Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

Δυσφήμηση και Συκοφαντική Δυσφήμηση

Δεν είναι λίγες οι φορές που έχει αναφερθεί σε στιγμή έντασης σε μία συζήτηση, είτε αυτή λαμβάνει χώρα σε τηλεοπτικό πάνελ, είτε σε μία παρέα γνωστών και φίλων, η φράση "θα σου κάνω μήνυση για συκοφαντική δυσφήμηση".
Ωστόσο, δεν είναι ευρέως γνωστές οι προϋποθέσεις που απαιτεί ο Ποινικός Κώδικας και έχουν διαμορφωθεί από τις αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων (τη λεγόμενη νομολογία) για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης. Επίσης, δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό το γεγονός ότι υπάρχει το ξεχωριστό αδίκημα της απλής δυσφήμησης.

Το άρθρα 362 και 363 ΠΚ (Ποινικού Κώδικα) αναφέρουν σχετικά τα εξής:

Δυσφήμηση                                              
Άρθρο 362         
Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, τιμωρείται με Φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Η χρηματική ποινή μπορεί να επιβληθεί και μαζί με την ποινή της Φυλάκισης.   

  
Συκοφαντική Δυσφήμηση                              
Άρθρο 363           
Αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό  είναι ψευδές  τιμωρείται με Φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών μαζί με τη Φυλάκιση μπορεί να επιβληθεί και χρηματική ποινή. Μπορεί επίσης να  επιβληθεί  και  στέρηση  πολιτικών   δικαιωμάτων κατά το άρθρο 63.   

Από την ανάγνωση των ανωτέρω άρθρων είναι εμφανής η σημαντικότερη διαφορά της απλής δυσφήμησης από την συκοφαντική, η οποία έγκειται στο ότι στη δεύτερη περίπτωση του άρθρου 363 ΠΚ το γεγονός που διαδίδεται είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι το γεγονός που ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο είναι ψευδές. Για το λόγο αυτό άλλωστε, η συκοφαντική δυσφήμηση τιμωρείται με βαρύτερη ποινή από την απλή δυσφήμηση.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι διατάξεις των άρθρων 366, 367 και 368 του ΠΚ, σύμφωνα με τις οποίες μπαίνουν κάποια όρια για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 ΠΚ :

Γενικές διατάξεις                               
Άρθρο 366          
1. Αν  το  γεγονός  του άρθρου 362 είναι αληθινό, η πράξη μένει   ατιμώρητη. Η απόδειξη όμως της  αλήθειας  του  γεγονότος  απαγορεύεται   όταν αυτό αφορά αποκλειστικά σχέσεις του οικογενειακού ή του ιδιωτικού   βίου  που  δεν θίγουν το δημόσιο συμφέρον και ο ισχυρισμός ή η διάδοση   έγιναν κακόβουλα.           
2.  Αν στις περιπτώσεις των  άρθρων  362, 363, 364  και 365  το   γεγονός που ισχυρίστηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος είναι πράξη αξιόποινη για   την  οποία  ασκήθηκε  δικαστική  δίωξη  αναστέλλεται  η δίκη για τη Δυσφήμηση έως το τέλος της ποινικής δίωξης, θεωρείται αποδεδειγμένο ότι το γεγονός που αφορά η Δυσφήμηση είναι  αληθινό  αν  η  απόφαση  είναι   καταδικαστική  και  ψευδές  αν η απόφαση είναι αθωωτική και στηρίζεται στο ότι δεν αποδείχτηκε ότι το πρόσωπο που έχει δυσφημισθεί τέλεσε την   αξιόποινη πράξη.           
3. Η απόδειξη της αλήθειας του γεγονότος που αφορά η Δυσφήμηση   δεν  αποκλείει  την  τιμωρία για  Εξύβριση,  αν  από  τον  τρόπο  που   εκδηλώθηκε  ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η Δυσφήμηση   προκύπτει σκοπός Εξύβρισης.

Άρθρο 367.            
1.  Δεν αποτελούν άδικη πράξη: α) οι  δυσμενείς  κρίσεις  για επιστημονικές, καλλιτεχνικές ή επαγγελματικές εργασίες β) οι δυσμενείς   εκφράσεις  που  περιέχονται  σε έγγραφο δημόσιας αρχής για αντικείμενα   που ανάγονται στον κύκλο της υπηρεσίας της, καθώς και γ) οι εκδηλώσεις   που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την  άσκηση  νόμιμης   εξουσίας  ή  για  την  διαφύλαξη  (προστασία)  δικαιώματος  ή από άλλο   δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή δ) σε ανάλογες περιπτώσεις.           
2.  Η προηγούμενη διάταξη δεν εφαρμόζεται: α) όταν οι παραπάνω   κρίσεις και εκδηλώσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της πράξης  του   άρθρου  363,  καθώς  και β) όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις   περιστάσεις  υπό  τις  οποίες  τελέστηκε  η  πράξη,  προκύπτει  σκοπός   Εξύβρισης.   

Έγκληση                               
Άρθρο 368        
1.  Στις  περιπτώσεις  των άρθρων 361, 362, 363, 364 και 365 η  ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση. Αν ο παθών είναι αστυνομικός, λιμενικός, πυροσβεστικός και υγειονομικός  υπάλληλος και η πράξη συνέβη κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του από πρόσωπο που ενήργησε με καλυμμένα ή αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά αυτού, η ποινική  δίωξη στην περίπτωση του άρθρου 361 ασκείται αυτεπάγγελτα. (...).
  
Οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων έχουν διαμορφώσει τις προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης με τους περιορισμούς που θέτει η διάταξη του άρθρου 367 ΠΚ. 
Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να τονιστεί το γεγονός ότι, προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη για τα αδικήματα της δυσφήμησης και της συκοφαντικής δυσφήμησης θα πρέπει να υποβληθεί μήνυση από αυτόν που προσβλήθηκε, η οποία λέγεται "έγκληση".

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ 

"...Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ προκύπτει ότι για την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται: 
1)  ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου,
2)το γεγονός να  είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη, 
3) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε ότι  αυτό είναι ψευδές. 
Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση η οποία προέρχεται ή από ίδια  πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. 
Αντίθετα, διάδοση υφίσταται όταν  λαμβάνει χώρα μετάδοση της ανακοινώσεως που γίνεται σε άλλον. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση  επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. 
Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή  οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρόν ή το παρελθόν, το οποίο  υποπίπτει στις αισθήσεις και δύναται να αποδειχθεί, αντίκειται δε στην ηθική και την ευπρέπεια.  
Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή ή η υπόληψη του φυσικού προσώπου, η οποία θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, που πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξη ή παράλειψη. 
Το  γεγονός πρέπει να είναι κατάλληλο, δηλαδή πρόσφορο ως αντιτιθέμενο στην ηθική και στην ευπρέπεια, να προσβάλλει είτε την τιμή κάποιου, είτε την υπόληψή του. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσεως και χαρακτηρισμοί,  οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα  οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητος." (ΑΠ - Άρειος Πάγος- 79/2015, Βάση Δεδομένων ΝΟΜΟΣ).

"...Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 367 του ΠΚ, προκύπτει ότι αίρεται κατ' αρχήν ο άδικος χαρακτήρας της εξύβρισης και απλής δυσφήμησης, εκτός από άλλες περιπτώσεις, και όταν η προσβλητική της τιμής και της υπόληψης άλλου εκδήλωση γίνεται για την εκτέλεση νομίμου καθήκοντος ή για την διαφύλαξη δικαιώματος του δράστη ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, με τον απαραίτητο όμως όρο, ότι η εκδήλωση αυτή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποτελεί το επιβαλλόμενο και αντικειμενικά αναγκαίο για την εκτέλεση του καθήκοντος, τη διαφύλαξη του δικαιώματος ή την ικανοποίηση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος μέτρο, χωρίς την χρήση του οποίου δεν θα ήταν δυνατή η πραγματοποίησή τους με άλλον τρόπο και εφόσον δεν προκύπτει σκοπός εξύβρισης, από τον τρόπο της εκδήλωσης και τις περιστάσεις τέλεσής της (...)" (ΑΠ 533/2010, Βάση Δεδομένων ΝΟΜΟΣ). 

Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

Αναγνώριση καθεστώτος πολιτικού πρόσφυγα

Το Δικηγορικό μας Γραφείο εκπροσωπώντας με επιτυχία αιτούσα πολιτικό άσυλο συνέβαλε στην αναγνώριση του καθεστώτος πολιτικού ασύλου και στην έκδοση ταξιδιωτικών της εγγράφων.
Το ποσοστό που γίνονται δεκτές αιτήσεις για χορήγηση πολιτικού ασύλου στην Ελλάδα κυμαίνεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα.

Πολιτικός πρόσφυγας είναι το άτομο, το οποίο βρίσκεται μακριά από την πατρίδα του, και το οποίο διατρέχει βάσιμο φόβο δίωξης, λόγω της φυλής, της θρησκείας, της εθνικότητας, της συμμετοχής του σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή των πολιτικών του πεποιθήσεων, και λόγω αυτού του φόβου δεν μπορεί να γυρίσει εκεί. Με την έννοια «δίωξη» νοείται η παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως τα βασανιστήρια, η αυθαίρετη κράτηση, η διακριτική μεταχείριση που θέτει σε κίνδυνο την επιβίωση του διωκόμενου κ.ο.κ.

Τρίτη 2 Ιουνίου 2015

Ακούσια Νοσηλεία: Διαδικασία και Προϋποθέσεις

Η διαδικασία της ακούσιας νοσηλείας ψυχικά ασθενών είναι μία κατεξοχήν δύσκολη διαδικασία και συχνά στην πράξη προκύπτουν προβλήματα κατά την εφαρμογή της, τα οποία το Γραφείο μας έχει αντιμετωπίσει με επιτυχία. Παρακάτω παραθέτουμε τα βασικότερα σημεία της διαδικασίας.

Σύμφωνα με το ν. 2071/1992 ακούσια νοσηλεία είναι η χωρίς τη συγκατάθεση του ασθενή εισαγωγή και η παραμονή του, για θεραπεία, σε κατάλληλη Μονάδα Ψυχικής Υγείας.

Προϋποθέσεις για την Ακούσια νοσηλεία σύμφωνα με το νόμο είναι:

Ι. α. Ο ασθενής να πάσχει από ψυχική διαταραχή.
β. Να μην είναι ικανός να κρίνει για το συμφέρον της υγείας του.
γ. Η έλλειψη νοσηλείας να έχει ως συνέπεια είτε να επιδεινωθεί η κατάσταση της υγείας του, ή

ΙΙ. Η νοσηλεία ασθενή που πάσχει από ψυχική διαταραχή να είναι απαραίτητη για να αποτραπούν πράξεις βίας κατά του ίδιου ή τρίτου.
Εξάλλου, η αδυναμία ή η άρνηση προσώπου να προσαρμόζεται στις κοινωνικές ή ηθικές ή πολιτικές αξίες, που φαίνεται να επικρατούν στην κοινωνία, δεν αποτελεί καθ` αυτή ψυχική διαταραχή.

Διαδικασία εισαγωγής

1. Την Ακούσια νοσηλεία του φερομένου στην αίτηση ως ασθενή, μπορούν να ζητήσουν ο σύζυγός του ή συγγενής σε ευθεία γραμμή απεριόριστα ή συγγενής εκ πλαγίου μέχρι και το δεύτερο βαθμό ή όποιος έχει την επιμέλεια του προσώπου του ή ο επίτροπος του δικαστικά απαγορευμένου. Εάν δεν υπάρχει κανένα από τα πρόσωπα αυτά, σε επείγουσα περίπτωση, την Ακούσια νοσηλεία μπορεί να ζητήσει και αυτεπάγγελτα ο εισαγγελέας πρωτοδικών του τόπου κατοικίας ή διαμονής του ασθενή.

2. Η αίτηση για την Ακούσια νοσηλεία απευθύνεται στον εισαγγελέα πρωτοδικών του τόπου της κατοικίας ή διαμονής του προσώπου, που φέρεται στην αίτηση ως ασθενής. Την αίτηση πρέπει να συνοδεύουν αιτιολογημένες γραπτές γνωματεύσεις δύο ψυχιάτρων, ή επί αδυναμίας εξευρέσεως δύο ψυχιάτρων, ενός ψυχιάτρου και ενός ιατρού παρεμφερούς ειδικότητας. Οι ιατροί που συντάσσουν τις γνωματεύσεις δεν πρέπει να τελούν σε σχέση συγγενείας με τον αιτούντα ή το φερόμενο στην αίτηση ως ασθενή.

3. Οι ψυχίατροι ή παιδοψυχίατροι που συντάσσουν τις γνωματεύσεις προέρχονται από ειδικό κατάλογο, τον οποίο συντάσσουν ανά διετία οι κατά τόπους ιατρικοί σύλλογοι.

4. Ο εισαγγελέας, αφού διαπιστώσει τη συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων και εφόσον και οι δύο ιατρικές γνωματεύσεις συμφωνούν για την ανάγκη ακούσιας νοσηλείας, διατάσσει τη μεταφορά του ασθενή σε κατάλληλη μονάδα ψυχικής υγείας που υπάρχει στον "Τομέα" ψυχικής υγείας της κατοικίας του ασθενή, εκτός αν ειδικές συνθήκες επιβάλλουν τη νοσηλεία του άλλου. Εάν οι γνωματεύσεις των δύο ιατρών διαφέρουν μεταξύ τους, ο εισαγγελέας, μπορεί να διατάξει τη μεταφορά του φερόμενου ως ασθενή, εισάγει την αίτηση στο πολυμελές πρωτοδικείο κατά τη διαδικασία της παρ. 6 του άρθρου αυτού. Ο ασθενής πρέπει να ενημερώνεται αμέσως μόλις γίνει η μεταφορά του στη Μονάδα Ψυχικής Υγείας, από τον διευθυντή ή άλλο πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί το καθήκον αυτό, για τα δικαιώματά του και ειδικότερα το δικαίωμά του να ασκήσει ένδικο μέσο. Για την ενημέρωση αυτή συντάσσεται πρακτικό που υπογράφεται, εκτός από τον υποχρεωμένο να ενημερώσει και από το συνοδό του ασθενή.

5. Στην περίπτωση που τη διαδικασία κινεί αυτεπάγγελτα ο εισαγγελέας ή που στην αίτηση αναφέρεται ότι ήταν ανέφικτη η εξέταση του ασθενή, λόγω άρνησής του να εξετασθεί, ο εισαγγελέας πρωτοδικών δικαιούται να διατάξει τη μεταφορά του ασθενή για εξέταση και σύνταξη των γνωματεύσεων, σε δημόσια ψυχιατρική κλινική. Η μεταφορά του διενεργείται υπό συνθήκες που εξασφαλίζουν το σεβασμό στην προσωπικότητα και την αξιοπρέπεια του ασθενή, η δε παραμονή του ασθενή εκεί για τις αναγκαίες εξετάσεις δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από 48 ώρες.

6. Σε τρεις ημέρες από τότε που ο εισαγγελέας πρωτοδικών διέταξε τη μεταφορά του ασθενή, επιμελούμενος άμα για τη μεταφορά του στο πολυμελές πρωτοδικείο, ο ίδιος με αίτησή του ζητεί να επιληφθεί το πολυμελές πρωτοδικείο στο οποίο υπηρετεί, που συνεδριάζει μέσα σε 10 ημέρες κατά την κρίση του, "κεκλεισμένων των θυρών", ώστε να προστατεύεται η ιδιωτική ζωή του ασθενή. Στη συνεδρίαση καλείται πριν από 48 ώρες και ο ασθενής, ο οποίος δικαιούται να παραστεί με δικηγόρο και με ψυχίατρο ως τεχνικό σύμβουλο. Σε περίπτωση επικινδυνότητας του φερόμενου ως ασθενή οι ανωτέρω προθεσμίες δύναται να συντμηθούν.

7. Το δικαστήριο, που δικάζει με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, αν κρίνει ότι οι γνωματεύσεις των δύο ψυχιάτρων που προσάγονται διαφέρουν μεταξύ τους ή δεν είναι πειστικές ή ο επιστημονικός διευθυντής του νοσοκομείου στο οποίο έχει εισαχθεί ο ασθενής διατυπώνει αντίθετη προς τις γνωματεύσεις γνώμη, διατάζει την εξέταση του ασθενή και από άλλο ψυχίατρο εγγεγραμμένο στους καταλόγους ιατρικών συλλόγων της χώρας, κατά προτίμηση επίκουρο τουλάχιστον καθηγητή ή επιστημονικό διευθυντή δημόσιας Μονάδας Ψυχικής Υγείας ή το νόμιμο αναπληρωτή του.

8. Η απόφαση του πρωτοδικείου πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη. Αν ο ασθενής τον οποίο αφορά έχει προσαχθεί με διαταγή του εισαγγελέα σε ψυχιατρική κλινική, στην περίπτωση που η αίτηση αναγκαστικής νοσηλείας γίνεται δέκτη, συνεχίζεται η παραμονή του εκεί, ενώ στην περίπτωση που η αίτηση απορρίπτεται, διατάσσεται η άμεση έξοδος.

9. Κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την εισαγωγή του αρρώστου μέχρι την έκδοση της δικαστικής απόφασης τη θεραπευτική ευθύνη αυτού φέρει ο επιστημονικός διευθυντής της Μ.Ψ.Υ., ο οποίος και εξακολουθεί να φέρει την επιστημονική και θεραπευτική ευθύνη, εφόσον το δικαστήριο διατάξει τη συνέχιση της νοσηλείας.