωμα ή
απαράδεκτο, που προέρχεται από παραβίαση δικονομικού δικαίου διατάξεως. Εξάλλου, κατά
την αρχική διάταξη του άρθρου 10§2 εδ. β του ν. 2251/1994 και στη συνέχεια, μετά την
τροποποίησή του με το άρθρο 13 του ν.3587/2007 (ΦΕΚ 152/τ. α'/10-7-2007), εκείνη του
άρθρου 10§17 εδ. 3 αυτού "Η συλλογική αγωγή ασκείται με απόφαση του διοικητικού
συμβουλίου της ένωσης καταναλωτών". Η απαιτούμενη από την εν λόγω διάταξη απόφαση του
διοικητικού συμβουλίου για την άσκηση της προβλεπόμενης από τις διατάξεις αυτού
συλλογικής αγωγής, θεσπίζεται ως όρος του παραδεκτού της αγωγής ή οποιασδήποτε άλλης
αιτήσεως προς παροχή έννομης προστασίας, που έχει ως νομικό αντικείμενο την διάγνωση
αξιώσεων, οι οποίες εκπηγάζουν από τον εν λόγω νόμο. Η προϋπόθεση αυτή του παραδεκτού
της συζητήσεως αρκεί να συντρέχει κατά την τελευταία συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται
η οριστική απόφαση, η οποία, ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, εμπίπτει στο πεδίο
εφαρμογής του άρθρου 67 Κ.Πολ.Δ., με εντεύθεν δικονομική δυνατότητα συμπληρώσεως της
ελλείψεως αυτής. Επομένως οι προβαλλόμενες κατά επικουρική σειρά με τον πρώτο κατά σειρά
λόγο αναιρετικές αιτιάσεις από το άρθρο 559 αρ. 1 και 14 Κ.Πολ.Δ με την έννοια της
ευθείας παραβιάσεως της διατάξεως του άρθρου 10§2 εδ. β' (και ήδη 10§17 εδ.3) του ν.
2251/1994 από την παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να απορρίψει την αγωγή ως
απαράδεκτη λόγω μη αναφοράς στο δικόγραφο αυτής της προηγούμενης αποφάσεως του
διοικητικού συμβουλίου του αναιρεσίβλητου για την άσκησή της, με προσήκουσα στην
περίπτωση αυτή εκείνη του άρθρου 559 αρ. 14 Κ.Πολ.Δ, ελέγχονται ως απαράδεκτη και
αβάσιμη αντίστοιχα.

ΙΙ. Κατά τους ορισμούς του άρθρου 2 του Ν.2251/1994 "περί προστασίας των καταναλωτών"
§1, "όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι
συναλλαγής) δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, εάν κατά την κατάρτιση της σύμβασης τους
αγνοούσε ανυπαιτίως, όπως, ιδίως, όταν ο προμηθευτής δεν του υπέδειξε την ύπαρξη τους ή
του στέρησε τη δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου τους. §2. Οι
γενικοί όροι συμβάσεων και παρεπόμενων συμφωνιών που καταρτίζονται στην Ελλάδα
διατυπώνονται γραπτώς στην Ελληνική γλώσσα, κατά τρόπο σαφή, συγκεκριμένο και εύληπτο,
ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να αντιληφθεί πλήρως το νόημα τους και εκτυπώνονται με
ευανάγνωστους χαρακτήρες σε εμφανές μέρος του εγγράφου της σύμβασης. Οι γενικοί όροι των
διεθνών συναλλαγών που εφαρμόζονται στην Ελληνική αγορά αποτυπώνονται υποχρεωτικά και
στην Ελληνική γλώσσα. §3. Όροι που συμφωνήθηκαν μετά από ατομική διαπραγμάτευση μεταξύ
των συμβαλλόμενων μερών (ειδικοί όροι) υπερισχύουν των αντίστοιχων γενικών όρων. §4.
Κατά την ερμηνεία των γενικών όρων συναλλαγών λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη προστασίας των
καταναλωτών. Γενικοί όροι συναλλαγών που διατυπώθηκαν μονομερώς από τον προμηθευτή ή από
τρίτον για λογαριασμό του, σε περίπτωση αμφιβολίας ερμηνεύονται υπέρ του καταναλωτή.

§5. Ειδικώς, όταν ελέγχεται το περιεχόμενο γενικού όρου συναλλαγών κατά την εφαρμογή
των παραγράφων 16α και 2 και 3 των άρθρων 10 και 13α αντίστοιχα, επιλέγεται η
δυσμενέστερη για τον καταναλωτή ερμηνευτική εκδοχή, εφόσον οδηγεί σε απαγόρευση
διατύπωσης και χρήσης του σχετικού όρου" (Οι παρ. 1 έως 5 αντικαταστάθηκαν ως άνω με την
παρ.1 άρθρ.2 Ν.3587/2007). §6. "Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη
σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε
βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι". Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού
όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών
που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και
όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται".
(Το πρώτο εδάφιο της παρ.6, όπως αυτή είχε αντικατασταθεί αρχικά με την παρ.24 αρθρ.10
του ν. 2741/1999 (ΦΕΚ 199/τ. α'/28-9-1999) και στη συνέχεια με το άρθρο 2§2 του ν.
3587/2007). §7. "Σε κάθε περίπτωση καταχρηστικοί είναι ιδίως οι όροι που:" ( Η πρώτη
φράση της παρ.7 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.24 αρθρ.10 Ν.2741/1999) α) παρέχουν
στον προμηθευτή, χωρίς εύλογη αιτία, υπερβολικά μεγάλη προθεσμία αποδοχής της πρότασης
του καταναλωτή για σύναψη σύμβασης, β) περιορίζουν τις ανειλημμένες συμβατικές
υποχρεώσεις και ευθύνες των προμηθευτών, γ) προβλέπουν προθεσμία καταγγελίας της
σύμβασης υπερβολικά σύντομη για τον καταναλωτή ή υπερβολικά μακρά για τον προμηθευτή, δ)
συνεπάγονται την παράταση ή ανανέωση της σύμβασης για χρονικό διάστημα υπερβολικά μακρό,
αν ο καταναλωτής δεν την καταγγείλει σε ορισμένο χρόνο, ε) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή
το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης ή λύσης της σύμβασης χωρίς ορισμένο, ειδικό και
σπουδαίο λόγο, ο οποίος να αναφέρεται στη σύμβαση" (Η περ. ε' αντικαταστάθηκε ως άνω με
την παρ.3 αρθρ.2 Ν.3587/2007), στ) επιτρέπουν στον προμηθευτή να καταγγείλει σύμβαση
αόριστης διάρκειας χωρίς εύλογη προθεσμία, ζ) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα
να κρίνει μονομερώς αν η παροχή του είναι σύμφωνη με τη σύμβαση, η) επιφυλάσσουν στον
προμηθευτή το απεριόριστο δικαίωμα να ορίζει μονομερώς το χρόνο εκπλήρωσης της παροχής
του, θ) ορίζουν ότι η παροχή δεν είναι υποχρεωτικό να ανταποκρίνεται στις ουσιώδεις, για
τον καταναλωτή, προδιαγραφές, στο δείγμα, στις ανάγκες της ειδικής χρήσης, για την οποία
την προορίζει ο καταναλωτής και την οποία αποδέχεται ο προμηθευτής ή στο συνηθισμένο
προορισμό της, ι) επιτρέπουν στον προμηθευτή να μην εκτελέσει τις υποχρεώσεις του χωρίς
σπουδαίο λόγο, ια) χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον
προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον
καταναλωτή, ιβ) περιορίζουν την ευθύνη του προμηθευτή για κρυμμένα ελαττώματα του
πράγματος, ιγ) αποκλείουν ή περιορίζουν υπέρμετρα την ευθύνη του προμηθευτή, ιδ)
προβλέπουν τη μετακύληση της ευθύνης του πωλητή, ή του εισαγωγέα αποκλειστικά στον
παραγωγό του αγαθού ή σε άλλον, ιε) περιορίζουν την υποχρέωση του προμηθευτή να τηρεί
τις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει οι εντολοδόχοι του ή εξαρτούν την εκπλήρωση των
υποχρεώσεων του από την τήρηση ειδικής τυπικής διαδικασίας, ιστ) επιτρέπουν στον
προμηθευτή να καταγγέλλει τη σύμβαση κατά την κρίση του, αν η ίδια ευχέρεια δεν
αναγνωρίζεται στον καταναλωτή, ή να παρακρατεί τα ποσά που έχουν καταβληθεί για παροχές
που δεν έχουν ακόμη εκτελεσθεί από αυτόν, όταν τη σύμβαση καταγγέλλει ο ίδιος, ιζ)
συνεπάγονται παραίτηση του καταναλωτή από τα δικαιώματα του σε περίπτωση μη εκπλήρωσης ή
πλημμελούς εκπλήρωσης της παροχής του προμηθευτή, ακόμη και αν τον προμηθευτή βαρύνει
πταίσμα, ιη) εμποδίζουν τον καταναλωτή να υπαναχωρήσει (από τη σύμβαση), όταν η αύξηση
του τιμήματος σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης είναι υπερβολική για αυτόν, ιθ)
αποκλείουν ή περιορίζουν τη νόμιμη ευχέρεια του καταναλωτή να μην εκτελέσει τη σύμβαση,
κ) απαγορεύουν στον καταναλωτή να επισχέσει εν όλω ή εν μέρει την καταβολή του
τιμήματος, όταν ο προμηθευτής δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του, κα) επιβάλλουν στον
καταναλωτή που πιστώθηκε με το τίμημα των αγαθών ή υπηρεσιών να εκδώσει
μεταχρονολογημένη επιταγή, κβ) συνεπάγονται παραίτηση του καταναλωτή από τις ενστάσεις
του κατά τρίτου που διαδέχεται τον προμηθευτή στη σχέση με τον καταναλωτή, κγ)
απαγορεύουν στον καταναλωτή να προτείνει σε συμψηφισμό προς υποχρεώσεις του από τη
σύμβαση ομοειδείς απαιτήσεις του κατά του προμηθευτή, κδ) βεβαιώνουν ότι ο καταναλωτής
γνωρίζει ορισμένους όρους της σύμβασης ή την κατάσταση των προμηθευόμενων πραγμάτων ή
την ποιότητα των υπηρεσιών, ενώ πραγματικά τα αγνοεί, κε) υποχρεώνουν τον καταναλωτή να
προκαταβάλει υπερβολικά μεγάλο μέρος του τιμήματος πριν αρχίσει η εκτέλεση της σύμβασης
από τον προμηθευτή, μολονότι ο προμηθευτής δεν ανέλαβε την υποχρέωση να εκτελέσει
παραγγελία του καταναλωτή με βάση συγκεκριμένες προδιαγραφές ή χαρακτηριστικά ούτε η
παροχή του προμηθευτή συνιστάται σε υπηρεσίες με κράτηση, κστ) επιτρέπουν στον
προμηθευτή να απαιτήσει από τον καταναλωτή υπέρμετρες εγγυήσεις, κζ) αναστρέφουν το
βάρος της απόδειξης σε βάρος του καταναλωτή ή περιορίζουν υπέρμετρα τα αποδεικτικά του
μέσα, κη) περιορίζουν υπέρμετρα την προθεσμία, μέσα στην οποία ο καταναλωτής οφείλει να
υποβάλει στον προμηθευτή τα παράπονα ή να εγείρει τις αξιώσεις του κατά του προμηθευτή,
κθ) αναθέτουν στον προμηθευτή χωρίς σπουδαίο λόγο την αποκλειστικότητα της συντήρησης
και των επισκευών του πράγματος και της προμήθειας των ανταλλακτικών, λ) επιβάλλουν στον
καταναλωτή, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της παροχής του, υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση
ή λα) αποκλείουν την υπαγωγή των διαφορών από σύμβαση στο φυσικό τους δικαστή με την
πρόβλεψη αποκλειστικής αλλοδαπής δικαιοδοσίας ή διαιτησίας, λβ) προβλέπουν την καταβολή
αποζημίωσης στον προμηθευτή, χωρίς αυτός να υποχρεούται να επικαλεστεί και να αποδείξει
τη ζημία που υπέστη."(Η περ. λβ' προστέθηκε με την παρ. 3 άρθρ. 2 Ν. 3587/2007). Ο
Ν.2251/1994 αποτελεί ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου
της 5-4-1993 "σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με
καταναλωτές", στην §1 του άρθρου 3 της οποίας ορίζεται ότι "ρήτρα σύμβασης που δεν
αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική όταν, παρά την
απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα
στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση", ενώ κατά
τη διάταξη του άρθρου 8 της ίδιας οδηγίας "τα Κράτη-μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή
διατηρούν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα Οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις
σύμφωνες προς τη συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή". Με
τους Γενικούς Όρους των Συναλλαγών (ΓΟΣ), είτε επιχειρείται απόκλιση από ρυθμίσεις του
ενδοτικού δικαίου είτε ρυθμίζονται πρόσθετα στοιχεία που δεν αντιμετωπίζονται από
διατάξεις του ενδοτικού δικαίου. Η ρύθμιση της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του Ν.2251/1994
αποτελεί εξειδίκευση του βασικού κανόνα της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, για την
απαγόρευση της καταχρηστικής άσκησης ενός δικαιώματος ή χρήσης ενός θεσμού (της
συμβατικής ελευθερίας).

Ενόψει τούτου, ο έλεγχος του κύρους του περιεχομένου ΓΟΣ βασικά προσανατολίζεται προς
τη διάταξη του πιο πάνω άρθρου 281 ΑΚ. Με τους ΓΟΣ δεν απαγορεύεται η απόκλιση από
οποιαδήποτε διάταξη ενδοτικού δικαίου, αλλά μόνο από εκείνες, που φέρουν "καθοδηγητικό"
χαρακτήρα ή σε περίπτωση άτυπων συναλλακτικών μορφών από τα ουσιώδη, για την επίτευξη
του σκοπού και τη διατήρηση της φύσης της σύμβασης, δικαιώματα και υποχρεώσεις των
μερών, που απηχούν πράγματι δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη για το συγκεκριμένο
είδος συναλλαγής. Καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος, είναι κάθε ΓΟΣ, ο οποίος, χωρίς
επαρκή και εύλογη αιτία, αποκλίνει από ουσιώδεις και βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού
δικαίου, δηλαδή από τις τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη.
Η καθοδηγητική λειτουργία του ενδοτικού δικαίου διαταράσσεται όταν, με το περιεχόμενο
του ΓΟΣ, αλλάζει η εικόνα που έχει διαμορφωθεί με βάση τους κανόνες του ενδοτικού
δικαίου για τη συγκεκριμένη συμβατική μορφή. Επίσης ελέγχεται, για καταχρηστικότητα,
ρύθμιση ενός ΓΟΣ, με τον οποίο επέρχεται περιορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων και
υποχρεώσεων που προκύπτουν από τη φύση της σύμβασης, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να
απειλείται ματαίωση του σκοπού της. Το άρθρο 2 παρ.6 του Ν.2251/1994 στην αρχική
διατύπωση χρησιμοποιούσε τον όρο "υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και
υποχρεώσεων των συμβαλλομένων", πράγμα που, όχι μόνο περιόριζε σημαντικά τον έλεγχο του
περιεχομένου των ΓΟΣ, αλλά και δεν ήταν σύμφωνος με τη διαληφθείσα διατύπωση του άρθρου
3 παρ.1 της Οδηγίας, η οποία ομιλεί για "σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα
και τις υποχρεώσεις των μερών". Η ανάγκη, σύμφωνης με την οδηγία, ερμηνείας του εθνικού
δικαίου, επιβάλλει όπως ο όρος "υπέρμετρη διατάραξη" ερμηνευθεί συσταλτικά ως ουσιώδης ή
σημαντική μόνο διατάραξη, που φανερά διαφέρει από την υπέρμετρη διατάραξη και δεν
αποτελεί λεκτικά ισοδύναμη έκφραση της προηγούμενης διατύπωσης του Ν.2251/1994. Για τους
ίδιους ως άνω λόγους, δηλαδή προς το σκοπό ερμηνείας του εθνικού δικαίου, σύμφωνης με τη
διαληφθείσα Οδηγία, η πιο πάνω ερμηνεία πρέπει να συνεχισθεί και σήμερα, μετά την
απάλειψη του όρου "υπέρμετρη" με το άρθρο 10 παρ.24 του Ν.2741/1999. Έτσι, μετά την
τελευταία αυτή τροποποίηση, η διάταξη της παραγρ.6 του άρθρου 2 του Ν.2251/1994, με τη
νέα διατύπωση της, πρέπει να ερμηνεύεται μέσω τελολογικής συστολής του γράμματος της
προς την κατεύθυνση της "ουσιώδους διατάραξης" της συμβατικής ισορροπίας (ΟλΑΠ 15/2007
6/2006). Αυτή ταυτίζεται με κάθε απόκλιση από τις καθοδηγητικού και μόνου χαρακτήρα
διατάξεις του ενδοτικού δικαίου ή από τις ρυθμίσεις εκείνες που είναι αναγκαίες για την
επίτευξη του σκοπού και διατήρηση της φύσης της σύμβασης, με βάση το ενδιάμεσο πρότυπο
του συνήθως απρόσεκτου μεν ως προς την ενημέρωση του, αλλά διαθέτοντος τη μέση αντίληψη
κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης καταναλωτή του συγκεκριμένου είδους
αγαθών ή υπηρεσιών. Έτσι, κατά τη διαδικασία προς διαπίστωση της καταχρηστικότητας ΓΟΣ,
πρέπει πρώτα να ερευνάται αν υπάρχει τυπική διατάραξη ως απόκλιση από τη συνηθισμένη
ρύθμιση και στη συνέχεια, να ερευνάται ο βαθμός έντασης της απόκλισης αυτής, δηλαδή αν η
απόκλιση αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφορά αξιολογικές εκτιμήσεις καθοδηγητικού
χαρακτήρα. Εντέλει, κατά τον έλεγχο του κύρους του περιεχομένου ενός ΓΟΣ, εξετάζεται σε
πρώτη φάση αν αντίκειται σε απαγορευτική ρήτρα, που συγκαταλέγεται στην ενδεικτική
απαρίθμηση του καταλόγου του άρθρου 2 παρ.7 του Ν.2251/1994, ο οποίος περιέχει "per se"
καταχρηστικές ρήτρες. Σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος ελέγχεται κατά πόσο ο
συγκεκριμένος ΓΟΣ περιέχει απόκλιση από ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα
του ενδοτικού δικαίου, όπως προεκτέθηκε (ΟλΑΠ 6/2006, ΑΠ 1987/2006). Εξάλλου, οι ΓΟΣ
πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις
υποχρεώσεις των μερών, κατά τρόπο ορισμένο, ορθό κα σαφή. Κατά τις ενδιαφέρουσες τους
ερευνώμενους στη συνέχεια λόγους αναιρέσεως παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως (α)"Η
εναγομένη Τράπεζα, στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της, ως ανώνυμη τραπεζική εταιρία,
χορηγεί στους καταναλωτές - πελάτες της πιστωτικές κάρτες, μετά την υπογραφή σχετικών
συμβάσεων. Στις συμβάσεις αυτές, στο έντυπο της με τίτλο "ΟΡΟΙ ΧΡΗΣΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ
ΚΑΡΤΑΣ", μεταξύ άλλων συμπεριλαμβάνεται και ο με αριθ. 13 Γ.Ο.Σ., στον οποίο αναφέρεται
ότι " α) Ο κάτοχος, ο οποίος εξοφλεί εμπρόθεσμα ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό, όπως
αναγράφεται στους λογαριασμούς του άρθρου 18 πιο κάτω (με την επιφύλαξη του επομένου
εδαφίου β') δεν οφείλει τόκο. Ο κάτοχος, ο οποίος εξοφλεί μέρος του λογαριασμού του ή
την ελάχιστη καταβολή (αρθρ. 18), χρεώνεται με τον συμβατικό τόκο επί του εκάστοτε
οφειλομένου ποσού, από την ημερομηνία εγγραφής κάθε συναλλαγής στα βιβλία της Τράπεζας
και χρέωσης του λογαριασμού της κάρτας, όπως αυτή εμφανίζεται στους λογαριασμούς του
άρθρου 18, μέχρι την ημερομηνία εξόφλησης του, β) Τα ποσά, που προέρχονται από αναλήψεις
μετρητών κατά το άρθρο 6 πιο πάνω, εκτοκίζονται με το συμβατικό επιτόκιο από την
ημερομηνία της ανάληψης ...". (αα) Στο όρο αυτόν σαφώς ορίζεται ότι ο κάτοχος, ο οποίος
έχει εξοφλήσει μέρος της οφειλής του ή την ελάχιστη καταβολή, χρεώνεται με συμβατικό
τόκο και ουδόλως αναφέρεται ότι χρεώνεται με τόκο υπερημερίας. Πρόκειται δε για
διαφορετικούς τόκους, εφόσον "συμβατικός" είναι ο τόκος που καθορίζεται από τη σύμβαση,
ενώ "υπερημερίας" είναι τόκος, που οφείλεται από τον οφειλέτη λόγω της υπερημερίας του
και αφού προηγηθεί "όχληση" αυτού, εκτός εάν για την υπερημερία δεν απαιτείται όχληση.
Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, αφού στον πιο πάνω όρο γίνεται λόγος για
"συμβατικό" τόκο και όχι για τόκο "υπερημερίας", δεν τίθεται θέμα προηγούμενης "όχλησης"
του οφειλέτη για την καταβολή του, όπως εσφαλμένα έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά
τους βάσιμους ισχυρισμούς της εκκαλούσας Τράπεζας, κρίνοντας καταχρηστικό τον όρο ως
προς το σημείο αυτό. (ββ) Ο όρος όμως αυτός, ως προς τον ορισμό του, ότι ο κάτοχος
χρεώνεται με τον πιο πάνω συμβατικό τόκο "...από την ημερομηνία εγγραφής κάθε συναλλαγής
στα βιβλία της Τράπεζας", είναι καταχρηστικός, καθόσον αντίκειται στη διάταξη του άρθρου
2 παρ. 7 του Ν. 2251/1994 περ. ια'. Και τούτο διότι η αναφορά αυτή ως προς το χρονικό
σημείο έναρξης της τοκοφορίας είναι αόριστη, εφόσον δεν προσδιορίζεται με ευκρίνεια και
χωρίς αμφιβολία ο ακριβής χρόνος, από τον οποίο και στο εξής ο κάτοχος της κάρτας
οφείλει τόκους, η ημερομηνία δε εγγραφής της συναλλαγής στα βιβλία της εναγομένης, που
κατά τα προαναφερόμενα αποτελεί την αφετερία της τοκοδοσίας, είναι γεγονός, το οποίο, σε
κάθε περίπτωση, δεν είναι δυνατόν να γνωρίζει ο συναλλασσόμενος. Και ναι μεν, όπως
υποστηρίζει η εναγομένη, ο κάτοχος της κάρτας γνωρίζει την ημέρα της συναλλαγής του, που
διενήργησε μέσω της κάρτας του, η αναφορά όμως ότι η τοκοφορία αρχίζει από την
ημερομηνία εγγραφής αυτής στα βιβλία της είναι πράγματι αόριστη και αδιευκρίνιστη για
τον πελάτη της. Ενόψει αυτών, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, αν και με διαφορετική
εν μέρει αιτιολογία, έκρινε, για τον τελευταίο αυτό λόγο, τον όρο αυτόν καταχρηστικό,
δεν έσφαλε ως προς την κρίση του αυτή και τα αντίθετα που υποστηρίζονται με τον πρώτο
λόγο της έφεσης της εναγομένης Τράπεζας, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα". Κατά το
περιεχόμενο του ερευνώμενου όρου της συμβάσεως για τη χρήση πιστωτικής κάρτας, η ημέρα
εγγραφής της συναλλαγής στα βιβλία της αναιρεσείουσας, με έκτοτε χρέωση του
αντισυμβαλλόμενου καταναλωτή με τον συνομολογηθέντα συμβατικό τόκο, γίνεται οπωσδήποτε
μετά την ημέρα της συναλλαγής, με εκταμίευση πιστώσεως από την αναιρεσείουσα, ισόποσης
προς την αξία της συναλλαγής. Η ημέρα της συναλλαγής είναι προφανώς γνωστή στον
αντισυμβαλλόμενο καταναλωτή και κατά συνέπεια και η στη συνέχεια αφετηρία της χρεώσεώς
του με τον συμβατικό τόκο. Επομένως η αναφορά ως προς το χρονικό σημεία ενάρξεως της
τοκοφορίας είναι απολύτως ορισμένη, με μόνο εκ των πραγμάτων δυνάμενο ειδικώς να
καθορισθεί και δικαιολογημένο για τον καταναλωτή χρονικό κριτήριο εκείνο της
πραγματοποιούμενης από τον τελευταίο συναλλαγής. Με την αντίθετη περί τούτου κρίση του
το δικαστήριο της ουσίας ευθέως παραβίασε την διάταξη του άρθρου 2§7 περ. ια' του
ν.2251/1994, κατά την βάσιμα διατυπούμενη με τον δεύτερο κατά σειρά λόγο αναιρετική
αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., με την έννοια της ευθείας παραβιάσεως της εν
λόγω διατάξεως. Οι λοιπές βάσεις θεμελιώσεως του αγωγικού ισχυρισμού περί
καταχρηστικότητας του εν λόγω όρου οι οποίες δεν ερευνήθηκαν από την προσβαλλόμενη
απόφαση, δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσης αναιρετικής διαδικασίας με βάση τους
προσβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως. (β) " Περαιτέρω, η εναγομένη Τράπεζα περιέχει στα
βιβλιάρια καταθέσεων τον ΓΟΣ με αρ. 8 , με τον οποίο υποχρεώνεται ο καταθέτης να
ειδοποιήσει αμέσως την Τράπεζα, σε περίπτωση απώλειας του βιβλιαρίου και ορίζει ότι η
Τράπεζα δεν ευθύνεται σε περίπτωση που πραγματοποιήσει πληρωμή σε άλλο πρόσωπο, πριν
λάβει την προαναφερόμενη ειδοποίηση. Ο όρος αυτός, όπως είναι διατυπωμένος και αποκλείει
τελείως την ευθύνη της εναγομένης για πληρωμή σε τρίτο πρόσωπο, πριν την ειδοποίηση για
την απώλεια του βιβλιαρίου καταθέσεων, ακόμη και στην περίπτωση δόλου ή βαριάς αμέλειας
των υπαλλήλων της, είναι άκυρος, ως αντικείμενος στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου
3 του Ν.Δ της 17 Ιουλίου / 13 Αυγούστου 1923, με την οποία, όπως προεκτέθηκε,
απαλλάσσεται η Τράπεζα από την ευθύνη μόνο σε περίπτωση ελαφράς αμέλειας, σε συνδυασμό
με τη διάταξη του άρθρου 174 ΑΚ. Επίσης, ο ίδιος όρος είναι καταχρηστικός, αφού
αποκλείει οπωσδήποτε την ευθύνη της Τράπεζας ως προμηθευτή (αρθρ. 2 παρ. 7 περ. ιγ' του
Ν. 2251/1994) και διαταράσσει ουσιωδώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών εις
βάρος του καταναλωτή , αφού αποκλείει κάθε ευθύνη του προμηθευτή, μόνο από το γεγονός
της μη έγκαιρης ειδοποίησης της Τράπεζας από τον καταθέτη για την απώλεια του
βιβλιαρίου, η οποία (ειδοποίηση) μπορεί να είναι και ανυπαίτια, αν ο καταναλωτής δεν
έχει αντιληφθεί έγκαιρα την απώλεια αυτή. Εξάλλου, η μη έγκαιρη ενημέρωση από τον
καταθέτη για την απώλεια του βιβλιαρίου, δεν απαλλάσσει την Τράπεζα από την υποχρέωση
ελέγχου των στοιχείων της ταυτότητας του κομιστή του βιβλιαρίου για τη διαπίστωση της
ταυτοπροσωπίας μεταξύ εκείνου που κάνει την ανάληψη και του δικαιούχου του λογαριασμού.
Με τον σχετικό έβδομο λόγο αναιρέσεως υποστηρίζεται ότι ο όρος αυτός δεν απαλλάσσει την
αναιρεσείουσα της ευθύνης της από δόλο ή βαρεία αμέλεια, περιοριζόμενο το ανεύθυνο αυτής
μόνο στην περίπτωση της ελαφράς αμέλειας, κατά την όμοια περί τούτου νομική παραδοχή της
προσβαλλόμενης αποφάσεως, αλλά έχει την έννοια της συνεκτιμήσεως του οικείου πταίσματος
του πελάτη της καταναλωτή από την παράλειψή του ειδοποιήσεως για την απώλεια του
βιβλιαρίου του καταθέσεων, η οποία προκύπτει από την ερμηνεία αυτού, κατ' εφαρμογή των
διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, στις οποίες όφειλε να προσφύγει το δικαστήριο της
ουσίας, που δέχθηκε την ύπαρξη ουσιαστικού κενού στο περιεχόμενο του όρου αυτού. Ο λόγος
αυτός αναιρέσεως ελέγχεται ως ερειδόμενος επί αναληθούς από ουσιαστική άποψη
προϋποθέσεως. Ειδικότερα, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για την ύπαρξη κενού στην
δικαιοπρακτική δήλωση βουλήσεως ή ασάφειας στην διατύπωση αυτής και για τον λόγο αυτό η
προσφυγή στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ για τη συμπλήρωση του
κενού ή την άρση της ασάφειας δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εκτός αν από
όσα το δικαστήριο της ουσίας δέχεται, δεν διευκρινίζεται η θέση του στο ζήτημα αν
υπάρχει ή όχι κενό ή ασάφεια στη δήλωση βουλήσεως, αφού από την καταφατική η αποφατική
απάντηση στο ζήτημα αυτό εξαρτάται αν θα εφαρμοσθούν ή όχι οι εν λόγω ερμηνευτικές
διατάξεις. Στις αμέσως παραπάνω σημειούμενες αιτιολογίες της προσβαλλόμενης αποφάσεως
δεν διατυπώνεται αμέσως ή εμμέσως κρίση για την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στο περιεχόμενο
του όρου αυτού, δεχθείσα αντιθέτως, ότι, όπως είναι διατυπωμένος αποκλείει την ευθύνη
της αναιρεσείουσας και από δόλο ή βαρεία αμέλεια των υπαλλήλων της στην ειδικά οριζόμενη
περίπτωση της παραλείψεως ειδοποιήσεως από τον αντισυμβαλλόμενο καταναλωτή για την
απώλεια του βιβλιαρίου του καταθέσεων. Κατά συνέπεια ο λόγος αυτός αναιρέσεως, με τον
οποίο, με αναφορά στο άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., προσάπτεται στην προσβαλλόμενη δι' αυτής
απόφαση, ευθεία παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 2§7 περ. ιγ' του ν. 2251/1994 και
173, 200 ΑΚ, ελέγχεται ως αβάσιμος (γ) " ο ΓΟΣ με αρ. 9, που αναφέρει ότι οι λογαριασμοί
με μέσο μηνιαίο υπόλοιπο μικρότερο από εκείνο που ορίζει η Τράπεζα, βαρύνονται με έξοδα
τήρησης και παρακολούθησης και κινήσεων, είναι καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος, σύμφωνα
με την περίπτ. ια' της παραγράφου 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, εφόσον η Τράπεζα
δικαιούται να επιβαρύνει τους λογαριασμούς καταναλωτών με μικρότερο υπόλοιπο από αυτό,
που η ίδια ορίζει, με τα προαναφερόμενα έξοδα, χωρίς να αναφέρεται στον όρο αυτόν ο
λόγος, για τον οποίο αυτά επιβάλλονται, τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις επιβολής, το
ύψος των εξόδων αυτών και το ύψος του υπολοίπου, που πρέπει να παρουσιάζει ο
λογαριασμός, ώστε να επιβληθούν. Έτσι, με τον όρο αυτό, χωρίς σπουδαίο λόγο, μένει
αόριστη η πιο πάνω ρύθμιση και δεν υπάρχει προσδιορισμός με κριτήρια ειδικά καθορισμένα
στη σύμβαση (αρθρ.2 παρ. 7 περ. ια Ν.2251/1994)". Και πράγματι με τον όρο αυτό
αδικαιολόγητα καταλείπεται απροσδιόριστο και άρα αόριστο το ύψος του υπολοίπου του
λογαριασμού, προϋπόθεση για την επιβάρυνση του αντισυμβαλλόμενου καταναλωτή με τα ομοίως
μη επακριβώς προσδιοριζόμενα έξοδα τηρήσεως, παρακολουθήσεως και κινήσεων, υπόλοιπο το
οποίο ευλόγως αξιώνει να γνωρίζει ο τελευταίος, με άμεση δικονομική συνέπεια η
προβαλλόμενη με τον σχετικό όγδοο κατά σειρά λόγο αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559
αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., με την έννοια της ευθείας παραβιάσεως της διατάξεως του άρθρου 2§6 αντί
εκείνης του άρθρου 2§7 περ. ια' του ν. 2251/1994, που εφάρμοσε το δικαστήριο της ουσίας,
να ελέγχεται σε κάθε περίπτωση ως αβάσιμη.

ΙΙΙ. Με το άρθρο 1 του ν. 1266/1982 καταργήθηκαν η Νομισματική Επιτροπή και οι
υποεπιτροπές της και παράλληλα ορίσθηκε ότι οι αρμοδιότητές της, με εξαίρεση τις
αναφερόμενες περιπτώσεις των άρθρων 2 και 3, μεταβιβάσθηκαν αυτοδικαίως στην Τράπεζα της
Ελλάδος και ασκούνται με πράξεις του Διοικητή της ή οργάνων της εξουσιοδοτημένων από το
διοικητή, στο πλαίσιο της κυβερνητικής πολιτικής. Σε εκτέλεση των διατάξεων αυτών
εκδόθηκε η 336/29-2-1984 απόφαση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ 28/ τ.
α'/14-4-1984), με την οποία συστήθηκε η Επιτροπή Νομισματικών και Πιστωτικών Θεμάτων
(ΕΤΠΘ/ΤΕ), που με την 2435/26-6-1998 πράξη του (ΦΕΚ 142/τ. α'/29-6-1998) μετονομάσθηκε
σε Επιτροπή Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων (ΕΤΠΘ/ΤΕ), στις αρμοδιότητες της οποίας
περιλαμβάνονται, πλην άλλων, και η έκδοση αποφάσεων που αφορούν τους όρους λειτουργίας
των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων. Οι εκδιδόμενες από την εν λόγω επιτροπή
αποφάσεις, κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 1 του ν. 1266/1982, έχουν κανονιστικό χαρακτήρα
και αποτελούν κανόνες ουσιαστικού δικαίου. Αντίστοιχου περιεχομένου είναι η διάταξη του
άρθρου 25§6 του ν. 3601/2007, κατά τους ορισμούς της οποίας "Η ..... της ..... δύναται
να θεσπίζει κανόνες σχετικά με τις πληροφορίες και τα στοιχεία που τα πιστωτικά ιδρύματα
και τα λοιπά εποπτευόμενα από αυτήν πρόσωπα οφείλουν να παρέχουν στους συναλλασόμενους
με αυτά ως προς τους όρους των συναλλαγών τους, για τη διασφάλιση της διαφάνειας και
σαφήνειας". Κατά τις ενδιαφέρουσες τους ερευνώμενους στη συνέχεια λόγους αναιρέσεως
ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, κατ' ακριβή κατά τούτου
αντιγραφή της, (δ) "Το ετήσιο ονομαστικό επιτόκιο της σύμβασης (συμβατικό επιτόκιο)
συμφωνείται κυμαινόμενο, το δε ακριβές ύψος αυτού, κατά την υπογραφή της παρούσας,
ορίζεται στην Πρόσθετη Πράξη. Η Τράπεζα δικαιούται να μεταβάλει το συμβατικό επιτόκιο σε
χρονικά διαστήματα όχι μικρότερα του μήνα, οποτεδήποτε μεταβάλλεται το Βασικό
Παρεμβατικό Επιτόκιο για Πράξεις Κυρίας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τράπεζας και μέχρι του 200% του ποσού της διαφορά μεταξύ του προηγούμενου και του νέου
ως άνω παρεμβατικού επιτοκίου. Έχοντας υπόψη την αόριστη διάρκεια της σύμβασης αυτής, η
Τράπεζα, εκτιμώντας τον κίνδυνο που αναλαμβάνει έναντι του κατόχου, αλλά και τον
γενικότερο προϊοντικό κίνδυνο και τις συνθήκες της αγοράς και του ανταγωνισμού, διατηρεί
το δικαίωμα, είτε να μην μεταβάλλει το συμβατικό επιτόκιο σε κάθε μεταβολή του
παρεμβατικού Επιτοκίου, είτε να μην εξαντλήσει το προαναφερόμενο ανώτατο όριο μεταβολής.
Κάθε απόφαση της Τράπεζας για τη μεταβολή ή μη του συμβατικού επιτοκίου ουδέποτε τη
δεσμεύει, ούτε προδικάζει τη διαμόρφωση της απόφασης της, σε περίπτωση επόμενης
μεταβολής οποτεδήποτε και αν συμβεί". Ο όρος αυτός, ως προς τη δυνατότητα μεταβολής του
συμβατικού επιτοκίου έως και 200% σε σχέση με τη μεταβολή του επιτοκίου αναφοράς,
εμφανίζει αοριστία, καθόσον δεν ορίζονται οι προϋποθέσεις, υπό τις οποίες το συμβατικό
επιτόκιο θα μεταβληθεί έως και το ως άνω ποσοστό, σε σχέση με το επιτόκιο αναφοράς, ούτε
και οι λόγοι, οι οποίο καθιστούν αναγκαία ή δικαιολογούν τη μεταβολή αυτού του ύψους,
πράγμα που αντίκειται στο άρθρο 2 παρ. 7 περ. ια' του Ν. 2251/1994. Ο ίδιος όρος όμως
αντίκειται και στη γενική ρήτρα της παραγρ. 6 του ίδιου ως άνω άρθρου, δεδομένου ότι το
προαναφερόμενο ύψος αναπροσαρμογής του επιτοκίου οδηγεί σε σημαντική διατάραξη της
ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων εις βάρος του καταναλωτή, ο οποίος παρότι
μπορεί να θεωρηθεί ότι με την αναφορά στο επιτόκιο αναφοράς, εξασφαλίζεται από
αυθαίρετες αυξήσεις του συμβατικού επιτοκίου, εν τούτοις είναι πιθανό να ευρεθεί προ
μιας αυξήσεως του συμβατικού επιτοκίου ύψους έως και 200% σε σχέση με τη μεταβολή του
επιτοκίου αναφοράς, με αποτέλεσμα να διαψεύδονται έτσι και οι δικαιολογημένες προσδοκίες
του από τη σύμβαση. Το γεγονός ότι, κατά τους ισχυρισμούς της εναγομένης, ο εν λόγω όρος
είναι σύμφωνος με την υπ' αρ. 178/19-7-2004 απόφαση της Επιτροπής Τραπεζικών και
Πιστωτικών Θεμάτων, δεν ασκεί επιρροή, εφόσον ο συγκεκριμένος όρος ελέγχεται για
καταχρηστικότητα στα πλαίσια των διατάξεων του Ν. 2251/1994, σύμφωνα με τις σκέψεις που
προηγήθηκαν. Περαιτέρω, η εναγομένη χρησιμοποιεί ως κριτήρια στον εν λόγω όρο, που θα
τις επιτρέψουν να μη μεταβάλει το συμβατικό επιτόκιο σε κάθε μεταβολή του παρεμβατικού
επιτοκίου τον "κίνδυνο που αναλαμβάνει έναντι του κατόχου", το "γενικότερο προϊοντικό
κίνδυνο" και τις "συνθήκες της αγοράς και του ανταγωνισμού". Η διατύπωση των κριτηρίων
αυτών, κατά το μέρος, που η Τράπεζα διατηρεί το δικαίωμα να μη μεταβάλει το επιτόκιο,
ακόμη και αν μειωθεί το επιτόκιο αναφοράς, υπάγεται στις περιπτώσεις των καταχρηστικών
όρων που περιλαμβάνονται στην παραγρ. 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 και συγκεκριμένα
στις περιπτώσεις ε' και ια', εφόσον παρέχουν στην εναγομένη το δικαίωμα μονομερούς
τροποποίησης των όρων της σύμβασης χωρίς ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο, λόγο και υπάρχει
αοριστία του καθορισμού του τιμήματος, καθώς επίσης, η εν λόγω διατύπωση παραβιάζει την
αρχή της διαφάνειας, η οποία οδηγεί σε ουσιώδη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων
και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή. Και τούτο διότι τα
αναφερόμενα κριτήρια είναι αόριστα, εφόσον γενικά αναφέρονται στον "κίνδυνο της αγοράς",
στον "γενικότερο προϊοντικό κίνδυνο" και στις "συνθήκες της αγορά και του ανταγωνισμού",
χωρίς καμία εξειδίκευση και επί πλέον δεν αναφέρεται καμιά αιτιολογία για ποιο λόγο τα
κριτήρια αυτά επιτρέπουν την εναγομένη να ενεργήσει μονομερώς. Ενόψει αυτών, ο όρος
αυτός είναι καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος, όπως ορθά έκρινε και η εκκαλουμένη απόφαση
και τα αντίθετα που υποστηρίζονται με τον συναφή δεύτερο λόγο της έφεσης της εναγομένης,
πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Για τον ίδιο όρο, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχτηκε
ότι αυτός είναι σύμφωνος με την ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, η οποία στο κεφάλαιο Β παρ. 2 περ.ιν
προβλέπει ότι η ελάχιστη ενημέρωση, που οφείλουν να παρέχουν τα πιστωτικά ιδρύματα στους
συναλλασσόμενους, πριν από τη σύναψη κάποιας σύμβασης και συγκεκριμένα ως προς τις
δανειακές συμβάσεις με κυμαινόμενο επιτόκιο, αφορά το γενικό επιτόκιο αναφοράς, σαφώς
προσδιοριζόμενο με βάση τα ισχύοντα επιτόκια των χρηματαγορών, τις περιόδους ισχύος του,
καθώς και την πληροφόρηση σχετικά με βασικούς παράγοντες, η ενδεχόμενη μεταβολή των
οποίων θα επηρεάσει το συνολικό κόστος του αντιστοίχου δανείου (όπως π.χ. παρεμβατικά
επιτόκια Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας) και συνεπώς τα προβαλλόμενα με τον ίδιο ως άνω
λόγο της έφεσης, ότι το εν λόγω Δικαστήριο δεν δέχτηκε ότι ο επίμαχος όρος είναι
σύμφωνος με την ως άνω ΠΔ/ΤΕ, αλυσιτελώς προβάλλονται". Κατά την 178/19-7-2004 απόφαση
της ΕΤΠΘ/ΤΕ (ΦΕΚ 1872/τ. α' /26-27-12-2006", η οποία, κατά τις ενδιαφέρουσες αιτιολογίες
της, αφού έλαβε υπόψη, δ) τις διατάξεις της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής
Κοινότητας και τις αρχές που διέπουν τη νομισματική πολιτική που ασκείται στο πλαίσιο
του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, ε) την ΠΔ/ΤΕ 1087/1987, σε συνδυασμό με
την ΠΔ/ΤΕ 1216/1987, καθώς και τις ΠΔ/ΤΕ 1955/1991, 2286/1994 και 2326/1994 που αφορούν,
μεταξύ άλλων, στην ελεύθερη διαμόρφωση των επιτοκίων εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων,
στ) την ΠΔ/ΤΕ 2501 /2002 σχετικά με την ενημέρωση των συναλλασσομένων εκ μέρους των
πιστωτικών ιδρυμάτων για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους, ζ) το γεγονός ότι
τα τραπεζικά και τα εξωτραπεζικά επιτόκια αποτελούν κατηγορίες επιτοκίων εκάστη των
οποίων εξαρτάται από διαφορετικούς παράγοντες και διαμορφώνεται με βάση διαφορετικά
κριτήρια, υποκείμενες, για το λόγο αυτό, σε απολύτως διακριτές, μη επικαλυπτόμενες
ρυθμίσεις (άρθρο 2 παρ. 3 Ν.Δ. 588/48 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 Ν. 1266/82, όπως ισχύει
και το άρθρο 15παρ. 5 Ν. 876/1979. αντιστοίχως), η) το γεγονός ότι κατά τις αρχές που
διέπουν τη νομισματική πολιτική του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, όπως αυτή
έχει διαμορφωθεί εντός του πλαισίου της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο
ανταγωνισμό, βάσει των άρθρων 2, 4 και 105.1 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής
Κοινότητας και 2 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελεύθερα, θ) την
ανάγκη διευκρίνισης ορισμένων διατάξεων των προαναφερόμενων ΠΔ/ΤΕ ώστε να διασφαλισθεί η
ορθή και ενιαία εφαρμογή τους, χάριν της ευχερέστερης επίτευξης των σκοπών τους, ι) το
έγγραφο της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών 865/ 23.6.2004 με αίτημα την ερμηνεία των σχετικών
με τη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων διατάξεων, ια) το από 23.5.2002 έγγραφο του
Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος προς την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών, επί αναλόγου
αιτήματος της, με το οποίο επεξηγήθηκε αναλυτικά, με αντίστοιχη νομική θεμελίωση, το ως
άνω ζήτημα, αποφάσισε: Να διευκρινίσει τις σχετικές διατάξεις των ΠΔ/ΤΕ 1087/1987,
1216/1987, 1955/1991, 2286/1994 και 2326/ 1994, καθώς και τις διατάξεις της ΠΔ/ΤΕ
2501/2002 Κεφ. Α, τελευταίο εδάφιο, Κεφ. Β, παρ. 1 εδ. στ, παρ. 2 εδ. α (iν), (νί), παρ.
3, Κεφ. Γ παρ.1 εδ. ε, παρ. 2 και Κεφ. ΣΤ, ως εξής: 1. Δεν είναι συμβατός προς τις
αναφερόμενες ανωτέρω, υπό στοιχεία (ζ) και (η), αρχές, ο διοικητικός καθορισμός ανωτάτου
ορίου στα τραπεζικά επιτόκια, ούτε ο συσχετισμός τους προς το εκάστοτε ισχύον για τα
εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο. Το όριο αυτό δεν ανήκει, κατά το περιεχόμενο και το
σκοπό του. στους παράγοντες προσδιορισμού των τραπεζικών επιτοκίων, τα οποία
διαμορφώνονται ελεύθερα ύστερα από στάθμιση των εκτιμώμενων κατά περίπτωση κινδύνων, των
εκάστοτε συνθηκών των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και των εν γένει υποχρεώσεων των
τραπεζών που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους. Κατά συνέπεια
οι μετά την απελευθέρωση των επιτοκίων (ΠΔ/ΤΕ 1087/1987 κ.λ.π.) συναπτόμενες συμφωνίες
τραπεζικών επιτοκίων, στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο που τυχόν υπερβαίνει το
εκάστοτε οριζόμενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι αθέμιτες για το
λόγο αυτό. 2α) Η παράγραφος 2 εδ. α (iν) του κεφαλαίου Β της ΠΔ/ΤΕ 2501 /2002 περί
κυμαινόμενου επιτοκίου είναι σύμφωνη με την ως άνω αρχή και αποβλέπει στην εξασφάλιση
πλήρους διαφάνειας και αποτελεσματικής ενημέρωσης των συναλλασσομένων σχετικά με τον
τρόπο με τον οποίο μεταβάλλεται το αρχικά καθορισμένο επιτόκιο της δανειακής σύμβασης.
β) Η μεταβολή του κυμαινόμενου επιτοκίου συνδέεται αποκλειστικά με δείκτες γενικού και
ευρέως προσβάσιμου επιτοκιακού χαρακτήρα, όπως παρεμβατικά επιτόκια της Ευρωπαϊκής
Κεντρικής Τράπεζας, euribor, απόδοση ομολόγων, βραχυπρόθεσμων τίτλων, κτλ., οι οποίοι
πρέπει να αναφέρονται ρητά στη σύμβαση. Στη σύμβαση προσδιορίζεται επίσης ρητά ο τρόπος
προσαρμογής του συμβατικού επιτοκίου, ως εξής: i) ως ανώτατο πολλαπλάσιο της εκάστοτε
μεταβολής του επιτοκιακού δείκτη ή ii) ως το εκάστοτε προκύπτον άθροισμα του ύψους του
επιτοκιακού δείκτη πλέον ενός περιθωρίου καθοριζομένου μέχρι ενός ανωτάτου ορίου. Σε
περίπτωση που επιλεγούν περισσότεροι του ενός από τους ως άνω δείκτες πρέπει επίσης να
σταθμίζεται στη σύμβαση η συμμετοχή του κάθε δείκτη στη συνολική διαμόρφωση της
μεταβολής του κυμαινόμενου επιτοκίου. γ) Η έννοια της διάταξης της παραγράφου 2 εδ. α
(ίν) του Κεφ. Β' "..., καθώς και ... αντίστοιχου δανείου", αφορά αποκλειστικά την
προσυμβατική πληροφόρηση σχετικά με τους λοιπούς, μη επιτοκιακού χαρακτήρα, παράγοντες,
που ενδέχεται να επηρεάσουν την εξέλιξη του εκάστοτε συμφωνούμενου επιτοκίου αναφοράς.
Τα στοιχεία, περί των οποίων η ως άνω πρόσθετη πληροφόρηση, δεν μπορούν να αποτελέσουν
καθεαυτό παράγοντες προσδιορισμού του συμβατικού επιτοκίου. 3. α) Οι εφάπαξ δαπάνες, τα
έξοδα υπέρ τρίτων καθώς και οι αμοιβές για ειδικές υπηρεσίες που εισπράττονται απάτα
πιστωτικά ιδρύματα κατά τη χορήγηση δανείων και πιστώσεων (στις οποίες περιλαμβάνονται
και η ανάληψη μετρητών μέσω πιστωτικών καρτών), διαμορφώνονται όχι κατ' αναλογικό τρόπο,
αλλά καθορίζονται σε σταθερό, κατά περίπτωση, ποσό που να δικαιολογείται από τη φύση και
το είδος της παρεχόμενης υπηρεσίας (Κεφ. Β παρ. 2 εδ. α (νί) και ΣΤ της ΠΔ/ΤΕ
2501/2002). β) Τα κριτήρια της εξειδίκευσης κατά την αιτιολογία και το εύλογο ύψος
ισχύουν και για τις δαπάνες και έξοδα που αφορούντις καταθέσεις και τις λοιπές
τραπεζικές εργασίες (Κεφ. Β'παρ.1 εδ. στ' και παρ. 3 της ΠΔ/ΤΕ 2501/ 2002). 4. Για την
περιοδική παροχή στοιχείων και πληροφοριών που αφορούν την κατ' ελάχιστον ενημέρωση
σύμφωνα με την παρ. 2 του Κεφαλαίου Γ της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 δεν εισπράττονται έξοδα. 5α) Η
αναφερόμενη στο κεφάλαιο Β της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 ελάχιστη ενημέρωση δεν υποκαθιστά την
υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων να περιλαμβάνουν στις συμβάσεις τους σαφείς όρους για
τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των αντισυμβαλλομένων τους. β) Η πρόβλεψη στη σύμβαση
δυνατότητας μονομερούς τροποποίησης της από το πιστωτικό ίδρυμα (Κεφ. Γ' παρ. 1 εδ. ε
της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002) οφείλει να συνοδεύεται από τον καθορισμό ειδικών και εύλογων
κριτηρίων. Με βάση τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του ν. 2251/1994 και της εν λόγω
αποφάσεως της ΕΤΠΘ/ΤΕ, με τον όρο αυτό κατά τρόπο ορισμένο ορίζεται η δυνατότητα
μεταβολής του συνομολογηθέντος κυμαινόμενου επιτοκίου σε περίπτωση μεταβολής του Βασικού
Παρεμβατικού επιτοκίου για Πράξεις Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τράπεζας, οικονομικό μέγεθος που δικαιολογεί τη συμβατική αυτή ρύθμιση, με ανώτατο
πολλαπλάσιο αυτής το 200/00 της διαφοράς μεταξύ του προηγούμενου και του νέου
παρεμβατικού επιτοκίου.

Το πολλαπλάσιο αυτό δεν αποτελεί σημαντική απόκλιση και ουσιαστική διατάραξη της
συμβατικής ισορροπίας με την έννοια της αποκλίσεως από τις καθοδηγητικού και μόνο
χαρακτήρα διατάξεις του ενδοτικού δικαίου, στα πλαίσια των οποίων και εμπίπτει, δοθέντος
ότι το διπλάσιο της μεταβολής κατ' ανώτατο όριο δικαιολογημένα μπορεί να αποτελέσει
αντικείμενο συμβατικής ρυθμίσεως. Περαιτέρω, τα παράλληλα προσδιοριζόμενα κριτήρια
μεταβολής του κυμαινόμενου συμβατικού επιτοκίου ("κίνδυνος που αναλαμβάνει έναντι του
κατόχου", "το γενικότερο προϊοντικό κίνδυνο", "συνθήκες της αγοράς και του
ανταγωνισμού"), συνδυαζόμενα πάντοτε με την προϋπόθεση μεταβολής του Βασικού
Παρεμβατικού Επιτοκίου, αξιολογούνται ως εύλογα και δικαιολογούν τη συμβατική αυτή
ρύθμιση, ως αναφερόμενα σε σημαντικά οικονομικά στοιχεία, χωρίς παράλληλα να είναι
δυνατός ο περαιτέρω ειδικός προσδιορισμός τους, ώστε να καταλείπονται περιθώρια
αξιολογήσεώς τους ως αορίστων. Με την αντίθετη περί τούτου κρίση του το δικαστήριο της
ουσίας ευθέως παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 2§§6, 7 περ. ε, ια του ν. 2251/1994 και
εκείνες της 178/19-7-2004 αποφάσεως της ΕΤΠΘ/ΤΕ, κατά την βάσιμα διατυπούμενη με το
πρώτο σκέλος του τρίτου κατά σειρά λόγου αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 1
Κ.Πολ.Δ., η οποία παραδεκτώς συμπληρούτα, κατ' εφαρμογή του άρθρου 562§4 Κ.Πολ.Δ.,
αναφορικά με τις διατάξεις του ν. 2251/1994. Αντίθετα, από τις αμέσως παραπάνω
σημειούμενες αιτιολογίες της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι δεν δέχεται, αμέσως
ή εμμέσως, ύπαρξη κενού ή ασάφειας ως προς το περιεχόμενο και τη έννοια του γενικού
τούτου όρου, ώστε να παρίσταται ανάγκη προσφυγής στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων
173, 200 ΑΚ, με άμεση δικονομική συνέπεια η διατυπούμενη με το δεύτερο σκέλος του υπό
την αυτή ρύθμιση λόγου αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., με την έννοια
της ευθείας παραβιάσεως των εν λόγω ερμηνευτικών διατάξεων, σε συνδυασμό με εκείνες των
άρθρων 2§6 του ν. 2251/1194 και 371 ΑΚ, να ελέγχεται ως αβάσιμη. (ε) "Περαιτέρω, ο Γ.Ο.Σ
με αριθμό 7 των εν λόγω συμβάσεων αναφέρει ότι "Σε περίπτωση ανάληψης μετρητών από
κατάστημα της Τράπεζας ή από ΑΤΜ της Τράπεζας, ο κάτοχος επιβαρύνεται με τα ποσά που
αναφέρονται στην Πρόσθετη Πράξη, που αποτελεί ουσιώδες αναπόσπαστο μέρος της παρούσας
(εφεξής Πρόσθετη Πράξη), για τη μερική κάλυψη των σχετικών λειτουργικών εξόδων της
Τράπεζας, που στην περίπτωση των ΑΤΜς αφορούν την τροφοδοσία τους και τη διατήρηση και
ανάπτυξη του δικτύου. Σε περίπτωση ανάληψης μετρητών από ΑΤΜ άλλης Τράπεζας, ο κάτοχος
επιβαρύνεται και με το κόστος της διατραπεζικής συναλλαγής που αναφέρεται στην Πρόσθετη
Πράξη". Στην Πρόσθετη αυτή Πράξη περιλαμβάνεται πίνακας, στον οποίο αναφέρονται τα ως
άνω έξοδα ανάληψης μετρητών ως εξής: 1) για ποσό ανάληψης έως και 100 ευρώ καθορίζεται
πρόσθετη επιβάρυνση ύψους 3 ευρώ όταν η ανάληψη γίνει από ΑΤΜ της εναγομένης και 5 ευρώ
όταν η ανάληψη γίνει από τα καταστήματα της εναγομένης ή από ΑΤΜ και καταστήματα τρίτων
Τραπεζών εσωτερικού και εξωτερικού, 2) για ποσό ανάληψης από 100,01 ευρώ έως και 250
ευρώ, η επιβάρυνση ορίζεται σε 5 και 7 ευρώ, αντίστοιχα, 3) για ποσό ανάληψης από 250,01
ευρώ έως και 500 ευρώ, η επιβάρυνση ορίζεται σε 10 και 12 ευρώ, αντίστοιχα και 4) για
ποσό ανάληψης πάνω από 500,01 ευρώ, η επιβάρυνση ορίζεται σε 20 ευρώ. Η είσπραξη από την
εναγομένη των πιο πάνω χρηματικών ποσών δεν δικαιολογούνται από τη φύση και το είδος της
παρεχόμενης υπηρεσίας αυτής, όπως επιτάσσει η υπ' αρ. 178/19-7-2004 απόφαση της
Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων, δεδομένου ότι η αιτιολογία επιβάρυνσης του
κατόχου πιστωτικής κάρτας με τα ποσά αυτά, είναι τελείως αόριστη, εφόσον η εναγομένη
απλώς επικαλείται έξοδα για την τροφοδοσία των ΑΤΜ, χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένη και
εξειδικευμένη αναφορά ως προς τα έξοδα αυτά, ώστε να κριθεί αν το ύψος αυτών δικαιολογεί
τη συγκεκριμένη χρέωση και επί πλέον προβάλλεται ως λόγος χρέωσης οι τελείως αόριστες
έννοιες της διατήρησης και ανάπτυξης του δικτύου. Σε κάθε όμως περίπτωση, η συνεχής
τροφοδοσία των ΑΤΜ, αποτελεί υποχρέωση της εναγομένης έναντι του καταναλωτικού κοινού,
εφόσον αυτή τα εκμεταλλεύεται ως μέσον συναλλαγής, ώστε να αποσυμφορούνται τα ταμεία της
και τη συνακόλουθη εξοικονόμηση δαπανών από αυτή, ο δε κάτοχος της πιστωτικής κάρτας
βαρύνεται σε κάθε περίπτωση, με την καταβολή τόκων για κάθε συναλλαγή στην οποία τη
χρησιμοποιεί. Έτσι, ο ΓΟΣ αυτός δεν είναι σύμφωνος, ούτε με την πιο πάνω απόφαση, με
αποτέλεσμα η χρέωση αυτή να αποτελεί προμήθεια, αφού έχει προκαθορισθεί το ύψος της,
χρεώνεται εφάπαξ σε κάθε συναλλαγή του κατόχου και είναι ανεξάρτητη από τους τόκους και
τα άλλα έξοδα που επιβάλλονται στους χρήστες πιστωτικών καρτών, ως προμήθεια δε
απαγορεύεται ρητά από την υπ' αρ. 2501/31-10-2002 ΠΔ/ΤΕ. Επί πλέον, με το να επιβάλλεται
στους κατόχους πιστωτικών καρτών η πιο πάνω επιβάρυνση, παραβιάζεται και η γενική ρήτρα
της παραγρ. 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, αφού κατ'αυτόν τον τρόπο διαταράσσεται
ουσιωδώς η ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών σε βάρος του καταναλωτή, ενώ
διαψεύδονται και οι δικαιολογημένες προσδοκίες του, αφού εύλογα θεωρεί ότι η μόνη
επιβάρυνση από τη χρήση της πιστωτικής του κάρτας (στις δυνατότητες δε που παρέχει η εν
λόγω χρήση είναι και η ανάληψη μετρητών μέσω ΑΤΜ), είναι η καταβολή τόκων επί των
συναλλαγών που πραγματοποιεί με αυτή.

Επομένως, ο πιο πάνω ΓΟΣ (αρ. 7), σε συνδυασμό και με τα αναφερόμενα σχετικά με αυτόν
στην Πρόσθετη Πράξη, είναι άκυρος ως καταχρηστικός και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το
οποίο, σχετικά με τον όρο αυτόν, έκρινε τα ίδια, δεν έσφαλε ως προς την κρίση του αυτή,
τα αντίθετα δε, που υποστηρίζονται με τον συναφή τρίτο λόγο της έφεσης της εναγομένης,
πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα". Και πράγματι η επιβάρυνση του αντισυμβαλλόμενου με τα
εν λόγω χρηματικά ποσά (αα) σε περίπτωση αναλήψεως χρημάτων από ΑΤΜ ή καταστήματα της
αναιρεσείουσας διαταράσσει σημαντικά την ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των
συμβαλλομένων μερών σε βάρος του καταναλωτή, ο οποίος εύλογα και δικαιολογημένα προσδοκά
ότι η μόνη επιβάρυνση από τη χρήση της πιστωτικής κάρτας, με δυνατότητα δι' αυτής η
ανάληψη μετρητών, είναι η καταβολή τόκων επί του χρηματικού ποσού της συναλλαγής,
λαμβανομένου επιπροσθέτως υπόψη ότι η χρησιμοποίηση των ΑΤΜ, ως μέσον συναλλαγής,
εξυπηρετεί και τα συμφέροντα της αναιρεσείουσας, με την αποσυμφόρηση των ταμείων της και
τη εξοικονόμηση συνακόλουθα από την αιτία αυτή δαπανών. Επομένως η διατυπούμενη με το
τέταρτο σκέλος τους τέταρτου κατά σειρά λόγου αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 1
Κ.Πολ.Δ., με την έννοια της ευθείας παραβιάσεως του άρθρου 2§6 του ν. 2251/1994,
ελέγχεται κατά τούτο ως αβάσιμη. Η εν λόγω επάλληλη επικουρική αιτιολογία της
προσβαλλόμενης αποφάσεως, η οποία δεν πλήττεται επιτυχώς, στηρίζει αυτοτελώς το
διατακτικό της, με άμεση δικονομική συνέπεια η προβαλλόμενη όμοια αναιρετική αιτίαση με
τα λοιπά σκέλη του υπό την αυτή αρίθμηση λόγου, με την έννοια της ευθείας παραβιάσεως με
τις λοιπές αιτιολογίες της των άρθρων 2§§4, 6, 7, περ. ια' του ν. 2251/1994,173,200 ΑΚ,
της 178/19-7-2004 αποφάσεως της ΕΤΠΘ/ΤΕ και της 2501/31-10-2002 ΠΔ/ΤΕ, να αξιολογείται
ως αλυσιτελής. Αντίθετα (ββ) σε περίπτωση αναλήψεως χρημάτων από καταστήματα ή ΑΤΜ
τρίτων τραπεζών εσωτερικού η εξωτερικού η εν λόγω επιβάρυνση κρίνεται δικαιολογημένη
λόγω του κόστους από τη διαμεσολάβηση τρίτου φορέως έναντι προμηθείας, ανταποκρινόμενη
στις εύλογες και δίκαιες προσδοκίες του καταναλωτή, ο οποίος καταφεύγει σε ανάληψη
χρημάτων από κατάστημα ή ΑΤΜ τρίτων τραπεζών, εσωτερικού ή εξωτερικού, και με την έννοια
αυτή δεν διαταράσσει την ισορροπία στις σχέσεις των μερών κατά την έννοια του άρθρου 2§6
του ν. 2251/1994. Επιπρόσθετα η εν λόγω επιβάρυνση είναι σαφής και ορισμένη,
καθοριζόμενη σε σταθερό κατά περίπτωση ποσό και δικαιολογείται από τη φύση και το είδος
της παρεχόμενης υπηρεσίας, όπως ορίζεται με την §3α της 178/19-7-200 αποφάσεως της
ΕΤΠΘ/ΤΕ, χωρίς παράλληλα να αποτελεί προμήθεια, ως αμοιβή για την κάλυψη δαπάνης, ώστε
να εμπίπτει στην περί τούτου απαγόρευση της 2501/31-10-2002 ΠΔ/ΤΕ. Με την αντίθετη περί
τούτου κρίση του το δικαστήριο της ουσίας ευθέως παραβίασε τις αμέσως παραπάνω
σημειούμενες διατάξεις, κατά την βάσιμη κατά τούτο διατυπούμενη με τον τέταρτο κατά
σειρά λόγο αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., (στ) "Περαιτέρω, η
εναγόμενη σε σχετικό έντυπό της με τίτλο "ΟΡΟΙ ΒΑΣΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ" και στο
κεφάλαιο ΙΙΙ αυτού με τίτλο "ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ ΣΕ ΕΥΡΩ" αναφέρεται ότι γίνεται χρέωση σε
ακίνητους λογαριασμών καταθέσεων ως εξής: (α) όταν ο λογαριασμός είναι ακίνητος για
χρονικό διάστημα έως και 18 μηνών, ανέξοδα, (β) για χρονικό διάστημα 19 έως 30 μηνών,
0,60 ανά μήνα και γ) για χρονικό διάστημα 31 μηνών και άνω, 1 ευρώ ανά μηνά. Το ενάγον,
κατά την προσβολή του όρου αυτού ως καταχρηστικού, παραθέτει στην αγωγή αυτούσιο το
περιεχόμενο αυτού και συνεπώς δεν τίθεται θέμα αοριστίας της αγωγής ως προς το σημείο
αυτό, όπως αβάσιμα υποστηρίζει και με τον σχετικό λόγο της έφεσης της η εναγομένη. Ο ΓΟΣ
αυτός είναι καταχρηστικός, για το λόγο ότι δεν αναφέρεται καν ο λόγος, για τον οποίο
επιβάλλεται η συγκεκριμένη χρέωση σχετικά με τους λογαριασμούς, οι οποίοι δεν κινούνται
ούτε αιτιολογείται πώς προκύπτουν έξοδα της εναγομένης σχετικά με την τήρηση των
λογαριασμών αυτών, τα οποία επιδιώκει να καλύψει με τη χρέωση αυτή. Επομένως, με τον όρο
αυτό παραβιάζεται η αρχή της διαφάνειας, με βάση την οποία απαιτείται σαφήνεια ως προς
την αιτία και ως προς το περιεχόμενο της παροχής, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6
του Ν. 2251/1994. Και ναι μεν η εναγομένη επικαλείται ότι με την υπ' αρ. 234/11-12-2006
απόφαση της η Επιτροπή Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, όρισε
ότι "Δεν εισπράττονται έξοδα αδράνειας σε λογαριασμούς καταθέσεων ταμιευτηρίου κατά το
βαθμό που αυτά υπερβαίνουν τους τόκους και θίγουν το εκάστοτε υπόλοιπο του κεφαλαίου της
κατάθεσης", πλην όμως, η εν λόγω διάδικος, κατά τη διατύπωση του ως άνω όρου, ουδεμία
τέτοια διάκριση έχει συμπεριλάβει, με αποτέλεσμα την ασάφεια αυτής. Ενόψει αυτών, ο εν
λόγω όρος είναι άκυρος και σαν τέτοιος ορθά κρίθηκε και από την εκκαλουμένη απόφαση και
τα αντίθετα, που υποστηρίζει με τον έκτο λόγο της έφεσης της η εναγομένη, πρέπει να
απορριφθούν ως αβάσιμα". Η αυτούσα παράθεση του περιεχομένου του όρου αυτού στο
δικόγραφο της αγωγής και τη παράλληλη διατύπωση του αγωγικού ισχυρισμού, ότι ο όρος
αυτός είναι καταχρηστικός, προεχόντως λόγω της αοριστίας του, αρκούν για το ορισμένο
κατά τούτο της αγωγής, κατά την έννοια του άρθρου 216§1 Κ.Πολ.Δ. Επομένως ο πέμπτος κατά
σειρά λόγος αναιρέσεως, με το πρώτο σκέλος του οποίου αποδίδεται στην προσβαλλόμενη δι'
αυτής απόφαση, με αναφορά στο άρθρο 559 αρ. 14 Κ.Πολ.Δ., ότι παρά το νόμο παρέλειψε να
απορρίψει την αγωγή κατά τούτο ως αόριστη και άρα απαράδεκτη, ελέγχεται ως αβάσιμος.
Περαιτέρω, κατά την §2 της 234/11-12-2006 αποφάσεως της ΕΤΠΘ/ΤΕ, "Δεν επιτρέπονται έξοδα
αδράνειας σε λογαριασμούς καταθέσεων ταμιευτηρίου κατά το βαθμό που αυτά υπερβαίνουν
τους τόκους και θίγουν το εκάστοτε υπόλοιπο του κεφαλαίου της κατάθεσης". Στην διάταξη
αυτή της αποφάσεως αντιβαίνει ο ερευνώμενος όρος, στον οποίο παραλείπεται να αναφερθεί
ότι τα έξοδα ακινησίας του λογαριασμού δεν υπερβαίνουν τους τόκους και κατά συνέπεια δεν
θίγουν κατά τούτο το εκάστοτε υπόλοιπο του κεφαλαίου της καταθέσεως, χαρακτηριζόμενος
κατά την εν λόγω αναφορά ως ασαφής. Επομένως κατ' ορθή εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου
2§6 του ν. 2251/1994, σε συνδυασμό με την §2 της 234/11-12-2006 αποφάσεως της ΕΤΠΘ/ΤΕ,
αξιολόγησε το δικαστήριο της ουσίας τον όρο αυτό ως καταχρηστικό, λόγω της ασάφειάς του,
και κατά συνέπεια η προβαλλόμενη με το δεύτερο σκέλος του υπό την αυτή αρίθμηση λόγου
αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., με την έννοια της ευθείας
παραβιάσεως των εν λόγω διατάξεων, ελέγχεται ως αβάσιμη και (ζ) "Η εναγομένη επίσης,
σχετικά με τις καταθέσεις ταμιευτηρίου, χρησιμοποιεί στο βιβλιάριο καταθέσεων του
ακόλουθους ΓΟΣ "... 2. Η Τράπεζα ορίζει και ανακοινώνει τα εκάστοτε ισχύοντα επιτόκια
και διατηρεί το δικαίωμα να τα διαφοροποιεί ανάλογα με το υπόλοιπο του λογαριασμού". Ο
πιο πάνω όρος με αριθμό 2 των βιβλιαρίων κατάθεσης του ταμιευτικού, βάσει του οποίου η
Τράπεζα έχει το δικαίωμα να διαφοροποιεί τα επιτόκια, που ισχύουν κάθε φορά, ανάλογα με
το υπόλοιπο του λογαριασμού, επιφυλάσσει στην εναγομένη το δικαίωμα μονομερούς
τροποποίησης της σύμβασης σχετικά με το ύψος των επιτοκίων, χωρίς ορισμένο, ειδικό και
σπουδαίο λόγο, έρχεται σε αντίθεση με τα οριζόμενα στο αρθρ. 2 παρ. 7 περ. ε' του Ν.
2251/1994, εφόσον η εξάρτηση του ύψους των επιτοκίων από το υπόλοιπο του λογαριασμού των
καταθετών, εκτός από την αόριστη διατύπωση του, στην οποία δεν αναφέρεται ειδικότερα το
συγκεκριμένο ύψος της κατάθεσης που δικαιολογεί την αλλαγή του επιτοκίου ούτε προκύπτει
αν υπάρχουν διαβαθμίσεις και ποιες, για την αλλαγή αυτή, δεν αποτελεί σπουδαίο λόγο που
δικαιολογεί τέτοια τροποποίηση, πολύ δε περισσότερο εφόσον το ύψος του ποσού, που θα
αποτελεί τη βάση για την τροποποίηση του επιτοκίου, μπορεί να καθορισθεί εξαρχής. Με
βάση τα παραπάνω, ο ΓΟΣ αυτός είναι καταχρηστικός και σαν τέτοιος είναι άκυρος, όπως
ορθά έκρινε και η εκκαλουμένη και τα αντίθετα που υποστηρίζονται με τον συναφή έβδομο
λόγο της έφεσης της εναγομένης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα". Με βάση τις παραδοχές
(1) ότι τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελεύθερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως ρητά
διατυπώνεται στην 178/19-7-2004 απόφαση της ΕΤΠΘ/ΤΕ και προκύπτει από την 234/11-12-2006
απόφαση αυτής και τις 1087/1-7-1987 και 1969/8-8-1981 ΠΔΤΕ, (2) ότι η κατάθεση
ταμιευτηρίου είναι σύμβαση αόριστης διάρκειας και με την έννοια αυτή δεν μπορεί να
αξιωθεί, λόγω της φύσεως αυτής, η διατήρηση αμετάβλητου του επιτοκίου, αλλ' αντιθέτως
εύλογα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις υφιστάμενες συνθήκες στο νομισματικό και
πιστωτικό τομέα της οικονομίας, (3) ότι εντεύθεν το δικαίωμα μονομερούς τροποποιήσεως
της συμβάσεως ως προς το ύψος του επιτοκίου γίνεται για ορισμένο ειδικό και σπουδαίο
λόγο, (4) ότι ο προσδιορισμός του επιτοκίου ανάλογα με το υπόλοιπο του λογαριασμού είναι
δικαιολογημένος και (5) ότι ο αντισυμβαλλόμενος διατηρεί το δικαίωμα καταγγελίας της
συμβάσεως, με περαιτέρω δικαίωμά του επιλογής του περισσότερο συμφέροντος για εκείνον
επιτοκίου από τα προσφερόμενα από τα πιστωτικά ιδρύματα, που γνωστοποιούν στο
καταναλωτικό κοινό με τις σχετικές ανακοινώσεις του, η αντίθετη περί τούτου κρίση του
δικαστηρίου της ουσίας στηρίζεται σε εσφαλμένη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 2§7
περ. ε' του ν. 2251/1994, την οποία με τον τρόπο αυτό ευθέως παραβίασε, κατά την βάσιμα
προβαλλόμενη με τον έκτο κατά σειρά λόγο αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 1
Κ.Πολ.Δ.

IV. Κατά το άρθρο 10§16 του ν.2251/1994, η Ένωση Καταναλωτών, που έχει τουλάχιστον
πεντακόσια (500) μέλη και έχει εγγραφεί στο μητρώο ενώσεων καταναλωτών πριν από ένα
τουλάχιστον έτος, μπορεί να ασκεί, κάθε είδους αγωγή για την προστασία των γενικοτέρων
συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού (συλλογική αγωγή) με ενδεικτική αναφορά, πλην
άλλων, ότι μπορεί να ζητήσει (περ. β') "Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Για
τον καθορισμό της χρηματικής ικανοποίησης, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, ιδίως, την
ένταση της προσβολής της έννομης τάξης που συνιστά η παράνομη συμπεριφορά, το μέγεθος
της εναγόμενης επιχειρήσεως του προμηθευτή και κυρίως, τον ετήσιο κύκλο των εργασιών
της, καθώς και τις ανάγκες της γενικής και της ειδικής πρόληψης". Παρά τον ατυχή
χαρακτηρισμό ως χρηματικής ικανοποιήσεως, πρόκειται πράγματι για αστική κύρωση.

Τούτο προκύπτει από πλείστες όσες ρυθμίσεις του νόμου και ιδίως από τα κριτήρια που
χρησιμοποιεί ο νόμος για τον καθορισμό του ύψους της, μεταξύ των οποίων δεν
περιλαμβάνεται και εκείνο του βαθμού της υπαιτιότητας, από τη ρύθμιση του νόμου ότι η
χρηματική αυτή ικανοποίηση απαγγέλεται μία μόνο φορά, ως και τον προορισμό των
εισπραττομένων χρηματικών ποσών για κοινωφελείς σκοπούς σχετικούς με την προστασία του
καταναλωτή. Επιπρόσθετα στο πλαίσιο του ν. 2251/1994 η υπαιτιότητα δεν αποτελεί στοιχείο
του πραγματικού ή άλλως προϋπόθεση καταλογισμού της ευθύνης στο πλαίσιο της συλλογικής
αγωγής. Ειδικότερα, οι προϋποθέσεις, που αναφέρονται στο νόμο, όπως η διατύπωση
καταχρηστικών γενικών όρων των συναλλαγών, δεν περιλαμβάνουν την υπαιτιότητα ως αναγκαίο
στοιχείο του καταλογισμού της παράνομης συμπεριφοράς του δράστη. Η αξίωση χρηματικής
ικανοποιήσεως της ενώσεως καταναλωτών γεννάται χωρίς ο νόμος να απαιτεί η συνδρομή του
υποκειμενικού στοιχείου με την έννοια του ψυχικού δεσμού του δράστη σε σχέση με τη
διατύπωση των καταχρηστικών ΓΟΣ. Η υποχρέωση καταβολής της χρηματικής ικανοποιήσεως
αποσυνδέεται από το πταίσμα. Ως αστική κύρωση, που αποβλέπει στην προστασία των
γενικοτέρων συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού, με παράλληλη αποκατάσταση της
τρωθείσης κοινωνικής ισορροπίας με την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη ηθική
και κοινωνική τους ισορροπία, δεν υπάγεται στη ρύθμιση του άρθρου 7§1 του Συντάγματος,
που αναφέρεται στον ποινικό κολασμό, και εκείνη της κατά το άρθρο 25§1 εδ δ'αυτού αρχή
της αναλογικότητας αναφορικά με το στοιχείο της υπαιτιότητας. Επομένως η διατυπούμενη με
τον τελευταίο κατά σειρά λόγο αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., με την
έννοια της ευθείας παραβιάσεως των άρθρων 299, 914, 932 ΑΚ, 10§9 ν. 2251/1994 και 7§1,
25§1 εδ δ' του Συντάγματος, συνιστάμενη στο γεγονός ότι το Δικαστήριο της ουσίας δεν
αξίωσε για την θεμελίωση της απαιτήσεως χρηματικής ικανοποιήσεως του αναιρεσίβλητου
πταίσμα της αναιρεσείουσας, κατ' εσφαλμένη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 10§9 του ν.
2251/1994, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 299, 914, 932 ΑΚ (πρώτο σκέλος),
παραλείποντας σε κάθε περίπτωση την εφαρμογή της, ως αντικειμένης στις συνταγματικές
διατάξεις των άρθρων 7§1, 25§1 εδ. δ' του Συντάγματος (δεύτερο σκέλος) ελέγχεται ως
αβάσιμη.

Β. Πρόσθετο δικόγραφο.

Κατά το άρθρο 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα
όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του
δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται
καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε, ή η πραγματική κατάσταση
που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που
μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του
δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και
ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνουν στην ανατροπή καταστάσεως
που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με το
επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να
χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο,
από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα
ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του.
Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ' αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που
συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον ίδιο επιπτώσεις, να τελούν σε ουσιώδη σχέση.
Προς θεμελίωση της ενστάσεώς της περί καταχρηστικής ασκήσεως του φερόμενου προς διάγνωση
με την αγωγή δικαιώματος του αναιρεσίβλητου η αναιρεσείουσα υποστήριζε με τις ενώπιον
του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου υποβληθείσες προτάσεις της, κατ' ακριβή κατά τούτο
αντιγραφή της, " ότι σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου § 2 παρ. 10 εδ, ε ν. 2251/1994 "η
συλλογική αγωγή ασκείται σε αποκλειστική προθεσμία έξι μηνών από την τελευταία εκδήλωση
της παράνομης συμπεριφοράς που αποτελεί την βάση της" πρέπει να γίνει δεκτό, ότι οι όροι
των καταθέσεων ταμιευτηρίου αποτελούν μακροχρόνια πρακτική, που είχε διαμορφωθεί
τουλάχιστον από του έτους 1992 νόμιμα και με βάση τη μορφή της σύμβασης. Και ναι μεν
λόγω της συνεχιζόμενης πρακτικής και σε περίπτωση που αδόκητα ήθελε κριθεί ότι παρήλθε η
αποσβεστική προθεσμία που τάσσει η παραπάνω διάταξη, το γεγονός ότι η ενάγουσα έχει
στραφεί κατ' επανάληψη κατά άλλων τραπεζών για διάφορα ζητήματα (ίδε σχετικώς 1219/2001
ΑΠ και 430/2005 ΑΠ) σε συνδυασμό με την μη όχληση της Τράπεζας από τη νυν ενάγουσα
ουδέποτε για τους προσβαλλόμενους όρους, ιδίως των καταθετικών λογαριασμών και το
γεγονός ιδίως ότι η Τράπεζα υπόκειται στην εποπτεία και τον έλεγχο των αρμοδίων
εποπτικών αρχών της Τράπεζας της Ελλάδος και του Υπουργείου Ανάπτυξης, παράλληλα δε ότι
εκπαιδεύει κατάλληλα το προσωπικό της για να ενημερώνει το συναλλασσόμενο με την Τράπεζα
κοινό, δημιουργούν σε εμένα την Τράπεζα, την εύλογη πεποίθηση για το εύλογο και συμβατό
των προσβαλλόμενων όρων με τις διατάξεις του ν. 2251/1994 και συνεπώς το όποιο δικαίωμα
του ενάγοντος σωματείου έχει αποδυναμωθεί". Τα πραγματικά αυτά περιστατικά, και αληθή
υποτιθέμενα, δεν αρκούν για να προκαλέσουν την εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ, με την έννοια
ότι τα πραγματικά αυτά περιστατικά δεν συνιστούν, από μόνα τους, υπέρβαση των ορίων που
επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και το κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος
του αναιρεσίβλητου, με άμεση δικονομική συνέπεια η διατυπούμενη με τον μοναδικό λόγο του
πρόσθετου δικογράφου αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., με την έννοια
της ευθείας παραβιάσεως της εν λόγω διατάξεως με την απορριπτική επί της εν λόγω
ενστάσεως κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, να αξιολογείται ως αβάσιμη. Τα λοιπά
πραγματικά περιστατικά, τα οποία επιπροσθέτως επικαλέσθηκε η αναιρεσείουσα προς
θεμελίωση της αυτής ενστάσεως το πρώτον με την έφεσή της και τις ενώπιον του
δευτεροβαθμίου δικαστηρίου προτάσεις της, παραδεκτώς προβλήθηκαν από την τελευταία μόνο
υπό την δικονομική της ιδιότητα της εφεσίβλητης, σε αντιδιαστολή με εκείνη της
εκκαλούσης, εφόσον στην τελευταία περίπτωση ούτε επικαλέσθηκε, ούτε βεβαιώθηκε με την
προσβαλλόμενη απόφαση με αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τούτου κρίση της, ότι συνέτρεχαν οι
προϋποθέσεις εφαρμογής των άρθρων 527, 269§2 Κ.Πολ.Δ., πλην αλυσιτελώς συνδέονται με την
ερευνώμενη αναιρετική αιτίαση, εφόσον η έφεση του αναιρεσίβλητου απορρίφθηκε ως κατ'
ουσίαν αβάσιμη.

(ιι) Με στοιχ. (ιι) αίτηση αναιρέσεως.

Κατά τις ενδιαφέρουσες τους ερευνώμενους στη συνέχεια λόγους αναιρέσεως παραδοχές της
προσβαλλόμενης αποφάσεως (α) "Στις προαναφερόμενες συμβάσεις χορήγησης πιστωτικών
καρτών, η εναγόμενη περιλαμβάνει και τον με αρ. 12 Γ.Ο.Σ., σύμφωνα με τον οποίο "Η
πραγματοποίηση συναλλαγών με κάρτα γίνεται με ευθύνη του κατόχου πάντοτε μέσα στο
πιστωτικό όριο το οποίο καθορίζεται από την Τράπεζα και γνωστοποιείται στον κάτοχο κατά
τη χορήγηση της κάρτας. Σε οποιαδήποτε περίπτωση υπέρβασης του εκάστοτε ισχύοντος
πιστωτικού ορίου, ο κάτοχος υποχρεούται να εξοφλήσει ολόκληρο το ποσό της υπέρβασης ...
όπως και το εφάπαξ ποσό που προσδιορίζεται στην πρόσθετη πράξη λόγω αυθαίρετης αύξησης
του αναλαμβανομένου από την τράπεζα πιστωτικού κινδύνου", στην πρόσθετη δε πράξη που
επισυνάπτεται στις εν λόγω συμβάσεις, το ποσοστό αυτό ορίζεται σε 3%, όρος ο οποίος
πλήττεται από το ενάγον ως προς το τελευταίο αυτό ποσοστό της εφάπαξ χρέωσης".
Αξιολογώντας τον όρο αυτό το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή
του ότι "εφόσον δεν καθορίζει δυσανάλογο υψηλό εφάπαξ ποσοστό χρέωσης, δηλαδή δεν είναι
υψηλότερο από το σύνηθες ποσοστό τόκου, δεν είναι καταχρηστικός, αφού η πίστωση με
υπέρβαση του καθοριζομένου ανωτάτου ορίου, κατά κανόνα, αποτελεί για την τράπεζα
αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο και υψηλότερη δαπάνη. Το συγκεκριμένο ποσοστό ύψους 3% ως
εφάπαξ χρέωση επί του ποσού της υπέρβασης, δεν κρίνεται καταχρηστικό και δεν αποτελεί
ουσιώδη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε
βάρος του καταναλωτή". Και πράγματι το καθοριζόμενο με τη σύμβαση πιστωτικό όριο
συνδέεται άμεσα με τον πιστωτικό κίνδυνο τον οποίο αναλαμβάνει η αναιρεσίβλητη τράπεζα,
το ύψος του οποίου εξαρτάται από την πιστοληπτική ικανότητα του συμβαλλόμενου μετ' αυτής
καταναλωτή ο οποίος, γνωρίζοντας το όριο της πιστώσεως, ευχερώς μπορεί να ελέγξει την μη
υπέρβασή του, προς αποτροπή της οποίας δικαιολογείται ως πρόσφορο προς τούτο μέσο η
εφάπαξ χρέωση σε ποσοστό 3% επί του ποσού της υπερβάσεως. Με την έννοια αυτή ο όρος
αυτός της συμβάσεως χορηγήσεως πιστωτικής κάρτας δεν αποτελεί ουσιώδη διατάραξη της
ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των δι' αυτής συμβαλλομένων σε βάρος του
καταναλωτή, ο δε καθορισμός της εφάπαξ χρεώσεως σε ποσοστό 3% επί του ποσού της
υπερβάσεως κρίνεται δικαιολογημένος, ενόψει του βαθμού της βαρύτητας της συμβατικής
παραβιάσεως και των συνεπειών της για την αναιρεσίβλητη τράπεζα. Επομένως η διατυπούμενη
με τον πρώτο κατά σειρά λόγο αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 1 ΑΚ, με την έννοια
της ευθείας παραβιάσεως του άρθρου 2 §§ 6, 7 εδ. λ' του Ν.2251/1994 ελέγχεται ως
αβάσιμη. Η κατά τρόπο γενικό και αόριστο παράλληλα προβαλλόμενη αναιρετική αιτίαση της
εκ πλαγίου παραβιάσεως των εν λόγω διατάξεων (Κ.Πολ.Δ. 559 αρ. 19) αξιολογείται
προεχόντως ως απαράδεκτη. (β) "Περαιτέρω, ο όρος 3, που επίσης είναι αποτυπωμένος στα
πιο πάνω βιβλιάρια, επιτρέπει στην εναγομένη να υπολογίζει τους τόκους από την επόμενη
εργάσιμη ημέρα από την κατάθεση μέχρι την προηγούμενη από την ανάληψη". Ο όρος αυτός
εκτιμήθηκε ότι δεν είναι καταχρηστικός σε συνέπεια με την παραδοχή της προσβαλλόμενης
αποφάσεως ότι "η τράπεζα ουσιαστικά μπορεί να διαπιστώσει το ύψος των καταθέσεων και
ανάλογα να τις εκμεταλλευτεί από την επόμενη ημέρα και σε κάθε περίπτωση δεν προκαλεί
καμία ανισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων εις βάρος του καταναλωτή, εφόσον με
ακρίβεια μπορούν να υπολογισθούν οι τόκοι μόνο μέχρι την προηγούμενη ημέρα από την
ανάληψη, όπου υπάρχει πλήρης η εικόνα της κατάθεσης, διαφορετικά θα έπρεπε να
υπολογίζονται και οι ώρες ακόμη της κατάθεσης". Οι πλήρεις και σαφείς περί τούτου
αιτιολογίες της προσβαλλόμενης αποφάσεως δικαιολογούν το κατ' ορθή εφαρμογή της
διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν.2251/1994 καταληκτικό αυτής συμπέρασμα ότι ο όρος
αυτός δεν είναι καταχρηστικός κατά την προδιαληφθείσα έννοια, δοθέντος ότι πρόκειται για
συμβατική ρύθμιση επιβαλλομένη εκ των πραγμάτων, ενόψει της δυνατότητας καταθέσεως και
αναλήψεως και κατά τις μη εργάσιμες ώρες, με άμεση δικονομική συνέπεια ο τρίτος κατά
σειρά λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο, με αναφορά στο άρθρο 559 αρ.1 Κ.Πολ.Δ., αποδίδεται
ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση της εν λόγω διατάξεως να ελέγχεται ομοίως ως αβάσιμος
και (γ) "ο ΓΟΣ με αρ. 7, που αναγράφεται στα βιβλιάρια κατάθεσης της εναγομένης και ο
οποίος θεμελιώνει ευθύνη της τράπεζας μόνο για δόλο ή για βαριά αμέλεια υπαλλήλου της,
σε περίπτωση μη γνήσιας υπογραφής σε δελτία ή σε εντολές πληρωμής, είναι σύμφωνος με τη
διάταξη του άρθρου 3 το Ν.Δ. της 17 Ιουλίου/13 Αυγούστου 1923 "περί ειδικών διατάξεων
επί ανωνύμων εταιρειών" κατά την οποία "η εκδότρια ονομαστικής ομολογίας ή άλλης
αποδείξεως καταθέσεως χρημάτων Εταιρεία, η πληρώσασα αυτήν εξοφλημένην δια της επ' αυτής
υπογραφής του δικαιούχου, απαλλάσσεται και εάν η υπογραφή ήτο πλαστή, πλην εάν η
εκδότρια κατά την πληρωμήν ετέλη εν δόλω ή εν μεγάλη αμελεία". Η διάταξη αυτή δεν έχει
καταργηθεί, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το ενάγον, από τη διάταξη της παραγράφου 12 του
άρθρου 6 του Ν.2251/1994, με την οποία ορίζεται ότι είναι άκυρη κάθε συμφωνία, που
περιορίζει ή απαλλάσσει τον παραγωγό από την ευθύνη του ούτε από τη διάταξη της
παραγράφου 2 εδ. β' του άρθρου 332 ΑΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το
άρθρο 2 παρ.1 του Ν.3043/2002, σύμφωνα με την οποία είναι άκυρη η εκ των προτέρων
συμφωνία ότι δεν θα ευθύνεται ο οφειλέτης και για ελαφριά ακόμη αμέλεια, μεταξύ άλλων,
και αν η απαλλακτική ρήτρα περιέχεται σε όρο της σύμβασης, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο
ατομικής διαπραγμάτευσης. Και τούτο διότι οι διατάξεις αυτές, οι οποίες αναφέρονται με
γενικότητα, αντίστοιχα, στην ευθύνη του "παρέχοντος υπηρεσίες" (η πρώτη) και του
"οφειλέτη" (η δεύτερη), είναι γενικότερες κατά το περιεχόμενό τους σε σχέση με τη
προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 3 του ΝΔ της 17 Ιουλίου/13 Αυγούστου 1923, η οποία
αφορά την ευθύνη των ανωνύμων εταιριών, ενώ, από το περιεχόμενο των πιο πάνω διατάξεων,
δεν προκύπτει ότι αποσκοπούσαν να καταργήσουν την τελευταία αυτή διάταξη, η οποία
παραμένει σε ισχύ". Η νομική κατά τούτο παραδοχή της προσβαλλόμενης αποφάσεως
αξιολογείται ως εσφαλμένη, ερειδόμενη επί αναληθούς από νομική άποψη προϋποθέσεως.
Ειδικότερα, κατά το άρθρο 2 ΑΚ ο νόμος διατηρεί την ισχύ του, εφόσον άλλος κανόνας
δικαίου δεν τον καταργήσει ρητά ή σιωπηρά. Τούτο συμβαίνει όταν από την έννοια του
περιεχομένου προκύπτει κατά τρόπο σαφή ότι ο νεότερος νόμος αποσκοπεί στην κατάργηση του
παλαιού γενικού ή ειδικού και μάλιστα με ρύθμιση του ίδιου θέματος κατά τρόπο αντίθετο
και ασυμβίβαστο προς αυτή του παλαιού. Έτσι η αρχή της καταργήσεως του προγενέστερου
νόμου με νεότερο δεν εφαρμόζεται όταν ο νεότερος νόμος είναι γενικός και ο παλαιός
ειδικός, εκτός αν από την έννοια του περιεχομένου του νεότερου νόμου προκύπτει ότι αυτός
αποσκοπούσε στην κατάργηση και του ειδικού νόμου. Περαιτέρω, αναφορικά με το ζήτημα της
ευθύνης της παρέχουσας υπηρεσίας τράπεζας έναντι του καταναλωτή, πελάτη αυτής, κατά το
άρθρο 8 εδ1 του Ν.2251/1994 "ο παρέχων υπηρεσίας ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε
υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών", ενώ κατά το εδ3 "ο ζημιωθείς υποχρεούται να
αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της
ζημίας". Έτσι, αν ο ζημιωθείς αποδείξει την ύπαρξη σφάλματος της τράπεζας, μπορεί να
αξιώσει την αποκατάσταση της ζημίας του, χωρίς να φέρει άλλο αποδεικτικό βάρος (νόθος
αντικειμενική ευθύνη). Αντίθετα, κατά το άρθρο 3 του ν.δ. της 17-7/13-8-1923, που
διατηρήθηκε σε ισχύ με την διάταξη του άρθρου 41 παρ. 1 Εισ ΝΑΚ, "η εκδότρια ονομαστικής
ομολογίας ή άλλης αποδείξεως καταθέσεως χρημάτων εταιρεία, η πληρώσασα αυτήν εξοφλημένην
δια της επ' αυτή, υπογραφής του δικαιούχου, απαλλάσσεται και αν η υπογραφή ήτο πλαστή,
πλην αν η εκδότρια κατά την πληρωμήν ετέλει εν δόλω ή εν μεγάλη αμελείαν", κατ'
αποκλεισμό της ευθύνης της για ελαφρά αμέλεια, σε αντίθεση με όσα προβλέπει το άρθρο 8
του Ν.2251/1994.

Ανακύπτει εντεύθεν ζήτημα αντινομίας μεταξύ των διατάξεων του άρθρου 8 του Ν.2251/1994,
που εισάγουν γενικό κανόνα επαγγελματικής ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες και αυτών του
άρθρου 3 του ν.δ. 17-7/13-8-1923, που αναφέρονται σε ειδικό καθεστώς επαγγελματικής
ευθύνης, της ευθύνης των πιστωτικών ιδρυμάτων κατά την καταβολή σε μη δικαιούχο. Οι δύο
κανόνες επομένως συγκρούονται καθώς συνδέουν το ίδιο πραγματικό γεγονός, την παροχή
υπηρεσιών, δύο ασυμβίβαστες μεταξύ τους έννομες συνέπειες. Και με την εκδοχή ότι
πρόκειται περί συγκρούσεως μεταξύ νεότερου γενικού και παλαιότερου ειδικού νόμου, το
γεγονός ότι βασικό χαρακτηριστικό της νέας γενικής ρυθμίσεως της ευθύνης του παρέχοντος
υπηρεσίες είναι η καθολικότητά της, δικαιολογεί την ορθότητα της νομικής παραδοχής ότι
με το άρθρο 8 του Ν.2251/1994 αποσκοπήθηκε και η κατάργηση της διατάξεως του άρθρου 3
του ν.δ/τος 17-7/13-8-1923, με συνέπεια την καθιέρωση της νόθου αντικειμενικής ευθύνης
της τράπεζας η οποία συνάδει και με το γενικό δίκαιο του Αστικού Κώδικα για την
ενδοσυμβατική ευθύνη. Η περί τούτου νομοθετική βούληση επιβεβαιώνεται και από την
επελθούσα με το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν.3043/21-8-2002 αντικατάσταση του άρθρου 332 ΑΚ,
κατά τους ορισμούς της οποίας (παρ. 2 εδ2 περ. α') άκυρη είναι η απαλλακτική ρήτρα της
ευθύνης του οφειλέτη για ελαφρά αμέλεια αν περιέχεται σε όρο της συμβάσεως, που δεν
απετέλεσε αντικείμενο αντικειμενικής διαπραγματεύσεως, προς άρση κάθε αμφιβολίας για τη
γενικότητα και καθολικότητα της απαγορεύσεως. Ενδεικτική περί τούτου είναι η αναφορά της
εισηγητικής εκθέσεως του Ν.3043/2002 ως προς το άρθρο 332 ΑΚ, στην οποία διαλαμβάνεται
"αντικαθίσταται το άρθρο 332 ΑΚ - με διεύρυνση των περιπτώσεων απαγορευομένων
απαλλακτικών ρητρών από ελαφρά αμέλεια. Προστίθενται δύο ακόμη περιπτώσεις απαγόρευσης,
οι οποίες θα μπορούσαν να συναχθούν από ειδικές διατάξεις.

Πρόκειται αφενός για την περίπτωση απαλλακτικής ρήτρας που δεν αποτέλεσε αντικείμενο
ατομικής διαπραγματεύσεως αλλά επιβλήθηκε από τον ισχυρότερο συμβαλλόμενο με
προδιατυπωμένο όρο. Προς άρση κάθε αμφιβολίας και για λόγους γενίκευσης της εφαρμογής
τους οι απαγορεύσεις αυτές θεσπίζονται ρητά". Επομένως, κατ' εσφαλμένη εφαρμογή των
αμέσως παραπάνω σημειουμένων διατάξεων δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση την εγκυρότητα
του με αρ. 7 ΓΟΣ, κατά το περιεχόμενο του οποίου η αναιρεσίβλητη τράπεζα ευθύνεται μόνο
για δόλο ή βαρεία αμέλεια σε περίπτωση καταβολής σε μη δικαιούχο, σε συνέπεια με τη
νομική παραδοχή της ότι η απαλλακτική αυτή ρήτρα είναι σύμφωνη με την διάταξη του άρθρου
3 του ν.δ. 17-7/13-8-1923, που εξακολουθεί να ισχύει και μετά το Ν.2251/1994, κατά την
βάσιμα περί τούτου διατυπούμενη με τον δεύτερο κατά σειρά λόγο αναιρετική αιτίαση από το
άρθρο 559 αρ.1 Κ.Πολ.Δ. με την έννοια της ευθείας παραβιάσεως των εν λόγω διατάξεων.
Συνακόλουθα αυτών πρέπει κατά παραδοχή Ι. του δευτέρου, τρίτου κατά το πρώτο σκέλος
αυτού, τέταρτου και έκτου λόγου της με στοιχ. (ι) αιτήσεως αναιρέσεως και ΙΙ. Του
δευτέρου λόγου της με στοιχ. (ιι) αιτήσεως αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη δι'
αυτών απόφαση, κατά τα χαρακτηριζόμενα στο σκεπτικό της παρούσης Ι με στοιχ (ι) Α(α)
ββ(δ), (ε) ββ, (ζ) και ΙΙ. Με στοιχ. (ιι) γ κεφάλαια της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ως
και το συνδεόμενο με αυτή κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποιήσεως και παραπεμφθεί η
υπόθεση προς περαιτέρω κατά τούτο εκδίκασή της στο αυτό Εφετείο Αθηνών, συγκροτούμενο
από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση (Κ.Πολ.Δ 580
παρ. 3). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων κατανεμόμενα κατά τον λόγο της κατ' ίσο
μέρος εν μέρει νίκη και ήττας εκάστου τούτων, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους
(Κ.Πολ.Δ 183, 178 παρ. 1).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


Ι. Συνεκδικάζει τις χαρακτηριζόμενες με στοιχ. (ι) 924/10-7-2008 και (ιι) 1148/26-9-
2008 αιτήσεις, με τον με ιδιαίτερο, 155/2-9-2009, δικόγραφο πρόσθετο λόγο της με στοιχ
(ι) αιτήσεως, για αναίρεση της 3499/19-6-2008 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.

ΙΙ. Αναιρεί την 3499/19-6-2008απόφαση του Εφετείου Αθηνών κατά τα χαρακτηριζόμενα στο
σκεπτικό της παρούσης με στοιχ. (ι) Α(α) ββ, (δ), (ε)ββ, ζ και (ιι) γ κεφάλαια της
αναιρούμενης αποφάσεως ως και εκείνο περί χρηματικής ικανοποιήσεως.

Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω κατά τούτο εκδίκαση της στο αυτό Εφετείο Αθηνών,
συντιθέμενο από άλλους δικαστές.

Και

ΙΙΙ. Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Δεκεμβρίου 2010.

Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Απριλίου 2010.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ