ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

Αριθμ. 2322	  (ΦΕΚ Β 1853/21.12.2006)

 Εξουδετέρωση της δυνατότητας μη αναγραφής της καλούσας γραμμής για τον 
εντοπισμό κακόβουλων ή ενοχλητικών κλήσεων

                   H ΑΡΧΗ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ
                       ΤΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ (ΑΔΑΕ)
                     (Αριθμ. Απόφ.: 159/2006)

 Έχοντας υπόψη:

 1.	Τις διατάξεις:

 α. του άρθρου 8 παρ. 7 εδ. α΄ του ν. 3471/2006 "Προστασία δεδομένων 
προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών 
επικοινωνιών και τροποποίηση του ν. 2472/1997" (ΦΕΚ 133 Α΄),

 β. του άρθρου 10 περ. α΄ της υπ' αριθμ. 2002/58/ΕΚ Οδηγίας του Ευρωπαϊκού 
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου "σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων 
προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των 
ηλεκτρονικών επικοινωνιών (Oδηγία για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις 
ηλεκτρονικές επικοινωνίες)",

 γ. του ν. 3115/2003 "Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών" (ΦΕΚ 
47 Α΄) και ιδίως το άρθρο 6 παρ. 1 εδ. ιβ΄,

 2.	Το γεγονός ότι από τις διατάξεις αυτής της πράξης δεν προκαλείται 
δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού, αποφάσισε κατά τη συνεδρίαση της
6ης Δεκεμβρίου 2006, την έγκριση της πράξης με θέμα:

"Εξουδετέρωση της δυνατότητας μη αναγραφής της καλούσας γραμμής για τον 
εντοπισμό κακόβουλων ή ενοχλητικών κλήσεων" με το περιεχόμενο που 
αναπτύσσεται ακολούθως:
Άρθρο 1

Σκοπός

1.	Με την παρούσα πράξη καθορίζονται οι ειδικότερες διαδικασίες, ο τρόπος, 
η διάρκεια και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εξουδετέρωση της 
δυνατότητας μη αναγραφής της καλούσας γραμμής από τους φορείς παροχής 
δημοσίου δικτύου ή διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών 
για τον εντοπισμό κακόβουλων ή ενοχλητικών κλήσεων, και τη διάθεση των 
δεδομένων που περιέχουν την αναγνώριση της ταυτότητας του καλούντος 
συνδρομητή ή χρήστη έναντι του συνδρομητή ή χρήστη που ζητά τον εντοπισμό.

2.	Στις διατάξεις της παρούσας πράξης υπάγονται όλοι οι φορείς παροχής 
δημοσίου δικτύου επικοινωνιών ή διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών
επικοινωνιών.

Άρθρο 2 

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας πράξης, πέραν των ορισμών που περιλαμβάνονται 
στο ν. 3471/2006 (ΦΕΚ 133 Α΄), λαμβανομένων δε υπόψη των ορισμών του ν. 
3431/2006 (ΦΕΚ 13 Α΄), νοούνται ως:

"Συνδρομητής": κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει συνάψει σύμβαση με φορέα 
παροχής διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών για την 
παροχή των υπηρεσιών αυτών.

"Χρήστης": κάθε φυσικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί διαθέσιμη στο κοινό υπηρεσία 
ηλεκτρονικών επικοινωνιών για προσωπικούς ή επαγγελματικούς σκοπούς, χωρίς να 
είναι απαραίτητα συνδρομητής της εν λόγω υπηρεσίας.

"Υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών": οι υπηρεσίες που παρέχονται συνήθως 
έναντι αμοιβής και των οποίων η παροχή συνίσταται, εν όλω ή εν μέρει, στη 
μεταφορά σημάτων σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένων των 
υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών. Στις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών δεν 
περιλαμβάνονται υπηρεσίες παροχής ή ελέγχου περιεχομένου που μεταδίδεται μέσω 
δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και υπηρεσίες της 
Κοινωνίας της Πληροφορίας, όπως αυτές ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 2 
του π.δ. 39/2001 (ΦΕΚ 28 Α΄), και που δεν αφορούν, εν όλω ή εν μέρει, στη 
μεταφορά σημάτων σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

"Δημόσιο δίκτυο επικοινωνιών": το δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών, το οποίο 
χρησιμοποιείται, εξ ολοκλήρου ή κυρίως, για την παροχή διαθέσιμων στο κοινό 
υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

"Διαθέσιμες στο κοινό υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών": οι υπηρεσίες 
ηλεκτρονικών επικοινωνιών που παρέχονται στο κοινό.

"Παροχή δικτύου ηλεκτρονικών υπηρεσιών": η σύσταση, η λειτουργία, ο έλεγχος 
και η διάθεση τέτοιου δικτύου.

"Υπόχρεος Πάροχος": φορέας παροχής δημοσίου δικτύου επικοινωνιών ή διαθέσιμης 
στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

"Φορέας παροχής δημόσιου δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή διαθέσιμης στο 
κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών": η επιχείρηση που συνιστά,
λειτουργεί, ελέγχει ή διαθέτει δίκτυο για διαθέσιμες στο κοινό υπηρεσίες 
ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή που απλώς παρέχει διαθέσιμες στο κοινό υπηρεσίες 
ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

"Κλήση": σύνδεση που πραγματοποιείται μέσω μιας διαθέσιμης στο κοινό 
τηλεφωνικής υπηρεσίας που επιτρέπει αμφίδρομη επικοινωνία σε πραγματικό 
χρόνο.

"Αίτηση για τον Εντοπισμό Κακόβουλων ή Ενοχλητικών Κλήσεων" ή "Αίτηση": 
αίτηση που υποβάλλεται προς τον φορέα παροχής δημόσιου δικτύου ηλεκτρονικών 
επικοινωνιών ή διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών για 
την εξουδετέρωση της δυνατότητας μη αναγραφής της καλούσας γραμμής και τη 
διάθεση των δεδομένων που περιέχουν την αναγνώριση της ταυτότητας του 
καλούντος συνδρομητή ή χρήστη για τον εντοπισμό κακόβουλων ή ενοχλητικών 
κλήσεων.

"Κακόβουλη κλήση": κλήση η οποία ενέχει ιδίως απειλή βίας ή άλλης παράνομης 
πράξης ή παράλειψης, εξύβριση, προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας, 
εκβιασμό.

"Ενοχλητική κλήση": κλήση η οποία, χωρίς να είναι κακόβουλη, διαταράσσει την 
οικιακή ειρήνη και προκαλεί ανησυχία, όπως για παράδειγμα οι σιωπηλές και 
επαναλαμβανόμενες κλήσεις.

Άρθρο 3 

Γενικές Υποχρεώσεις

1. Οι Υπόχρεοι Πάροχοι οφείλουν να διαθέτουν μέσα εξουδετέρωσης της 
δυνατότητας μη αναγραφής της καλούσας γραμμής για τον εντοπισμό κακόβουλων ή 
ενοχλητικών κλήσεων, ιδίως με την προσθήκη των προς τούτο αναγκαίων εντολών 
στο λογισμικό των εγκαταστάσεών τους.

1.	Οι Υπόχρεοι Πάροχοι που είναι αποδέκτες Αιτήσεων για τον Εντοπισμό 
Κακόβουλων ή Ενοχλητικών Κλήσεων, οφείλουν, κατά τις κείμενες διατάξεις περί 
προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να τηρούν αρχείο με τις πρωτότυπες 
Αιτήσεις, καθώς και όλα τα σχετικά νομιμοποιητικά έγγραφα, όπως ορίζονται στο 
άρθρο 4 της παρούσας. Η υποχρέωση αυτή ισχύει για διάστημα δύο (2) ετών από 
την υποβολή κάθε ως άνω Αίτησης. Εάν στο ανωτέρω διάστημα ανακύψουν διαφορές 
ενώπιον οποιασδήποτε αρμόδιας Αρχής ή Δικαστηρίου, τα αρχεία που αφορούν στις 
διαφορές αυτές θα πρέπει να διατηρούνται με ευθύνη του Υπόχρεου παρόχου μέχρι 
την αμετάκλητη επίλυσή τους, εφόσον έχει γνωστοποιηθεί η επίδικη διαφορά στον 
υπόχρεο πάροχο.

3. Οι Υπόχρεοι Πάροχοι, που είναι αποδέκτες Αιτήσεων για τον Εντοπισμό 
Κακόβουλων ή Ενοχλητικών Κλήσεων, φροντίζουν ώστε όλα τα αναφερόμενα στην 
παρ. 2 του παρόντος άρθρου στοιχεία να είναι διαθέσιμα, και σε περίπτωση που 
ζητηθούν από την Α.Δ.Α.Ε., να παραδίδονται σε αυτήν εντός αποκλειστικής 
προθεσμίας πέντε (5) εργασίμων ημερών από τη λήψη του σχετικού αιτήματος.

2.	Τα δεδομένα, που περιέχουν την αναγνώριση της ταυτότητας του καλούντος 
συνδρομητή ή χρήστη, αποθηκεύονται και είναι διαθέσιμα από τον Υπόχρεο πάρο-
χο μόνο έναντι του συνδρομητή ή χρήστη που ζητεί τον εντοπισμό, σύμφωνα με 
την οριζόμενη στο άρθρο 5 της παρούσας πράξης διαδικασία, και κατόπιν 
διαγράφονται, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο.

5. Οι Υπόχρεοι Πάροχοι, που προβαίνουν στην εξουδετέρωση της δυνατότητας μη 
αναγραφής της καλούσας γραμμής σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5 της 
παρούσας πράξης, οφείλουν, κατά το χρονικό διάστημα της εξουδετέρωσης και 
πριν την αποκατάσταση της σύνδεσης με τον αριθμό του συνδρομητή που έχει 
υποβάλει την αίτηση για τον Εντοπισμό Κακόβουλων ή Ενοχλητικών Κλήσεων, να 
ενημερώνουν τους καλούντες με ηχογραφημένο μήνυμα ότι η δυνατότητα μη 
αναγραφής της καλούσας γραμμής προς τον συγκεκριμένο καλούμενο αριθμό 
πρόκειται να εξουδετερωθεί και ότι τα στοιχεία του άρθρου 5 παρ. 2 της 
παρούσας θα είναι διαθέσιμα έναντι του συνδρομητή ή χρήστη που ζητεί τον 
εντοπισμό κακόβουλων ή ενοχλητικών κλήσεων.

6. Οι Υπόχρεοι Πάροχοι κατά την εφαρμογή της παρούσας οφείλουν να λαμβάνουν 
όλα τα αναγκαία μέτρα για την διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών και 
να τηρούν την κείμενη νομοθεσία περί απορρήτου των επικοινωνιών.

7. Η διεκπεραίωση των Αιτήσεων για τον Εντοπισμό Κακόβουλων ή Ενοχλητικών 
Κλήσεων πρέπει να γίνεται με αξιοπιστία, εγκυρότητα, ακρίβεια, ταχύτητα και 
ασφάλεια, και μόνο για το χρονικό διάστημα που ορίζεται στο άρθρο 5 της 
παρούσας.

8. Οι Υπόχρεοι Πάροχοι υποχρεούνται να διαθέτουν ανά πάσα στιγμή καθορισμένη 
εσωτερική διαδικασία διεκπεραίωσης Αιτήσεων για τον Εντοπισμό Κακόβουλων ή 
Ενοχλητικών Κλήσεων.

9. Οι Υπόχρεοι Πάροχοι οφείλουν να προβαίνουν σε τακτικές επισκοπήσεις και 
αναθεωρήσεις της αναφερόμενης στην παρ. 8 του παρόντος άρθρου εσωτερικής 
διαδικασίας, είτε αυτόβουλα, είτε ύστερα από σχετική εντολή της Α.Δ.Α.Ε.

10. Οι Υπόχρεοι Πάροχοι οφείλουν να ορίζουν Κεντρικό Υπεύθυνο Διεκπεραίωσης 
Αιτήσεων για τον Εντοπισμό Κακόβουλων ή Ενοχλητικών Κλήσεων, ο οποίος θα 
επιβλέπει την ορθή εφαρμογή και τήρηση της εσωτερικής διαδικασίας 
διεκπεραίωσης των Αιτήσεων, σύμφωνα με την παρούσα πράξη. Τα στοιχεία του 
Κεντρικού Υπεύθυνου Διεκπεραίωσης Αιτήσεων για τον Εντοπισμό Κακόβουλων ή 
Ενοχλητικών Κλήσεων γνωστοποιούνται στην ΑΔΑΕ εντός μηνός από την έκδοση της 
παρούσας πράξης.

11. Ως προς την επιλογή του Κεντρικού Υπεύθυνου Διεκπεραίωσης Αιτήσεων για 
τον Εντοπισμό Κακόβουλων ή Ενοχλητικών Κλήσεων ισχύουν όσα ορίζονται στο 
άρθρο 8 παρ. 8 π.δ. 47/2005 ("Διαδικασίες καθώς και τεχνικές και οργανωτικές 
εγγυήσεις για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και για τη διασφάλισή 
του", ΦΕΚ Α΄ 64) για την επιλογή του "εξουσιοδοτημένου προσώπου".

12. Για τη διεκπεραίωση των προβλεπόμενων στην παρούσα πράξη διαδικασιών, οι 
υπόχρεοι πάροχοι οφείλουν να επιλέγουν προσωπικό, το οποίο παρέχει επαρκείς 
εγγυήσεις ως προς την τήρηση των προβλεπόμενων μέτρων ασφάλειας και τη 
διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών.

"13. Η υπηρεσία εξουδετέρωσης της δυνατότητας μη αναγραφής της καλούσας 
γραμμής για τον εντοπισμό κακόβουλων ή ενοχλητικών κλήσεων δεν παρέχεται για 
κλήσεις που προέρχονται από εκτροπή των κλήσεων άλλου συνδρομητή στον αριθμό 
του συνδρομητή που υπέβαλε Αίτηση για τον Εντοπισμό Κακόβουλων ή Ενοχλητικών 
Κλήσεων. Οι Υπόχρεοι Πάροχοι ενημερώνουν τους συνδρομητές που υποβάλλουν 
Αίτηση για τον Εντοπισμό Κακόβουλων ή Ενοχλητικών Κλήσεων για τον 
προαναφερόμενο περιορισμό.".

  ***Η εντός " " παρ. 13 προστέθηκε ως άνω με την Απόφ. 1039/29.4-
     13.5.2009 της Αρχής Διασφάλισης Του Απορρήτου Των Επικοινωνιών 
     (ΑΔΑΕ) (ΦΕΚ Β΄ 893/13.5.2009).
Άρθρο 4 

Υποβολή Αιτήσεων για τον Εντοπισμό Κακόβουλων ή Ενοχλητικών Κλήσεων

1. Οι Υπόχρεοι Πάροχοι δέχονται Αιτήσεις για τον Εντοπισμό Κακόβουλων ή 
Ενοχλητικών Κλήσεων αποκλειστικά και μόνο από συνδρομητές τους.

2. Οι Αιτήσεις για τον Εντοπισμό Κακόβουλων ή Ενοχλητικών Κλήσεων, οι οποίες 
περιέχουν κατ` ελάχιστον

τα οριζόμενα στο Παράρτημα της παρούσας στοιχεία και τα σχετικά 
νομιμοποιητικά έγγραφα και δικαιολογητικά, όπως ορίζονται στο παρόν άρθρο, 
υποβάλλονται με τους εξής τρόπους:

α) απευθείας στα κεντρικά γραφεία του Υπόχρεου Παρόχου

β) σε καταστήματα του Υπόχρεου παρόχου για την παροχή υπηρεσιών λιανικής

γ) με συστημένη επιστολή ή με ταχυμεταφορείς προς τα κεντρικά γραφεία του 
Υπόχρεου Παρόχου. Σε αυτή την περίπτωση η αίτηση θα πρέπει να είναι θεωρημένη 
για το γνήσιο της υπογραφής

δ) ηλεκτρονικά, μόνο με χρήση ηλεκτρονικής υπογραφής.

Οι Υπόχρεοι Πάροχοι οφείλουν να διαθέτουν τυποποιημένα έντυπα Αιτήσεων για 
τον Εντοπισμό Κακόβουλων ή Ενοχλητικών Κλήσεων και να τα διαθέτουν στους 
ενδιαφερόμενους συνδρομητές.

3.	Η αίτηση για τον Εντοπισμό Κακόβουλων ή Ενοχλητικών Κλήσεων είναι 
παραδεκτή εφόσον συντρέχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις:

α) έχουν συμπληρωθεί τα αναφερόμενα στο Παράρτημα της παρούσας στοιχεία και,

β) υποβάλλεται αποδεδειγμένα από τον συνδρομητή της καλούμενης γραμμής, 
σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις παρ. 4 έως 6 του παρόντος άρθρου.

4. Για τον έλεγχο της ταυτότητας του συνδρομητή που υποβάλλει την αίτηση για 
τον Εντοπισμό Κακόβουλων ή Ενοχλητικών Κλήσεων, ο υπόχρεος πάροχος λαμβάνει 
και διατηρεί αντίγραφο του δελτίου ταυτότητας του συνδρομητή, ή άλλου 
δημοσίου εγγράφου που πιστοποιεί την ταυτότητά του.

5. Σε περίπτωση που ο συνδρομητής υποβάλλει αίτηση για τον Εντοπισμό 
Κακόβουλων ή Ενοχλητικών Κλήσεων οι οποίες πραγματοποιούνται σε βάρος όχι του 
ιδίου αλλά άλλου χρήστη, ο οποίος χρησιμοποιεί τη σύνδεση του συνδρομητή, η 
αίτηση φέρει, εκτός από την υπογραφή του συνδρομητή, και την υπογραφή του εν 
λόγω χρήστη, και αναγράφονται σε αυτήν τα στοιχεία της ταυτότητας του 
τελευταίου.

6. Στην περίπτωση υποβολής αίτησης από χρήστη υπηρεσίας κινητής τηλεφωνίας με 
κάρτα προπληρωμένου χρόνου ομιλίας, ο αιτών, εκτός από την πιστοποίηση της 
ταυτότητάς του, σύμφωνα με την παρ. 4 του παρόντος άρθρου, υποβάλλει στον 
Υπόχρεο πάροχο και Υπεύθυνη Δήλωση κυριότητας της κάρτας SIM, συνοδευόμενη 
από φωτοτυπικό αντίγραφο της κάρτας.

7. Οι Υπόχρεοι Πάροχοι διεκπεραιώνουν με τη διαδικασία που προβλέπεται στο 
άρθρο 5 της παρούσας μόνο τις Αιτήσεις που είναι παραδεκτές, σύμφωνα με την 
παρ. 3 του παρόντος άρθρου, και αιτιολογημένες.
Άρθρο 5

Διεκπεραίωση Αίτησης για τον Εντοπισμό Κακόβουλων ή Ενοχλητικών Κλήσεων

1. Ο Υπόχρεος Πάροχος προβαίνει στην εξουδετέρωση της δυνατότητας μη 
αναγραφής της καλούσας γραμμής για το χρονικό διάστημα που έχει ζητήσει ο 
συνδρομητής, και το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει σε διάρκεια τις δεκαπέντε 
(15) ημέρες από την έναρξη της εξουδετέρωσης. Το διάστημα αυτό άρχεται δύο 
(2) εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής της Αίτησης από τον Υπόχρεο 
πάροχο.

To συγκεκριμένο χρονικό διάστημα καθορίζεται κατά τα ως άνω στην αίτηση του 
συνδρομητή.

Σε περίπτωση απόρριψης Αίτησης για τον Εντοπισμό Κακόβουλων ή Ενοχλητικών 
Κλήσεων λόγω απαραδέκτου ή λόγω έλλειψης αιτιολογίας, ο υπόχρεος πάροχος 
υποχρεούται να ενημερώσει προς τούτο τον συνδρομητή εντός προθεσμίας έξι (6) 
εργασίμων ημερών από την παραλαβή της αντίστοιχης Αίτησης.

2.	Ο Υπόχρεος Πάροχος διαθέτει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τα δεδομένα που 
περιέχουν την αναγνώριση της ταυτότητας των καλούντων συνδρομητών ή χρηστών, 
για το προσδιορισμένο στην αίτηση χρονικό διάστημα, στο συνδρομητή που 
υπέβαλε την αντίστοιχη Αίτηση. Τα δεδομένα αυτά περιορίζονται σε αναφορά των 
εισερχομένων κλήσεων προς τη γραμμή του συνδρομητή που ζητά τον εντοπισμό 
κακόβουλων ή ενοχλητικών κλήσεων, και συγκεκριμένα στα ακόλουθα:

α) καλών αριθμός τηλεφώνου,

β) ημερομηνία,

γ) ώρα και,

δ) διάρκεια της κλήσης.


Κατά τα λοιπά, η διάθεση από τον Υπόχρεο Πάροχο στοιχείων επικοινωνίας, πέραν 
των προαναφερομένων, για τον εντοπισμό κακόβουλων ή ενοχλητικών κλήσεων τελεί 
υπό τους όρους και τις διαδικασίες του ν. 2225/1994 "Για την προστασία της 
ελευθερίας της ανταπόκρισης και επικοινωνίας και άλλες διατάξεις" (ΦΕΚ 121 
Α΄), όπως ισχύει, και του π.δ. 47/2005 "Διαδικασίες καθώς και τεχνικές και 
οργανωτικές εγγυήσεις για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και για τη 
διασφάλισή του" (ΦΕΚ 64 Β΄).

 3.	Με την επιφύλαξη της παρ. 4 του παρόντος άρθρου, ο υπόχρεος πάροχος 
διαθέτει στο συνδρομητή που έχει υποβάλει την αίτηση τα δεδομένα που 
αναφέρονται στην παρ. 2 του παρόντος με έναν από τους ακόλουθους τρόπους, τον 
οποίο έχει επιλέξει ο αιτών με την αίτησή του:

 α) ο Υπόχρεος Πάροχος ειδοποιεί το συνδρομητή να παραλάβει τα δεδομένα από 
το κατάστημα παροχής υπηρεσιών λιανικής στο οποίο υπεβλήθη η Αίτηση, με την 
επίδειξη του δελτίου ταυτότητας ή άλλου δημοσίου εγγράφου που πιστοποιεί την 
ταυτότητά του.

 β) ο Υπόχρεος Πάροχος αποστέλλει συστημένη επιστολή προς το συνδρομητή, στη 
διεύθυνση που ο τελευταίος έχει ορίσει στην Αίτησή του.

 4. Στην περίπτωση του άρθρου 4 παρ. 5 της παρούσας, τα δεδομένα που 
περιέχουν την αναγνώριση της ταυτότητας των καλούντων συνδρομητών ή χρηστών 
διατίθενται σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προηγούμενη παράγραφο αποκλειστικά 
στον χρήστη, ο οποίος έχει συνυπογράψει την αίτηση για τον Εντοπισμό 
Κακόβουλων ή Ενοχλητικών Κλήσεων, και η ειδοποίηση ή η συστημένη επιστολή της 
παρ. 3 του παρόντος άρθρου απευθύνεται αποκλειστικά στον εν λόγω χρήστη.

 5. Σε περίπτωση που, για τεχνικούς ή άλλους λόγους, ο Υπόχρεος Πάροχος δεν 
δύναται να διαθέσει στο συνδρομητή ή χρήστη που υπέβαλε την αίτηση όλα ή 
μέρος των αναφερόμενων στην παρ. 2 του παρόντος άρθρου δεδομένα, υποχρεούται 
να ενημερώσει περί αυτού τον εν λόγω συνδρομητή ή χρήστη, αιτιολογώντας την 
αδυναμία αυτή και παρέχοντας παράλληλα τα δεδομένα που δύναται να διαθέσει.
Άρθρο 6 

Έλεγχος

1. Η ΑΔΑΕ διενεργεί ελέγχους για την τήρηση και εφαρμογή των διατάξεων της 
παρούσας πράξης σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ν. 3115/2003, στο π.δ. 47/2005 
και τις αποφάσεις της ΑΔΑΕ με αριθμ. 629α/2004 "Κανονισμός για τη Διασφάλιση 
Απορρήτου κατά την Παροχή Κινητών Τηλεπικοινωνιακών Υπηρεσιών" (ΦΕΚ Β΄
87/2005) και 630α/2004 "Κανονισμός για τη Διασφάλιση του Απορρήτου κατά την 
Παροχή Σταθερών Τηλεπικοινωνιακών Υπηρεσιών" (ΦΕΚ Β΄87/2005).

2. Οι έλεγχοι της ΑΔΑΕ διενεργούνται τακτικώς ή εκτάκτως.

3. Ο έλεγχος διενεργείται με την παρουσία του Κεντρικού Υπεύθυνου 
Διεκπεραίωσης Αιτήσεων για τον Εντοπισμό Κακόβουλων ή Ενοχλητικών Κλήσεων.

4.	Κάθε Υπόχρεος Πάροχος, εντός του πρώτου τριμήνου εκάστου ημερολογιακού 
έτους, υποβάλλει στην ΑΔΑΕ Ετήσια Έκθεση, η οποία αφορά στο προηγούμενο έτος, 
με στοιχεία που σχετίζονται με τη Διεκπεραίωση Αιτήσεων για τον Εντοπισμό 
Κακόβουλων ή Ενοχλητικών Κλήσεων και τη διασφάλιση του απορρήτου της 
συγκεκριμένης διαδικασίας.

5. Το ελάχιστο περιεχόμενο της Ετήσιας Έκθεσης ορίζεται ως εξής:

α) Αριθμός Αιτήσεων για τον Εντοπισμό Κακόβουλων ή Ενοχλητικών Κλήσεων.

β) Αριθμός Αιτήσεων που απορρίφθηκαν ως απαράδεκτες.

γ) Αριθμός Αιτήσεων που απορρίφθηκαν ως μη αιτιολογημένες.

δ) Μέσος χρόνος απόκρισης των Υπόχρεων Παρόχων από τη λήψη της Αιτήσεως.

ε) Τεχνικά προβλήματα που τυχόν εμφανίσθηκαν κατά τη διεκπεραίωση των 
Αιτήσεων.

στ) Περιστατικά που απείλησαν τη διασφάλιση του απορρήτου της συγκεκριμένης 
διαδικασίας.

ζ) Μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση των ως άνω περιστατικών.

Άρθρο 7 

Μεταβατικές Διατάξεις

Οι Υπόχρεοι Πάροχοι οφείλουν να υλοποιήσουν την υποχρέωση της παραγράφου 5 
του άρθρου 3 της παρούσας πράξης εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από τη 
δημοσίευσή της.
  


Άρθρο 8
 Έναρξη Ισχύος
Η ισχύς της παρούσας αρχίζει από την δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Μαρούσι, 11 Δεκεμβρίου 2006


 Ο Πρόεδρος ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΜΠΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ


  


Στο άρθρο 74 του νέου νόμου 3863/2010 που αλλάζει τον ασφαλιστικό χάρτη, υπάρχουν σημαντικές διατάξεις για το εργασιακό καθεστώς.
Ειδικότερα, με τις διατάξεις του άρθρου 74 :
1. Αυξάνεται το όριο των ομαδικών απολύσεων.
2. Μειώνεται η αποζημίωση λόγω απόλυσης.
3. Καταργείται η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής των εργαζομένων στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας.
4. Μειώνεται το ύψος της υπερωριακής αποζημίωσης, της υπερεγασίας.

Αρθρο 74 Ρύθμιση θεμάτων εργασιακών σχέσεων 1. Τα όρια, των εδαφίων α`και β`της παραγράφου 2 του ν.1387/1983 (ΦΕΚ 110 Α`), πέρα από τα οποία οι απολύσεις θεωρούνται ομαδικές, καθορίζονται ως εξής: α) Μέχρι έξι (6) εργαζόμενους για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν είκοσι (20) έως εκατόν πενήντα (150) εργαζόμενους. β) Ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) του προσωπικού και μέχρι τριάντα (30) εργαζόμενους για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, που απασχολούν πάνω από εκατόν πενήντα (150) εργαζόμενους. 2. Σύμβαση μισθωτού με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, διάρκειας πέραν των δύο (2) μηνών, δύναται να καταγγελθεί κατόπιν προηγούμενης έγγραφης προειδοποίησης του εργοδότη, ως εξής: α) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δύο (2) μήνες έως δύο (2) χρόνια, απαιτείται προειδοποίηση ενός (1) μηνός πριν την απόλυση. β) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δύο (2) χρόνια συμπληρωμένα έως πέντε (5) χρόνια, απαιτείται προειδοποίηση δύο (2) μηνών πριν την απόλυση. γ) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από πέντε (5) χρόνια συμπληρωμένα έως δέκα (10) χρόνια, απαιτείται προειδοποίηση τριών (3) μηνών πριν την απόλυση. δ) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δέκα (10) χρόνια συμπληρωμένα έως δεκαπέντε (15) χρόνια, απαιτείται προειδοποίηση τεσσάρων (4) μηνών πριν την απόλυση. ε) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από δεκαπέντε (15) χρόνια συμπληρωμένα έως είκοσι (20), απαιτείται προειδοποίηση πέντε (5) μηνών πριν τη λύση της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας. στ) Για υπαλλήλους που έχουν υπηρετήσει από είκοσι (20) χρόνια συμπληρωμένα και άνω, απαιτείται προειδοποίηση έξι (6) μηνών πριν τη λύση της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας. Εργοδότης ο οποίος δεν κάνει χρήση της δυνατότητας έγγραφης προειδοποίησης καταβάλλει στον απολυόμενο την αποζημίωση που προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις των νόμων 2112/1920 (ΦΕΚ 67 Α`) και 3198/1955 (ΦΕΚ 98 Α`). Εργοδότης που προειδοποιεί εγγράφως τον εργαζόμενο κατά τα ανωτέρω, καταβάλλει στον απολυόμενο την αποζημίωση, που προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις των νόμων 2112/1920 και 3198/1955 για τα χρόνια εργασίας που έχει συμπληρώσει ο απολυόμενος, σε περίπτωση καταγγελίας κατόπιν προειδοποίησης. 3. Όταν η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας υπερβαίνει τις αποδοχές δύο (2) μηνών, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει κατά την απόλυση μέρος της αποζημίωσης που αντιστοιχεί στις αποδοχές δύο (2) μηνών. Το υπόλοιπο ποσό καταβάλλεται σε διμηνιαίες δόσεις, καθεμία από τις οποίες δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές δύο (2) μηνών, εκτός και αν το ποσό που υπολείπεται για την εξόφληση του συνόλου της αποζημιώσεως είναι μικρότερο. Η πρώτη δόση καταβάλλεται την επομένη της συμπλήρωσης διμήνου από την απόλυση. 4. Εργαζόμενοι ηλικίας 55 έως 64 ετών των οποίων η σύμβαση εργασίας καταγγέλλεται, ανεξάρτητα αν πρόκειται για ομαδικές ή μεμονωμένες απολύσεις, εφόσον παραμένουν άνεργοι, έχουν το δικαίωμα της αυτασφάλισης, η οποία ασκείται εντός διμήνου από την καταγγελία, στην οποία υποχρεούται ο εργοδότης που τους απέλυσε να συμμετέχει με: α) Το πενήντα τοις εκατό (50%) του κόστους της αυτασφάλισης για ασφαλισμένους ηλικίας 55 ετών έως 60 ετών και για χρονικό διάστημα μέχρι τρία (3) χρόνια. β) Το ογδόντα τοις εκατό (80%) του κόστους της αυτασφάλισης για ασφαλισμένους 60 ετών συμπληρωμένων έως 64 ετών και για χρονικό διάστημα μέχρι τρία (3) χρόνια. 5. Με σκοπό την κάλυψη του λοιπού κόστους αυτασφάλισης των ασφαλισμένων της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου ο ΟΑΕΔ μπορεί να καταρτίζει και να υλοποιεί ειδικά προγράμματα οικονομικής ενίσχυσης, με τα οποία θα προβλέπεται: α. Η ανάληψη του υπολειπόμενου κόστους αυτασφάλισης, για όσο χρόνο υφίσταται υποχρέωση καταβολής από τον εργοδότη και για ποσοστό 50% ή 20% του κόστους αυτασφάλισης. β. Η ένταξη του συνόλου αυτής της κατηγορίας των απολυομένων στα προγράμματα εργασίας των μακροχρόνια ανέργων ηλικίας 55 έως 64 ετών για εργασία στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός ορίζεται από το άρθρο 51 του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α`) κατά παρέκκλιση του άρθρου 1 του ν. 3812/2009 (ΦΕΚ 234 Α`). Η δαπάνη για τα ανωτέρω προγράμματα βαρύνει τον κλάδο ΛΑΕΚ. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από γνώμη της Επιτροπής Διαχείρισης του ΛΑΕΚ, που εγκρίνεται από το Δ.Σ. του ΟΑΕΔ, ρυθμίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις, η δυνατότητα επιμήκυνσης σε εξαιρετικές περιπτώσεις του χρόνου της τριετούς κάλυψης των δαπανών αυτασφάλισης με πόρους του ΛΑΕΚ, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου. 6. Με σκοπό τη διατήρηση των θέσεων εργασίας των εργαζομένων ηλικίας 55 έως 64 ετών, ο ΟΑΕΔ μπορεί να καταρτίζει προγράμματα σύμφωνα με το άρθρο 18 του ν. 3833/2010 (ΦΕΚ 40 Α`) και των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου. 7. Στις περιπτώσεις των εδαφίων α`και β`της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, ο αριθμός των απολυομένων ηλικίας 55 έως 64 ετών, δεν μπορεί να υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού αριθμού των απολυομένων. Τυχόν κλάσμα στρογγυλοποιείται στον πλησιέστερο ακέραιο. 8. Οι εργοδότες που προσλαμβάνουν νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας ηλικίας κάτω των 25 ετών και τους αμείβουν με το ογδόντα τέσσερα τοις εκατό (84%) του κατώτατου βασικού μισθού ή ημερομισθίου, όπως αυτό ορίζεται κάθε φορά από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, αυτοδικαίως εντάσσονται σε πρόγραμμα του ΟΑΕΔ για την επιχορήγηση των ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τους ως άνω νεοπροσλαμβανόμενους και αφορούν σε όλους τους κλάδους κύριας ασφάλισης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, στην επικουρική ασφάλιση του ΕΤΕΑΜ ή άλλων επικουρικών ταμείων, καθώς και στις ασφαλιστικές εισφορές που το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ εισπράττει ή συνεισπραττει υπέρ Φορέων και Κλάδων Κοινωνικής Ασφάλισης, υπό τον όρο ότι οι εργοδότες θα καταβάλλουν στους νεοπροσλαμβανόμενους, ως μέρος των καθαρών αποδοχών τους, ποσό αντίστοιχο με εκείνο που ο ΟΑΕΔ αναλαμβάνει να καταβάλει στους ανωτέρω ασφαλιστικούς φορείς, προκειμένου να καλύψει τις ασφαλιστικές εισφορές που βαρύνουν τους νεοπροσλαμβανόμενους. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από γνώμη του ΔΣ. του ΟΑΕΔ, ρυθμίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις, η διάρκεια και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. 9. Μεταξύ εργοδοτών και ατόμων που έχουν συμπληρώσει το 15ο έτος έως και το 18ο έτος της ηλικίας τους, δύνανται να καταρτίζονται ειδικές συμβάσεις μαθητείας, μέχρι ενός (1) έτους, με σκοπό την απόκτηση δεξιοτήτων. Οι εν λόγω μαθητευόμενοι λαμβάνουν το εβδομήντα τοις εκατό (70%) του κατώτατου ημερομισθίου ή μισθού της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (Ε.ΓΣΣ.Ε.) και ασφαλίζονται στον κλάδο ασφάλισης ασθενείας σε είδος και ένα τοις εκατό (1%) κατά του κινδύνου ατυχήματος. Για τους έχοντες συμπληρώσει το 16ο έτος ηλικίας η μαθητεία δεν μπορεί να υπερβαίνει τις οκτώ (8) ώρες την ημέρα και τις σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα. Οσοι δεν έχουν συμπληρώσει το 16ο έτος της ηλικίας τους, καθώς και όσοι φοιτούν σε γυμνάσια, λύκεια κάθε τύπου ή τεχνικές επαγγελματικές σχολές δημόσιες ή ιδιωτικές αναγνωρισμένες από το κράτος, δεν μπορεί να μαθητεύουν περισσότερο από έξι (6) ώρες την ημέρα και τριάντα (30) ώρες την εβδομάδα. Απαγορεύεται η μαθητεία να πραγματοποιείται από την 22α ώρα μ.μ. έως και την 6η π.μ. της επόμενης ημέρας. Τα άτομα αυτά, με εξαίρεση τις διατάξεις για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων, δεν υπόκεινται στις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. 10. Οι παράγραφοι 1, 3 και 5 του άρθρου 1 του ν. 3385/ 2005 (ΦΕΚ 210 Α`) αντικαθίστανται ως εξής: «1. Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά είκοσι τοις εκατό (20%) και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης. Για όσους εργαζομένους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα η σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα (από 41η έως 48η ώρα).» «3. Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά σαράντα τοις εκατό (40%). Η αμοιβή για την πέραν των εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως νόμιμη υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά εξήντα τοις εκατό (60%).» «5. Για κάθε ώρα κατ` εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά ογδόντα τοις εκατό (80%).» 11. Η παράγραφος 4 του άρθρου 8 του ν.δ. 515/1970 (ΦΕΚ 95 Α`), η οποία προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 264/1973 (ΦΕΚ 324 Α`), αντικαθίσταται ως εξής: «4. Με αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που εκδίδονται κάθε φορά μετά από γνώμη του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας, δύναται να χορηγείται κατά περίπτωση άδεια υπερωριακής απασχόλησης των μισθωτών όλων των επιχειρήσεων και εργασιών εν γένει, καθώς και του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ. επιπλέον των για κάθε κατηγορία επιτρεπόμενων ανωτάτων ορίων υπερωριακής απασχόλησης, στις περιπτώσεις: α) επείγουσας φύσης εργασίας, η εκτέλεση της οποίας κρίνεται απολύτως επιβαλλόμενη ως μη επιδεχόμενη αναβολή, β) εξαιρετικά επείγουσας εξυπηρέτησης των Ενόπλων Δυνάμεων, του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ.. Για την κατά τα ανωτέρω υπερωριακή απασχόληση το ωρομίσθιο των μισθωτών καταβάλλεται αυξημένο κατά εξήντα τοις εκατό (60%).»
 
 
 
Ο νόμος που αφορά τους ασφαλισμένους της ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ
και Commercial Value - βλ. ιδιαίτερα άρθρο 2 .

ΝΟΜΟΣ 3867 / ΦΕΚ Α 128/ 3.8.2010

 Εποπτεία ιδιωτικής ασφάλισης, σύσταση εγγυητικού κεφαλαίου ιδιωτικής 
ασφάλισης ζωής, οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και άλλες 
διατάξεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Οικονομικών

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

 Εποπτεία Ιδιωτικής Ασφάλισης

 Αρθρο 1

 1. Το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Επιτροπή Εποπτείας 
Ιδιωτικής Ασφάλισης» (ΕΠ.Ε.Ι.Α.), που συνεστήθη με τη διάταξη του άρθρου 1 
του ν. 3229/2004 (ΦΕΚ 38 Α) καταργείται από την πρώτη ημέρα του τέταρτου μήνα 
μετά τη δημοσίευση αυτού του νόμου και ο σκοπός αυτού, όπως καθορίζεται στο 
άρθρο 2 του παραπάνω νόμου, ανατίθεται στην Τράπεζα της Ελλάδος, στην οποία 
μεταφέρονται από την ίδια η μερομηνία όλες οι αρμοδιότητες της ΕΠ.Ε.Ι.Α., 
όπως αυτές ενδεικτικά απαριθμούνται στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 του ίδιου 
νόμου, πλην της υπό στοιχείο ι', η οποία καταργείται. Η Τράπεζα της Ελλάδος 
υποβάλλει στη Βουλή σχετική ετήσια έκθεση.

 Μεταφέρονται, επίσης, στην Τράπεζα της Ελλάδος και οι εποπτικές 
αρμοδιότητες, που έχουν ανατεθεί με διατάξεις νόμων σε άλλα όργανα εποπτείας 
της ιδιωτικής ασφάλισης.

 Οπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται η «ΕΠ.Ε.Ι.Α.» νοείται εφεξής η 
Τράπεζα της Ελλάδος. Το κέντρο πληροφοριών του άρθρου 27 β του ν. 489/1976 
(ΦΕΚ 331 Α) αποτελεί, από την ημέρα κατάργησης της Ε.Π.Ε.Ι.Α., υπηρεσιακή 
μονάδα του επικουρικού κεφαλαίου ασφάλισης ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων, 
που συστάθηκε με το άρθρο 16 του ίδιου νόμου. Με αποφάσεις της Τράπεζας της 
Ελλάδος ρυθμίζεται κάθε ειδικό ή τεχνικό θέμα για την εφαρμογή της διάταξης 
αυτής.

 2. Οι αρμοδιότητες εποπτείας της ιδιωτικής ασφάλισης, όπως καθορίζονται στην 
ισχύουσα νομοθεσία, ασκούνται με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της 
Ελλάδος ή εξουσιοδοτημένου από αυτόν οργάνου της Τράπεζας. Οι αρμοδιότητες 
αυτές μπορεί να εξειδικεύονται, ως προς τις λεπτομέρειες εφαρμογής τους, με 
αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος.

 3. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος καθορίζεται η εισφορά των 
εποπτευόμενων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, για την εξασφάλιση των πόρων που 
απαιτούνται για την επιτέλεση του σκοπού που ανατίθεται στην Τράπεζα αυτή με 
τις διατάξεις αυτού του άρθρου, σε ποσοστό μέχρι 1,5 τοις χιλίοις επί της 
ετήσιας συνολικής παραγωγής καθαρών καταχωρημένων ασφαλίστρων και ρυθμίζεται 
κάθε άλλο σχετικό θέμα.

 4. Για παραβάσεις των διατάξεων που είναι σχετικές με τις αρμοδιότητες που 
της ανατίθενται με αυτό το άρθρο, η Τράπεζα της Ελλάδος επιβάλλει κατά των 
εποπτευόμενων επιχειρήσεων, των νομίμων εκπροσώπων τους και όσων ασκούν 
διοίκηση, είτε πρόστιμο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου κατά τους όρους του 
άρθρου 55Α του καταστατικού της (ν. 3424/1927 ΦΕΚ 298 Α', όπως ισχύει), είτε 
τις διοικητικές ποινές που προβλέπονται από τις διατάξεις του ν.δ. 400/1970 
(ΦΕΚ 10 Α), όπως κάθε φορά ισχύουν.

 5. Στο τέλος του άρθρου 17γ του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α) προστίθεται 
παράγραφος 9, ως εξής:

 «9. Οι διατάξεις για το διορισμό Επιτρόπου των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 
63 του ν. 3601/2007 (ΦΕΚ 178 Α) εφαρμόζονται αναλόγως και στις ασφαλιστικές 
επιχειρήσεις. Επίτροπος μπορεί επίσης να διοριστεί, κατά τις ανωτέρω 
διατάξεις, στις περιπτώσεις των άρθρων 9 παρ. 4 και 17γ παράγραφοι 3, 4 και 5 
αυτού του διατάγματος.»

 6. Από την ημέρα κατάργησης της ΕΠ.Ε.Ι.Α.:

 α) Ανακαλούνται αυτοδικαίως οι αποσπάσεις και κάθε άλλη πράξη διάθεσης προς 
αυτή μόνιμου προσωπικού υπηρεσιών του Δημοσίου ή φορέων του δημόσιου τομέα. 
Το προσωπικό της κατηγορίας αυτής δύναται, μετά από αίτηση του, να 
αποσπαστεί, στην Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (ΕΛΤΕ), κατά τις 
διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 10 του ν. 3229/2004, που προστέθηκε με την 
παρ. 4 του άρθρου 19 του ν. 3581/2007 (ΦΕΚ 140 Α).

 β) Το μόνιμο προσωπικό που υπάγεται στο άρθρο 15 του π.δ. 20/2006 (ΦΕΚ 17 Α) 
μπορεί να μεταταχθεί, μετά από αίτηση του, στην Επιτροπή Λογιστικής 
Τυποποίησης και Ελέγχων (ΕΛΤΕ) και να ενταχθεί, ανάλογα με τα προσόντα του, 
σε κενές οργανικές θέσεις ή προσωποπαγείς θέσεις που συνιστώνται με την 
απόφαση μετάταξης και καταργούνται με την με οποιοδήποτε τρόπο αποχώρηση του 
υπαλλήλου από την υπηρεσία. Ο χρόνος υπηρεσίας που διανύθηκε στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. 
θεωρείται ότι διανύθηκε στην ΕΛΤΕ για όλα τα θέματα υπηρεσιακής κατάστασης 
του υπαλλήλου. Η μετάταξη ενεργείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μετά 
από εισήγηση της ΕΛΤΕ.
Το προσωπικό που δεν επιλέγει τη μετάταξη του στην ΕΛΤΕ ή δεν μετατάσσεται στην ΕΛΤΕ με την παραπάνω διαδικασία, μετατάσσεται σε κενή οργανική θέση υπηρεσιών του δημόσιου τομέα, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 4 του άρθρου 154 του Κώδικα Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3528/ 2007 (ΦΕΚ 26 Α) και του π.δ. 117/2008 (ΦΕΚ 180 Α). Αρμόδια διοικητική υπηρεσία για τη διαδικασία μετάταξης ορίζεται η Διεύθυνση Προσωπικού (Δ-4) της Γενικής Διεύθυνσης Διοίκησης και Δημοσιονομικών Ελέγχων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. γ) Με πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ο Γενικός Διευθυντής της ΕΠ.Ε.Ι.Α. που προβλέπεται στο άρθρο 14 του π.δ. 20/2006 (ΦΕΚ 17 Α) μπορεί να μεταφέρεται στην Τράπεζα της Ελλάδος με την ίδια σχέση εργασίας μέχρι τη λήξη της θητείας του. Ο Γενικός Διευθυντής της ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται, επί πλέον, να ζητήσει την ένταξη του στο μόνιμο προσωπικό της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά τις διατάξεις της επόμενης περίπτωσης δ'.
δ) Οσοι υπάλληλοι της καταργούμενης υπηρεσίας ανήκουν στο ειδικό επιστημονικό προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του άρθρου 17 του π.δ. 20/2006, καθώς και το προσωπικό με έμμισθη εντολή του άρθρου 18 του ίδιου προεδρικού διατάγματος δύνανται να ζητήσουν την ένταξη τους στο μόνιμο προσωπικό της Τράπεζας της Ελλάδος, μετά από αίτηση και αξιολόγηση τους, αποδεχόμενοι τους κατά περίπτωση όρους βαθμολογικής και μισθολογικής τακτοποίησης, που θα γνωστοποιηθούν από την Τράπεζα της Ελλάδος μέσα σε δύο μήνες από τη δημοσίευση αυτού του νόμου. Το ίδιο δικαίωμα παρέχεται και στους υπαλλήλους που έχουν αποσπαστεί από φορείς του δημόσιου τομέα και ασκούσαν καθήκοντα ειδικού επιστημονικού προσωπικού, εφόσον διαθέτουν τα σχετικά τυπικά προσόντα. Η σχετική αίτηση των ενδιαφερομένων, συνοδευόμενη από βιογραφικό σημείωμα, υποβάλλεται εντός δεκαπέντε ημερών από τη δημοσίευση αυτού του νόμου, στην αρμόδια υπηρεσία της Τράπεζας της Ελλάδος. Όσοι αξιολογούνται θετικά οφείλουν να καταθέσουν δήλωση αποδοχής των κατά περίπτωση βαθμολογικών και μισθολογικών όρων της ένταξης μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δεκαπέντε ημερών από την παραλαβή της σχετικής ειδοποίησης της Τράπεζας της Ελλάδος. Η Τράπεζα της Ελλάδος δεν βαρύνεται με οικονομικές υποχρεώσεις, που απορρέουν από την προηγούμενη απασχόληση του παραπάνω προσωπικού στην ΕΠ.Ε.Ι.Α.. Το προσωπικό που δεν θα εκδηλώσει ενδιαφέρον ή δεν θα ενταχθεί στην Τράπεζα της Ελλάδος με την παραπάνω διαδικασία, με εξαίρεση όσους έχουν αποσπαστεί από φορείς του δημόσιου τομέα, μεταφέρεται με την ίδια σχέση εργασίας σε αντίστοιχες οργανικές θέσεις ή συνιστώμενες, με την απόφαση μεταφοράς, προσωποπαγείς θέσεις του δημόσιου τομέα, οι οποίες καταργούνται με την με οποιοδήποτε τρόπο αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία. Ο χρόνος που διανύθηκε στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. και ο χρόνος που αναγνωρίσθηκε θεωρείται ότι διανύθηκε στο φορέα που μεταφέρεται ο υπάλληλος για όλα τα θέματα της υπηρεσιακής του κατάστασης. Η μεταφορά ενεργείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του καθ' ύλην αρμόδιου Υπουργού. Αρμόδια διοικητική υπηρεσία για τη διαδικασία μεταφοράς ορίζεται η Διεύθυνση Προσωπικού (Δ-4) της Γενικής Διεύθυνσης Διοίκησης και Δημοσιονομικών Ελέγχων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.

7. Το κεφάλαιο που έχει σχηματιστεί από τις εισφορές των ασφαλιστικών επιχειρήσεων περιέρχεται κατά το 1/10 στο «Εγγυητικό Κεφάλαιο Ιδιωτικής Ασφάλισης Ζωής» που συνιστάται με τις διατάξεις του άρθρου 4 αυτού του νόμου. Τα υπόλοιπα 9/10 του κεφαλαίου αυτού εισάγονται, ως δημόσιο έσοδο, σε ειδικό κωδικό αριθμό του Κρατικού Προϋπολογισμού και διατίθενται όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παρ.1 αυτού του νόμου. Η λοιπή περιουσία της ΕΠ.Ε.Ι.Α., κατά το ενεργητικό και παθητικό, περιέρχεται στο δημόσιο και διατίθεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.
8. Μέχρι την κατάργηση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. το Διοικητικό Συμβούλιο αυτής επιλαμβάνεται επειγόντων ή τρέχουσας φύσης θεμάτων. Στις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου δικαιούται να συμμετέχει, χωρίς δικαίωμα ψήφου, εκπρόσωπος της Τράπεζας της Ελλάδος προς τον οποίο το Διοικητικό Συμβούλιο και οι υπηρεσιακές μονάδες της ΕΠ.Ε.Ι.Α. οφείλουν να παρέχουν κάθε ζητούμενη πληροφορία.
9. Εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις της καταργούμενης Επιτροπής αναλαμβάνονται από το Ελληνικό Δημόσιο χωρίς να επέρχεται διακοπή της δίκης. Αξιώσεις που αφορούν το προ της κατάργησης της ΕΠ.Ε.Ι.Α. χρονικό διάστημα ασκούνται υπό ή κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Αρμόδια διοικητική υπηρεσία ορίζεται η διεύθυνση οικονομικού (Δ-40) της Γενικής Διεύθυνσης Διοίκησης και Δημοσιονομικών Ελέγχων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, προς την οποία η καταργούμενη υπηρεσία παραδίδει τους σχετικούς φακέλους. Εκκρεμείς διοικητικές υποθέσεις, κατά το χρόνο κατάργησης της ΕΠ.Ε.Ι.Α., αναλαμβάνονται από την Τράπεζα της Ελλάδος.
10. Οπου διατάξεις αυτής της παραγράφου άπτονται ρυθμίσεων του καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος, το καταστατικό τροποποιείται κατά την προβλεπόμενη σε αυτό διαδικασία. 11. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος καθορίζονται τα ειδικότερα θέματα για την ακώλυτη υπεισέλευση της Τράπεζας της Ελλάδος στο έργο της καταργούμενης Επιτροπής και ρυθμίζεται κάθε άλλο ζήτημα σχετικό με την εφαρμογή των διατάξεων αυτού του άρθρου.

Αρθρο 2 
Κατάργηση της παραγράφου 4α του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970 και ρύθμιση εκκρεμών υποθέσεων
1.α. Οι διατάξεις της παραγράφου 4α του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α), που προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 17 του ν. 3790/2009 (ΦΕΚ 143 Α), καθώς και η απόφαση του Υπουργού Οικονομικών Β. 2574/2009 «Ρύθμιση θεμάτων εφαρμογής του άρθρου 10 παρ. 4α του ν.δ. 400/1970, όπως ισχύει» (ΦΕΚ 2509 Β), καταργούνται από τη δημοσίευση αυτού του νόμου, με την επιφύλαξη των ρυθμίσεων αυτού του άρθρου για τις υφιστάμενες εκκρεμείς υποθέσεις.
β. Εκκρεμείς διαδικασίες, που αφορούν ασφαλιστικές επιχειρήσεις των οποίων, κατά την ημέρα δημοσίευσης αυτού του νόμου, έχει ήδη ανακληθεί η άδεια λειτουργίας και έχει οριστεί επόπτης χαρτοφυλακίων ζωής εξακολουθούν να διέπονται από τις διατάξεις που καταργούνται με την προηγούμενη περίπτωση α', όπως αυτές τροποποιούνται και συμπληρώνονται με τις επόμενες διατάξεις αυτού του άρθρου, με σκοπό την περάτωση των υποθέσεων με τη μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου ζωής σε ανάδοχο ασφαλιστική εταιρεία ή σε περισσότερες συνεργαζόμενες ή μη ασφαλιστικές εταιρείες, μετά από συμβατική αναμόρφωση των παροχών, κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 5 αυτού του άρθρου. Για αντιρρήσεις κατά του προσωρινού χαρτοφυλακίου ζωής, που καταρτίζεται κατά το άρθρο 4 της Β. 2574/2009 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, εφαρμόζεται η διάταξη της περίπτωσης γ' της παρ. 3 του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970.

γ. Η είσπραξη ασφαλίστρων του χαρτοφυλακίου ζωής και η υποχρέωση ικανοποίησης απαιτήσεων από ασφάλιση αναστέλλονται από την ημέρα ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης μέχρι την περάτωση της διαδικασίας των παραγράφων 2 έως 5 αυτού του άρθρου. Αναστέλλεται, επίσης, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, η εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, που αναγνωρίζουν απαιτήσεις φορέων παροχής υπηρεσιών υγείας, με υποκείμενη αιτία τη νοσηλεία ασφαλισμένων των υπό ανάκληση της άδειας λειτουργίας επιχειρήσεων

δ. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, το δημόσιο έσοδο που προβλέπεται στην παρ. 7 του άρθρου 1 του νόμου αυτού, μπορεί να διατίθεται για την εξόφληση των απαιτήσεων των φορέων παροχής υπηρεσιών υγείας, που προέρχονται από νοσηλεία των παραπάνω ασφαλισμένων, με την προϋπόθεση του περιορισμού των απαιτήσεων των φορέων αυτών κατά ποσοστό τουλάχιστον 50%. Για το σκοπό αυτό, μπορεί με την ίδια ή όμοια απόφαση να ανατίθεται η διαχείριση του παραπάνω εσόδου στο Εγγυητικό Κεφάλαιο Ιδιωτικής Ασφάλισης Ζωής που συνιστάται με το άρθρο 4 του νόμου αυτού ή σε υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών ή στον επόπτη χαρτοφυλακίων ζωής, να καθορίζονται η διαδικασία και τα απαραίτητα δικαιολογητικά και να ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή της διάταξης αυτής.

2. Αν η μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου ζωής δεν επιτευχθεί κατά τις διατάξεις της παρ. 4α του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970, ο επόπτης χαρτοφυλακίων των κλάδων ζωής, παραδίδει στην Τράπεζα της Ελλάδος, το αργότερο μέσα σε έξι μήνες από τη δημοσίευση αυτού του νόμου: α) Κατάλογο των ασφαλισμένων και των απαιτήσεων τους, που απορρέουν από τις συμβάσεις ασφαλίσεως. Η σύμβαση ασφάλισης θεωρείται ισχύουσα για αιτήσεις εξαγοράς που είχαν υποβληθεί πριν από την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης και είχαν γίνει δεκτές χωρίς να καταβληθεί στον καταναλωτή το οφειλόμενο χρηματικό ποσό. β) Κατάλογο των φερόμενων ως ασφαλισμένων, των οποίων αμφισβητείται από τον επόπτη χαρτοφυλακίου ζωής η εγκυρότητα των συμβολαίων ή το ύψος των προβαλλόμενων απαιτήσεων τους για καταβολή ασφαλίσματος και εξαγορές. γ) Το Αρχείο Τεχνικών Αποθεμάτων Ζωής. δ) Το μητρώο Ασφαλιστικής Τοποθέτησης Ασφαλίσεων Ζωής. ε) Εκθεση για το συνολικό χρηματικό ποσό που βαρύνει το ενεργητικό του χαρτοφυλακίου για αμοιβή του επόπτη χαρτοφυλακίου ζωής, μισθοδοσία του προσωπικού του και κάλυψη των λοιπών λειτουργικών εξόδων του, καθώς και για την αναλογία αμοιβής και εξόδων του επόπτη εκκαθάρισης του εκκαθαριστή. στ) Κατάλογο με τις λοιπές υποχρεώσεις του χαρτοφυλακίου, που υπάγονται στην κοινή εκκαθάριση. ζ) Εισηγητικό σχέδιο αναμόρφωσης παροχών, κατ' εφαρμογή του άρθρου 5 της Β. 2574/2009 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών «Ρύθμιση θεμάτων εφαρμογής του άρθρου 10 παρ. 4α του ν.δ. 400/1970, όπως ισχύει» (ΦΕΚ 2509 Β). Αν υπάρχουν ασφαλιστήρια συμβόλαια, των οποίων τα τεχνικά σημειώματα ή οι όροι παραβιάζουν την κείμενη ασφαλιστική νομοθεσία ή αντιβαίνουν στο δημόσιο συμφέρον, ο επόπτης χαρτοφυλακίων ζωής προβαίνει στις απαραίτητες αναλογιστικές πράξεις και προσαρμογές των όρων αυτών των ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Στα προγράμματα κλάδου ασφάλισης ζωής που συνδέονται με επενδύσεις η συνολική εγγυημένη απόδοση δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το εγγυημένο τεχνικό επιτόκιο. Ο επόπτης χαρτοφυλακίων ζωής δύναται να προτείνει: α) την περαιτέρω αναμόρφωση των παροχών, λαμβάνοντας υπόψη το άνοιγμα του χαρτοφυλακίου και την υπάρχουσα κατανομή των περιουσιακών στοιχείων κατά ασφαλιστική τοποθέτηση, β) την αναμόρφωση των όρων και των παροχών των προσαρτημάτων των συμβάσεων ασφάλισης ζωής. η) Κατάλογο των εργαζομένων κατά την ημερομηνία ανάκλησης της άδειας της ασφαλιστικής επιχείρησης και του ύψους των αιτούμενων απαιτήσεων τους, συνοδευόμενη και από αντίστοιχη κατάσταση με το κατά τον επόπτη εκτιμώμενο ύψος των εν λόγω απαιτήσεων.

3. Η Τράπεζα της Ελλάδος, αφού λάβει υπόψη τα παραπάνω στοιχεία και τις διατάξεις του ν.δ. 400/1970, όπως ισχύουν, επιβεβαιώνει το άνοιγμα του χαρτοφυλακίου ζωής, που συνίσταται στη διαφορά μεταξύ των υποχρεώσεων του χαρτοφυλακίου για μαθηματικά και τεχνικά αποθέματα και των αντίστοιχων στοιχείων της ασφαλιστικής τοποθέτησης. Στη συνέχεια, η Τράπεζα της Ελλάδος, γνωστοποιεί δημοσίως τα υπάρχοντα στοιχεία, με δύο τουλάχιστον δημοσιεύσεις σε εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας και ανάρτηση στην ιστοσελιδα της, και απευθύνει δημόσια πρόσκληση προς κάθε ασφαλιστική επιχείρηση, που μπορεί να ασκεί νόμιμα στην Ελλάδα εργασίες ασφαλίσεων κλάδων ζωής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 παρ. 2 του ν.δ. 400/1970, όπως ισχύει, να δηλώσει ότι μετέχει στη διαδικασία αναδοχής του χαρτοφυλακίου ασφαλίσεων κλάδων ζωής, το οποίο σύμφωνα με τις καταργούμενες διατάξεις δεν έχει τεθεί ακόμα σε εκκαθάριση και να καταθέσει εγγράφως την προσφορά της, η οποία διαμορφώνεται με βάση τις παρακάτω υποχρεωτικές προύποθέσεις, που μπορεί να τροποποιούνται με την υποβαλλόμενη πρόταση μόνο προς το συμφέρον των ασφαλισμένων:

α) Ο υποψήφιος ανάδοχος προτείνει τη μείωση των υφιστάμενων απαιτήσεων των ασφαλισμένων ή των ποσών καλύψεων, η οποία δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από την προβλεπόμενη στο εισηγητικό σχέδιο αναμόρφωσης παροχών του επόπτη χαρτοφυλακίων ζωής. Η μείωση κάθε κατηγορίας απαιτήσεων μπορεί να διαφοροποιείται ανάλογα με το είδος του συμβολαίου και το σχετικό αποθεματικό. β) Οι απαιτήσεις των ασφαλισμένων, είτε υφιστάμενες, είτε μελλοντικές, περιορίζονται κατά το ποσοστό του εισηγητικού σχεδίου αναμόρφωσης παροχών, εκτός αν υποβληθεί από τον υποψήφιο ανάδοχο ευνοϊκότερη για τους ασφαλισμένους πρόταση. γ) Κάθε υφιστάμενη αίτηση εξαγοράς ή μελλοντική εξαγορά ασφαλιστηρίου της επιχείρησης ή λήξη ασφαλιστηρίου, με εξαίρεση τις απαιτήσεις για καταβολή ασφαλίσματος υγείας, αναστέλλεται για δύο χρόνια από την ημέρα ανάληψης του χαρτοφυλακίου από τον ανάδοχο.

δ) Εγγυημένα τεχνικά επιτόκια, πέραν των οριζομένων στο νόμο ορίων, δεν αναγνωρίζονται.

ε) Νοσοκομειακά συμβόλαια ή νοσοκομειακά προσαρτήματα συμβολαίων ασφάλειας ζωής, στην περίπτωση που οι ασφαλισμένοι κρίνονται από τον ανάδοχο ασφαλίσιμοι με βάση την ηλικία τους και την κατάσταση της υγείας τους, αντικαθίστανται με ανάλογα προϊόντα που ήδη διαθέτει ο ανάδοχος στο κοινό. Ολα τα λοιπά προσαρτήματα του συμβολαίου παύουν εκτός αν υπάρξει αντίθετη πρόταση του αναδόχου.

στ) Νοσοκομειακά συμβόλαια ή νοσοκομειακά προσαρτήματα συμβολαίων ασφάλειας ζωής, στην περίπτωση που οι ασφαλισμένοι, κατά το χρόνο μεταβίβασης του χαρτοφυλακίου, δεν κρίνονται ασφαλίσιμοι με βάση την ηλικία και την κατάσταση της υγείας τους, σύμφωνα με τα κριτήρια καθορισμού μη ασφαλίσιμων κινδύνων της αναδόχου εταιρείας, συνεχίζονται από τον ανάδοχο, ο οποίος δύναται να εξαλείψει τυχόν όρους που αντιβαίνουν στα συναλλακτικά ήθη της ασφαλιστικής αγοράς και να αυξήσει το ασφάλιστρο κατά ποσοστό μέχρι 20%, αναπροσαρμοζόμενο εφεξής με το κοινό ποσοστό αναπροσαρμογής ασφαλίστρων των νοσοκομειακών προγραμμάτων του.

ζ) Για το προσωπικό που απασχολεί ο επόπτης χαρτοφυλακίου ζωής έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του π.δ. 178/2002 (ΦΕΚ 162 Α). Η μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου ζωής, που τίθεται εκτός εκκαθάρισης κατά τις διατάξεις της παρ. 4α του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970, δεν αποτελεί περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης που βρίσκεται σε οποιαδήποτε κατάσταση αφερεγγυότητας κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 του π.δ. 178/2002. Ο ανάδοχος οφείλει να μεριμνά για τη διασφάλιση της πλήρους ένταξης στην ασφαλιστική επιχείρηση του προσωπικού που απορροφάται.

η) Το χαρτοφυλάκιο ζωής μεταβιβάζεται κατά τα λοιπά στον ανάδοχο με όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του. Δικαστικές διεκδικήσεις των φερόμενων ως ασφαλισμένων, των οποίων δεν έγιναν δεκτά τα νομιμοποιητικά έγγραφα από τον επόπτη χαρτοφυλακίων ζωής, ασκούνται κατά του αναδόχου. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, καθορίζεται το ειδικότερο περιεχόμενο της δημόσιας πρόσκλησης, ο τρόπος γνωστοποίησης του ανοίγματος και δημοσίευσης της δημόσιας πρόσκλησης, η διαδικασία και τα κριτήρια επιλογής του αναδόχου του χαρτοφυλακίου ζωής. Στα κριτήρια επιλογής περιλαμβάνονται υποχρεωτικά: 1. Η συμφερότερη για τους καταναλωτές οικονομική προσφορά, με βάση το εισηγητικό σχέδιο αναμόρφωσης παροχών του επόπτη χαρτοφυλακίων ζωής. 2. Η συμφερότερη για τους καταναλωτές που δεν κρίνονται ασφαλίσιμοι πρόταση αύξησης των ασφαλίστρων. 3. Το προτεινόμενο ποσοστό απορρόφησης του προσωπικού της υπό εκκαθάριση επιχείρησης. Η επιλογή του αναδόχου γίνεται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία γνωστοποιείται στο κοινό κατά το άρθρο 59 του ν.δ. 400/1970 και με ανάρτηση της στην ιστοσελιδα της Τράπεζας της Ελλάδος, μαζί με ολόκληρη την πρόταση του αναδόχου.

θ) Το μέρος της απαίτησης από ασφάλιση που δεν αναλαμβάνεται από τον ανάδοχο, κατά την περίπτωση β' της παραγράφου αυτής, ικανοποιείται κατά ποσοστό 70% από το Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής, που συνιστάται με τις διατάξεις του άρθρου 4 αυτού του νόμου. Η καταβολή των σχετικών χρηματικών ποσών γίνεται σε πλήρη εξόφληση των απαιτήσεων των καταναλωτών από τη σύμβαση ασφάλισης, καθώς και των απαιτήσεων για αποζημίωση από το Δημόσιο για οποιονδήποτε λόγο. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, μετά από εισήγηση της Διαχειριστικής Επιτροπής του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής, μπορεί να αναστέλλεται η είσπραξη των παραπάνω απαιτήσεων των καταναλωτών για χρονικό διάστημα μέχρι τρία χρόνια από τη δημοσίευση αυτού του νόμου, να καθορίζεται η διαδικασία, ο χρόνος και ο τρόπος πληρωμής, να συνιστάται τριμελής επιτροπή, αποτελούμενη από έναν εκπρόσωπο της Τράπεζας της Ελλάδος και δύο μέλη της Διαχειριστικής Επιτροπής του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής, για την εξαίρεση από την αναστολή των απαιτήσεων που αφορούν σοβαρά περιστατικά υγείας και να ρυθμίζεται κάθε ειδικότερο θέμα για την εφαρμογή της διάταξης αυτής. Ειδικά και αποκλειστικά για την εξόφληση των παραπάνω απαιτήσεων των καταναλωτών, το Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής δύναται να συνάπτει δάνειο από πιστωτικά ιδρύματα, με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου. Στην περίπτωση αυτή το Δημόσιο αποκτά αυτοδίκαια ενέχυρο επί των 2/3 των συνολικών εσόδων του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής, που προέρχονται από τις εισφορές του άρθρου 10 αυτού του νόμου.

4. Οι κάτοχοι ασφαλιστηρίων συμβολαίων ζωής δύνανται, με έγγραφη δήλωση τους προς τον επόπτη χαρτοφυλακίων ζωής, που υποβάλλεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριάντα ημερών από την ημέρα ανάρτησης στο διαδίκτυο της απόφασης της Τράπεζας της Ελλάδος περί επιλογής του αναδόχου, να μην αποδεχθούν την αναμόρφωση των συμβολαίων τους και να αντιταχθούν στη μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου με την προβλεπόμενη στο παρόν άρθρο διαδικασία, οπότε θεωρείται ότι επιλέγουν τη λύση του συμβολαίου τους και την υπαγωγή τους στη διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Στην περίπτωση αυτή αποτελεί στοιχείο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης και δεν μεταβιβάζεται στον ανάδοχο το ανάλογο, όπως θα καθοριστεί από την Τράπεζα της Ελλάδος, μέρος των περιουσιακών στοιχείων που έχουν τεθεί σε ασφαλιστική τοποθέτηση ζωής. Αν αντιταχθούν ασφαλισμένοι που αντιστοιχούν σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50% της συνολικής παραγωγής ασφαλίστρων κατά το τελευταίο έτος λειτουργίας της επιχείρησης, η περαιτέρω διαδικασία αυτού του άρθρου ματαιώνεται και το χαρτοφυλάκιο ζωής τίθεται και αυτό στην ασφαλιστική εκκαθάριση, κατά τις διατάξεις του ν.δ. 400/1970, όπως ισχύει. Οσοι ασφαλισμένοι δεν υποβάλλουν την παραπάνω δήλωση τεκμαίρεται ότι αποδέχονται τη διαδικασία μεταβίβασης και εκπροσωπούνται σε αυτή από τον επόπτη χαρτοφυλακίων ζωής. Ο ανάδοχος εκδίδει ασφαλιστήρια, με βάση τη σύμβαση μεταβίβασης του χαρτοφυλακίου.

5. Για τη μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 59 του ν.δ. 400/1970 και συνάπτεται σύμβαση μεταξύ του επόπτη χαρτοφυλακίων ζωής της υπό ανάκληση της άδειας λειτουργίας επιχείρησης και της εταιρείας που επιλέγεται από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων του χαρτοφυλακίου ζωής στον ανάδοχο απαλλάσσεται από την καταβολή οποιουδήποτε φόρου ή τέλους και εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή οι διατάξεις της παρ. 10 του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970, που προστέθηκε με την παρ.1 του άρθρου 3 του ν. 2837/2000 (ΦΕΚ 178 Α). Ενδεχόμενη ρευστοποίηση ακινήτων γίνεται με τη διαδικασία της παρ. 7 του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970. Ο επόπτης χαρτοφυλακίων ζωής συμβάλλεται και ως εκπρόσωπος των ασφαλισμένων που αποδέχονται, κατά την προηγούμενη παράγραφο, τη διαδικασία μεταβίβασης του χαρτοφυλακίου. Η σύμβαση εγκρίνεται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Αν παρέλθει ένα έτος από τη δημοσίευση αυτού του νόμου χωρίς να εκδοθεί η εγκριτική απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, η διαδικασία περατώνεται αυτοδίκαια και για το χαρτοφυλάκιο ζωής εφαρμόζονται οι διατάξεις περί ασφαλιστικής εκκαθάρισης του ν.δ. 400/1970, όπως ισχύουν. Στην περίπτωση αυτή, όσοι ασφαλισμένοι διαθέτουν νοσοκομειακά συμβόλαια ή νοσοκομειακά προσαρτήματα συμβολαίων ασφάλισης ζωής και δεν είναι ασφαλισμένοι σε κάποιο φορέα κοινωνικής ασφάλισης εντάσσονται, με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, στις κατηγορίες των ατόμων που δικαιούνται δωρεάν νοσοκομειακή περίθαλψη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23 του ν. 1076/1980, όπως ισχύει (ΦΕΚ 224 Α), μέχρι την ημερομηνία λήξης που αναγράφεται στο συμβόλαιο τους. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται η διαδικασία και η αρμόδια υπηρεσία για τη χορήγηση των ασφαλιστικών βιβλιαρίων, η θέση νοσηλείας και ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της διάταξης αυτής. Αν η διαδικασία περατωθεί χωρίς να αναληφθεί το χαρτοφυλάκιο ζωής από ανάδοχο ασφαλιστική εταιρεία, το μέρος της απαίτησης από ασφάλιση που δεν ικανοποιείται από το προϊόν της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, ικανοποιείται κατά ποσοστό 70% από το εγγυητικό κεφάλαιο ζωής και εφαρμόζονται οι διατάξεις της περίπτωσης θ' της παραγράφου 3 αυτού του άρθρου.

6. Οσοι ασφαλισμένοι διαθέτουν νοσοκομειακό συμβόλαιο ή νοσοκομειακό προσάρτημα συμβολαίου ασφάλισης ζωής και δεν είναι ασφαλισμένοι σε κάποιο φορέα κοινωνικής ασφάλισης, εντάσσονται, με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, στις κατηγορίες των ατόμων που δικαιούνται δωρεάν νοσοκομειακή περίθαλψη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23 του ν. 1076/1980, όπως ισχύει, μέχρι την περάτωση της διαδικασίας των παραγράφων 2 έως 5 του παρόντος άρθρου. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται η αρμόδια υπηρεσία και η διαδικασία για τη χορήγηση των ασφαλιστικών βιβλιαρίων, η θέση νοσηλείας και ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της διάταξης αυτής.

7. Το λειτούργημα του επόπτη χαρτοφυλακίων ζωής λήγει με πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, με την οποία εγκρίνεται ή μη και η λογοδοσία του.

8. Ο επόπτης χαρτοφυλακίων ζωής δεν υπέχει ποινική ευθύνη ούτε προσωποκρατείται ούτε υπέχει οποιαδήποτε άλλη ευθύνη για χρέη της ασφαλιστικής επιχείρησης προς το Δημόσιο ή τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσης τους. Τα κάθε μορφής έξοδα του επόπτη χαρτοφυλακίων ζωής, για την εκπλήρωση του έργου του, έχουν το προνόμιο της παρ. 9 του άρθρου 12α' του ν.δ. 400/1970.

9. Αξιώσεις αποζημίωσης των ασφαλισμένων και των λοιπών δικαιούχων κατά των προσώπων που είχαν τη διοίκηση της επιχείρησης της οποίας ανακλήθηκε η άδεια ή κατά τρίτων υπαιτίων δεν θίγονται από τις ρυθμίσεις αυτού του νόμου. 10. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ρυθμίζεται κάθε ειδικότερο θέμα αναγκαίο για την εφαρμογή των διατάξεων αυτού του άρθρου.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ 
ΕΓΓΥΗΤΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΖΩΗΣ 
Αρθρο 3 Ορισμοί Κατά την έννοια του παρόντος νόμου «ασφάλιση ζωής» θεωρείται η κατά το άρθρο 13 παρ. 2 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α) πρωτασφάλιση ζωής. Αρθρο 4 Σύσταση Συνιστάται νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Εγγυητικό Κεφάλαιο Ιδιωτικής Ασφάλισης Ζωής» και συντετμημένα «Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής», το οποίο τελεί υπό την εποπτεία και τον έλεγχο της Τράπεζας της Ελλάδος, εδρεύει στην Αθήνα και διέπεται από τις διατάξεις του νόμου αυτού. Για τις σχέσεις του με την αλλοδαπή, το Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής θα χρησιμοποιεί την επωνυμία «Private Life Insurance Guarantee Fund - PLIGF». Αρθρο 5 Σκοπός 1. Σκοπός του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής είναι η διατήρηση και μεταβίβαση του συνόλου ή μέρους του χαρτοφυλακίου ζωής υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής εταιρείας σε άλλη ασφαλιστική επιχείρηση ή σε άλλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις και, αν αυτό καταστεί ανέφικτο, η καταγγελία και λύση των συμβάσεων ασφάλισης ζωής και η καταβολή χρηματικού ποσού έναντι της αξίας των συμβολαίων αυτών, καθώς και η καταβολή χρηματικού ποσού έναντι εκκρεμών ζημιών και πληρωτέων παροχών. 2. Το Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής θα παρέχει κάλυψη, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, σε ασφαλιστικές αποζημιώσεις που πηγάζουν από όλα τα συμβόλαια ασφάλισης ζωής και τις εργασίες ασφάλισης ζωής που καταρτίσθηκαν ή διενεργήθηκαν στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος - μέλος της Ε.Ε. και του Ε.Ο.Χ. μέσω υποκαταστήματος ή με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Δεν παρέχεται κάλυψη στις συμπληρωματικές καλύψεις νοσοκομειακής περίθαλψης. 3. Από την ημερομηνία που η ασφαλιστική επιχείρηση κηρύσσεται σε κατάσταση πτώχευσης ή ανακαλείται η άδεια λειτουργίας της για παράβαση νόμου, το Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής υπεισέρχεται αυτοδίκαια στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της ασφαλιστικής επιχείρησης που πηγάζουν από συμβάσεις ασφάλισης ζωής. Εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται από το Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής. Οι διατάξεις των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970, που προστέθηκαν με την παρ. 2 του άρθρου 25 του ν. 2919/2001 (ΦΕΚ 128 Α), έχουν ανάλογη εφαρμογή. Αρθρο 6 Μέλη Μέλη του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής καθίστανται υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως, από την έναρξη της ισχύος αυτού του νόμου: α) όλες οι ασφαλιστικές εταιρίες που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα και δραστηριοποιούνται στις κατά το άρθρο 13 παρ. 2 του ν.δ. 400/1970 ασφαλίσεις ζωής, β) τα υποκαταστήματα στην Ελλάδα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτων χωρών, που δραστηριοποιούνται στις κατά το άρθρο 13 παρ. 2 του ν.δ. 400/1970 ασφαλίσεις ζωής, γ) τα υποκαταστήματα στην Ελλάδα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων της Ε.Ε. και του Ε.Ο.Χ., που δραστηριοποιούνται στις κατά το άρθρο 13 παρ. 2 του ν.δ. 400/1970 ασφαλίσεις ζωής, εφόσον δεν καλύπτονται ήδη από αντίστοιχα εγγυητικά κεφάλαια στη χώρα εγκατάστασης τους, δ) οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, εφόσον δεν καλύπτονται από αντίστοιχα εγγυητικά κεφάλαια στη χώρα εγκατάστασης τους. Αρθρο 7 Παρεχόμενη κάλυψη 1. Η κάλυψη του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής εκτείνεται σε όλους τους κλάδους ασφάλισης ζωής, ανά ασφαλιστήριο και ανά ασφαλισμένο, με εξαίρεση τις απαιτήσεις που πηγάζουν από συμπληρωματικές καλύψεις νοσοκομειακής περίθαλψης, και ισούται με το 100% κάθε απαίτησης από ασφάλιση ζωής και μέχρι το ποσό των 30.000 ευρώ ανά δικαιούχο ασφαλίσεων ζωής για τις παροχές στη λήξη και τις εξαγορές των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και μέχρι το ποσό των 60.000 ευρώ για τις αποζημιώσεις θανάτου και μόνιμης ολικής αναπηρίας. Το εγγυητικό κεφάλαιο ζωής υποκαθίσταται στα δικαιώματα των δικαιούχων για τα καταβαλλόμενα σε αυτούς χρηματικά ποσά. 2. Το ποσό της απαίτησης από ασφάλιση ζωής υπολογίζεται σύμφωνα με τους νόμιμους και συμβατικούς όρους κάθε συμβολαίου και κάθε απαίτησης παροχών (εκκρεμών ή πληρωτέων) κατά την ημερομηνία ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης. Αν υπάρξουν συμβόλαια ασφάλισης ζωής, των οποίων τα τεχνικά σημειώματα ή οι όροι παραβιάζουν την κείμενη ασφαλιστική νομοθεσία ή αντιβαίνουν στο δημόσιο συμφέρον, το Εγγυητικό Κεφάλαιο, μετά από απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, προβαίνει στις απαραίτητες αναλογιστικές πράξεις και προσαρμογές των όρων αυτών των συμβολαίων ασφάλισης ζωής. 3. Κάθε ειδικότερο θέμα που είναι αναγκαίο για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού ρυθμίζεται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, μετά από εισήγηση του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής. Αρθρο 8 Εξαιρέσεις από την κάλυψη Δεν περιλαμβάνονται στην κάλυψη του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής απαιτήσεις από ασφάλιση, που προβάλλονται από: 1. Πρόσωπα που διετέλεσαν, κατά την τελευταία πενταετία πριν από την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης ή την πτώχευση αυτής, μέλη του Δ.Σ. ή διευθυντές, καθώς και από τα πρόσωπα του άρθρου 55 του ν.δ. 400/1970 και από τους συζύγους και τους συγγενείς τους μέχρι 2ου βαθμού. 2. Πρόσωπα με κατοχή πλέον του 5% του μετοχικού κεφαλαίου της ασφαλιστικής επιχείρησης και τους συζύγους και συγγενείς τους μέχρι 2ου βαθμού. 3. Πρόσωπα επιφορτισμένα με τον έλεγχο των οικονομικών καταστάσεων της ασφαλιστικής επιχείρησης και τους συζύγους και συγγενείς τους μέχρι 2ου βαθμού. 4. Πρόσωπα των προηγούμενων παραγράφων 1, 2 και 3 συνδεδεμένων επιχειρήσεων με την εν λόγω ασφαλιστική επιχείρηση. 5. Αλλες επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στη συμπληρωματική χρηματοοικονομική εποπτεία της ασφαλιστικής επιχείρησης στα πλαίσια ενός ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού ομίλου, σύμφωνα με τα άρθρα 6α, 6β και 6γ του ν.δ. 400/1970. 6. Πρόσωπα που είχαν οποιαδήποτε ευθύνη ή συνεισέφεραν με τις πράξεις ή παραλείψεις τους στην επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης της ασφαλιστικής επιχείρησης και τους συζύγους και συγγενείς τους μέχρι 2ου βαθμού. Αρθρο 9 Διασφάλιση διατήρησης του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου 1. Από την ημέρα ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής εταιρίας, το Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής διευκολύνει τη μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου ζωής σε άλλη ασφαλιστική εταιρία, η οποία δραστηριοποιείται στις ασφαλίσεις ζωής και λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, μετά από εισήγηση του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής, καθορίζεται η διαδικασία και ρυθμίζονται οι αναγκαίες λεπτομέρειες για τη μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου μέσα σε προθεσμία που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από τρεις μήνες από την ημέρα έκδοσης της απόφασης αυτής. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να παρατείνει την άνω προθεσμία μέχρι τρεις μήνες, μετά από αιτιολογημένο αίτημα της Διαχειριστικής Επιτροπής. 2. Στα πλαίσια της παραπάνω διαδικασίας, το Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής λαμβάνει κάθε πρόσφορο μέτρο για την αποτίμηση των ασφαλιστικών υποχρεώσεων του υπό μεταβίβαση χαρτοφυλακίου, καθώς και την αποτίμηση των σε ασφαλιστική τοποθέτηση περιουσιακών στοιχείων που καλύπτουν τις υποχρεώσεις αυτές. 3. Το Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής εξετάζει τις προτάσεις και τους όρους ανάληψης του χαρτοφυλακίου αυτού από άλλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις και προβαίνει αιτιολογημένα στη σχετική επιλογή μετά από αναμόρφωση των παροχών, με γνώμονα την προστασία των συμφερόντων των ασφαλισμένων και των δικαιούχων οποιασδήποτε παροχής από τις συμβάσεις αυτές. Οι διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 2 και 8 του παρόντος νόμου εφαρμόζονται ανάλογα και στην περίπτωση αυτή, κατά την αναμόρφωση των παροχών. Οι προτάσεις πρέπει να περιλαμβάνουν το ακριβές ποσοστό απορρόφησης του προσωπικού της υπό εκκαθάριση επιχείρησης. Η επιλογή εγκρίνεται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. 4. Στην περίπτωση της μεταβίβασης του χαρτοφυλακίου ζωής κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο δεν είναι δεσμευτική η τήρηση των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 59 του ν.δ. 400/1970. 5. Αν η προθεσμία διερεύνησης της δυνατότητας μεταβίβασης του χαρτοφυλακίου παρέλθει άκαρπη, λύονται αυτοδικαίως όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις ασφαλίσεων ζωής και οι απαιτήσεις των ασφαλισμένων ικανοποιούνται κατά τις διατάξεις του άρθρου 7 αυτού του νόμου. 6. Κάθε ειδικότερο θέμα για τη μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου ρυθμίζεται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Αρθρο 10 Εισφορές 1. Για την εκπλήρωση του σκοπού του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής επιβάλλεται τακτική εισφορά υπέρ αυτού, η οποία καθορίζεται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος σε ποσοστό μέχρι 1,5% της συνολικής ετήσιας παραγωγής ακαθάριστων καταχωρημένων ασφαλίστρων κλάδου ζωής. Η εισφορά αυτή βαρύνει κατά το ήμισυ τις ασφαλιστικές εταιρείες και κατά το ήμισυ τους ασφαλισμένους, εμφανίζεται στο ασφαλιστήριο και απαλλάσσεται παντός φόρου ή τέλους. Ο τρόπος εφαρμογής του ποσοστού αυτού ανά κατηγορία ασφαλιστηρίων συμβολαίων ζωής εξειδικεύεται με απόφαση της Διαχειριστικής Επιτροπής, που εγκρίνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος. 2. Ενα μήνα μετά το τέλος κάθε ημερολογιακού διμήνου, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις αποδίδουν στο Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής τις εισφορές οι οποίες αναλογούν στα ασφαλιστήρια συμβόλαια που συνήψαν ή ανανέωσαν κατά το δίμηνο που έληξε, ανεξάρτητα από το αν οι εισφορές αυτές έχουν εισπραχθεί ή όχι. Σε περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής η εισφορά προσαυξάνεται κατά το επιτόκιο υπερημερίας που ισχύει. Οι εν λόγω εισφορές, εξαιρουμένων των απαιτούμενων για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής χρηματικών ποσών, επενδύονται με ευθύνη της Διαχειριστικής Επιτροπής αυτού. Για την επενδυτική πολιτική του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 73 του ν. 2533/1997 (ΦΕΚ 228 Α), όπως κάθε φορά ισχύουν 3. Για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του το Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής μπορεί να συνάπτει δάνεια και να εκχωρεί ή ενεχυριάζει σε ασφάλεια του δανείου απαιτήσεις του ληξιπρόθεσμες ή και μελλοντικές εισφορές υπέρ αυτού μέχρι ποσοστό 2/3 του συνόλου τους. 4. Το Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής έχει δικαίωμα αγωγής κατά των μελών του για την είσπραξη των εισφορών τους. Με απόφαση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος καθορίζεται ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής των εισφορών και ρυθμίζεται κάθε ειδικότερο θέμα και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων αυτού του άρθρου. 5. Η άρνηση συμμόρφωσης των μελών προς τις υποχρεώσεις τους προς το Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής, που πηγάζουν από τις ισχύουσες νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις, συνεπάγεται την ανάκληση της άδειας λειτουργίας τους για τον κλάδο ασφάλισης ζωής, με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Αρθρο 11 Διοίκηση Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής 1. Η Συνέλευση των Μελών είναι το ανώτατο όργανο του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής και αποφασίζει για κάθε υπόθεση με την απόλυτη πλειοψηφία των μελών της, οι δε αποφάσεις της υποχρεώνουν και τα μέλη που απουσιάζουν ή διαφωνούν. 2. Η Συνέλευση των Μελών είναι μόνη αρμόδια να αποφασίζει: α) Για την έγκριση ή τροποποίηση του προϋπολογισμού, απολογισμού και ισολογισμού. β) Για την κατάρτιση εσωτερικού κανονισμού που διέπει την όλη λειτουργία του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής με βάση τις διατάξεις του νόμου αυτού, ο οποίος εγκρίνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΤΑΕ και ΕΠΕ). γ) Για τη σύναψη, από το Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής, ασφάλισης κατά της αφερεγγυότητας των μελών αυτού για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους προς το Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής. 3. Με απόφαση της Συνέλευσης των Μελών ανατίθεται ο ετήσιος έλεγχος της οικονομικής διαχείρισης και του ισολογισμού του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής, σε δύο ορκωτούς ελεγκτές ή αναγνωρισμένη ελεγκτική εταιρεία, που υποβάλλουν σχετική έκθεση. Η έκθεση ανακοινώνεται στον Υπουργό Οικονομικών, την Τράπεζα της Ελλάδος και την Ενωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος. 4. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΤΑΕ και ΕΠΕ), μετά γνώμη της Συνέλευσης των Μελών του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής, καθορίζονται: α) Ο χρόνος και τρόπος σύγκλησης, απαρτίας, τρόπος λήψης αποφάσεων και λειτουργίας της Συνέλευσης των Μελών αυτού. β) Η διαδικασία και οι προύποθέσεις επιστροφής, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας αυτού, χρηματικών ποσών προς τα μέλη. γ) Κάθε ειδικό θέμα αναγκαίο για τη στελέχωση, την οργάνωση και τη λειτουργία του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής. Αρθρο 12 Διαχειριστική Επιτροπή 1. Η διαχείριση του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής ασκείται από τη Διαχειριστική Επιτροπή, η οποία έχει την υποχρέωση, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, να λαμβάνει κάθε πρόσφορο μέτρο για την εξυπηρέτηση των σκοπών του. 2. Η Διαχειριστική Επιτροπή αποτελείται από πέντε μέλη. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής ορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος. Τα υπόλοιπα τέσσερα μέλη εκλέγονται από τη Συνέλευση των Μελών. Η θητεία του Προέδρου και των μελών είναι τριετής. 3. Η Διαχειριστική Επιτροπή δημοσιεύει στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (τεύχος ΤΑΕ και ΕΠΕ) την ετήσια έκθεση Πεπραγμένων και τον ετήσιο ισολογισμό του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής. 4. Το Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από τον Πρόεδρο της Διαχειριστικής Επιτροπής. Με απόφαση της Διαχειριστικής Επιτροπής μπορεί να ορισθεί ότι ένα ή περισσότερα μέλη αυτής ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν το Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής για ορισμένες μόνο πράξεις. 5. Κάθε πρόσωπο που ασκεί ή έχει ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής ως μέλος της διαχειριστικής επιτροπής ή ως διευθυντικό ή διοικητικό στέλεχος ή ως σύμβουλος ή ελεγκτής, υποχρεούται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου, ως προς κάθε πληροφορία που έχει περιέλθει σε γνώση του κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής συνιστά, κατά περίπτωση, λόγο έκπτωσης από την κατεχόμενη θέση ή λόγο καταγγελίας της εργασιακής σχέσης, ανεξάρτητα από τις τυχόν ποινικές και πειθαρχικές συνέπειες. Αρθρο 13 Λύση Το Εγγυητικό Κεφάλαιο Ζωής λύεται με νόμο, με τον οποίο ορίζονται και τα της εκκαθάρισης και διανομής της περιουσίας αυτού. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ Αρθρο 14 Ορισμός, σκοπός και πεδίο εφαρμογής 1. Ως «Οργανισμός Αξιολόγησης Πιστοληπτικής Ικανότητας» (Ο.Α.Π.Ι.) σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 περίπτωση Β) του Κανονισμού 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 (L302, 17.11.2009, εφεξής «Κανονισμός») νοείται το νομικό πρόσωπο του οποίου ο σκοπός περιλαμβάνει την έκδοση αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας επί επαγγελματικής βάσεως. 2. Σκοπός των διατάξεων των άρθρων 14 έως 19 αυτού του νόμου είναι η ρύθμιση της εγγραφής στην ΕΡΑ-ΑΚΑ, της εποπτείας και της επιβολής κυρώσεων των Ο.Α.Π.Ι.. Αρθρο 15 Εποπτεία των Οργανισμών Αξιολόγησης Πιστοληπτικής Ικανότητας 1. Αρμόδια εποπτική αρχή για την επίβλεψη της τήρησης των διατάξεων του παραπάνω κανονισμού, υπό την έννοια του άρθρου 22 αυτού, είναι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η οποία ασκεί τις εποπτικές της αρμοδιότητες σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23 του Κανονισμού και αυτές του παρόντος νόμου. 2. Για την επίβλεψη της τήρησης των διατάξεων του Κανονισμού, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 23 και 24 αυτού, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να πραγματοποιεί γενικούς ή ειδικούς επιτόπιους ή μη ελέγχους, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη αφορμή ή προηγούμενη προειδοποίηση. Αρθρο 16 Εγγραφή Ο.Α.Π.Ι. 1. Οι αιτήσεις εγγραφής των Ο.Α.Π.Ι. και τα δικαιολογητικά που τις συνοδεύουν υποβάλλονται στην ελληνική γλώσσα, εφόσον η Ελλάδα είναι το κράτος - μέλος στο οποίο ο Ο.Α.Π.Ι. έχει την έδρα του ή εφόσον ένας Ο.Α.Π.Ι. υποβάλλει αίτηση για ίδρυση υποκαταστήματος στην Ελλάδα, καθώς και στην αγγλική γλώσσα, σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 3 του Κανονισμού. Με απόφαση του το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύει περαιτέρω θέματα σχετικά με τη διαδικασία εγγραφής. 2. Οι γενικές και περιοδικές κοινοποιήσεις, καθώς και η έκθεση διαφάνειας που αναφέρονται στο Παράρτημα Ι Ενότητα Ε του Κανονισμού, στις οποίες υποχρεούνται οι Ο.Α.Π.Ι. σύμφωνα με τα άρθρα 11 και 12 του Κανονισμού, υποβάλλονται στην ελληνική και στην αγγλική γλώσσα, εξαιρουμένων των στοιχείων που προβλέπονται στο άρθρο 11 παράγραφος 2 του Κανονισμού, τα οποία υποβάλλονται μόνο στην αγγλική γλώσσα. Αρθρο 17 Διοικητικές κυρώσεις και εποπτικά μέτρα 1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιβάλει σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο παραβιάζει τις διατάξεις του Κανονισμού, του παρόντος νόμου και των κανονιστικών αποφάσεων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση του: α) Επίπληξη ή χρηματικά πρόστιμα μέχρι του ποσού των 4.000.000 ευρώ. β) Τα εποπτικά μέτρα που προβλέπονται στα άρθρα 24 και 25 του Κανονισμού. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με απόφαση του μπορεί να εξειδικεύει τα εποπτικά αυτά μέτρα. 2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανακοινώνει δημόσια τα εποπτικά μέτρα και τις διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλει, εκτός εάν αυτή η δημόσια ανακοίνωση θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τις χρηματοπιστωτικές αγορές ή θα προκαλούσε δυσανάλογη ζημία στα ενδιαφερόμενα μέρη. Αρθρο 18 Το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί με απόφαση του να εξειδικεύει περαιτέρω, σύμφωνα και με τις κατευθυντήριες γραμμές του αρμόδιου οργάνου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τα θέματα που ορίζονται στο άρθρο 21 παράγραφοι 2 και 3 του Κανονισμού. Αρθρο 19 Τροποποίηση του άρθρου 26 του ν. 3371/2005 Στο άρθρο 26 του ν. 3371/2005 (ΦΕΚ 178 Α') μετά την περίπτωση η' προστίθεται περίπτωση θ', ως εξής: «θ) τέλη από την αρχική εγγραφή Οργανισμών Αξιολόγησης Πιστοληπτικής Ικανότητας, όπως αυτοί ρυθμίζονται από τον Κανονισμό 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2009». ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Αρθρο 20 Σύσταση Συμβουλίου Συστημικής Ευστάθειας 1. Συνιστάται στο Υπουργείο Οικονομικών «Συμβούλιο Συστημικής Ευστάθειας» (Σ.Σ.Ε.), με αποστολή την ανάλυση της δυναμικής μεταξύ των επί μέρους συστημάτων του χρηματοοικονομικού χώρου και τη συνεχή διερεύνηση για την προληπτική αντιμετώπιση έκτακτων ή ακραίων καταστάσεων και κρίσεων. Ειδικότερα το Συμβούλιο: α) Παρακολουθεί τη σχέση και δυναμική μεταξύ των συστημάτων της οικονομίας, με ιδιαίτερη έμφαση στις κεφαλαιαγορές, το τραπεζικό και ασφαλιστικό σύστημα, τη ρευστότητα, το δημόσιο χρέος και τις κρατικές εγγυήσεις και την προληπτική δράση κατά ακραίων καταστάσεων, ασταθειών και κρίσεων. β) Παρακολουθεί τη χρηματοοικονομική πολιτική του Υπουργείου Οικονομικών και εισηγείται σχετικώς, καθώς και σε θέματα που ανακύπτουν στο πλαίσιο της λειτουργίας των Ευρωπαϊκών Εποπτικών θεσμών. γ) Παρακολουθεί και διασφαλίζει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του Υπουργείου Οικονομικών και των εθνικών ανεξάρτητων εποπτικών αρχών του χρηματοοικονομικού τομέα για το συντονισμό της χρηματοοικονομικής πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών. 2. Το Σ.Σ.Ε. είναι επταμελές: Μέλη του Συμβουλίου αποτελούν ο Υπουργός Οικονομικών, ο Υφυπουργός Οικονομικών, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, ο αρμόδιος καθ' ύλην Υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και δύο πρόσωπα εγνωσμένου κύρους, με ειδικές γνώσεις στο χρηματοπιστωτικό τομέα, που ορίζονται από τον Υπουργό Οικονομικών. Πρόεδρος του Σ.Σ.Ε. ορίζεται ο Υπουργός Οικονομικών, ο οποίος αναπληρώνεται από τον Υφυπουργό Οικονομικών. Στις συνεδριάσεις του Σ.Σ.Ε. μπορεί να μετέχουν χωρίς δικαίωμα ψήφου, ύστερα από πρόσκληση του προέδρου του, διοικητές, πρόεδροι ή διευθύνοντες σύμβουλοι πιστωτικών ιδρυμάτων, ειδικοί εμπειρογνώμονες, καθώς και οποιοσδήποτε τρίτος, του οποίου η γνώμη κατά την κρίση του προέδρου θα υποβοηθούσε το έργο του Συμβουλίου. Το Σ.Σ.Ε. συνεδριάζει τακτικά μία φορά κάθε τρεις μήνες και εκτάκτως ύστερα από πρόσκληση του προέδρου του. Οι πληροφορίες από τις συνεδριάσεις του Σ.Σ.Ε. είναι απόλυτα εμπιστευτικές, διαβαθμίζονται και κοινοποιούνται με οποιαδήποτε μορφή μόνο με απόφαση του προέδρου του. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζονται τα θέματα λειτουργίας και οργάνωσης της διοικητικής υποστήριξης του Σ.Σ.Ε.. Οι υπηρεσίες του δημόσιου τομέα υποχρεούνται να παρέχουν στο Σ.Σ.Ε. ή στις επιτροπές ή ομάδες εργασίας που συνιστώνται για την υποβοήθηση του έργου του κάθε πληροφορία ή στοιχείο που τους ζητείται σε συστηματική ή προσωρινή βάση. Τα μέλη του Σ.Σ.Ε. δεν λαμβάνουν αμοιβή για τη συμμετοχή τους στο Συμβούλιο. Αρθρο 21 Αποτίμηση ομολόγων από ασφαλιστικές εταιρίες και άλλα ειδικά θέματα του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους 1. Στο άρθρο 43γ του κ.ν. 2190/1920 (ΦΕ Κ 37 Α') προστίθεται παράγραφος 6.α ως εξής: «6.α. Ειδικά για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τα μη παράγωγα μέσα που διατηρούνται μέχρι τη λήξη τους αποτιμώνται στο κόστος κτήσεως και υπόκεινται σε έλεγχο απομείωσης της αξίας τους όταν υπάρχουν αντικειμενικές ενδείξεις ότι οι ταμειακές ροές που απορρέουν από αυτά δεν θα ανακτηθούν στο σύνολο τους.» 2. Μετά το τελευταίο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 6 του ν.δ. 400/1970 προστίθενται νέα εδάφια ως εξής: «Επίσης, σε εξαιρετικές περιπτώσεις κρίσεων του χρηματοπιστωτικού συστήματος, με απόφαση της εποπτικής αρχής, επιτρέπεται ο υπολογισμός των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου ως στοιχείου περιθωρίου φερεγγυότητας και ασφαλιστικής τοποθέτησης να γίνεται με βάση την αξία κτήσης τους. Η διαφορά που τυχόν προκύπτει μεταξύ αξίας κτήσης και ονομαστικής αξίας για όσο χρονικό διάστημα εναπομένει ως τη λήξη τους επιμερίζεται σε ετήσια βάση, είτε ως απόσβεση, εάν είναι αρνητική, είτε ως υπεραξία, εάν είναι θετική. Με απόφαση της εποπτικής αρχής καθορίζεται η διάρκεια ισχύος της ως άνω ρύθμισης, με δυνατότητα παράτασης της για όσο χρόνο υφίστανται οι εξαιρετικές περιστάσεις που την επέβαλαν. Ειδικά για τις χρήσεις 2009 και 2010 επιτρέπεται ο υπολογισμός των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, όπως ορίζεται παραπάνω, χωρίς την έκδοση ειδικής απόφασης της εποπτικής αρχής.» 3. Το εδάφιο β' της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α) αντικαθίσταται ως εξής: «β. Η προϋπηρεσία σε υπηρεσίες κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, καθώς και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αντίστοιχες με αυτές του προηγούμενου εδαφίου.» 4. Για τα οικονομικά έτη 2010 έως 2014 οι ετήσιες αποδόσεις υπέρ τρίτων του Γενικού Προϋπολογισμού του Κράτους περιορίζονται στο 90%. Το υπόλοιπο 10% αποτελεί δημόσιο έσοδο. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί να εξαιρούνται του περιορισμού αυτού αποδόσεις εσόδων υπέρ ασφαλιστικών φορέων. 5. Στην παράγραφο 7 του άρθρου 2 του ν. 3816/2010 (ΦΕΚ 6 Α) αντί των λέξεων «μέχρι την 15.4.2010» τίθενται οι λέξεις «μέχρι την 30.8.2010». 6. Δεν εξαιρούνται από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 5 του ν. 3833/2010 (ΦΕΚ 40 Α) φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα που διέπονται από ειδικά καθεστώτα, όπως οι ανώνυμες εταιρείες, οι οποίες έχουν ιδρυθεί βάσει των διατάξεων του άρθρου πρώτου του ν. 1955/1991 (ΦΕΚ 112 Α). Αρθρο 22 Τροποποίηση διατάξεων του άρθρου 47 του ν. 3220/2004 1. Τα εδάφια τέταρτο, πέμπτο, έκτο και έβδομο του άρθρου 47 του ν. 3220/2004 (ΦΕΚ 15 Α) αντικαθίστανται ως εξής: «Οι εισφορές για τη συνέχιση της ασφάλισης βαρύνουν το ειδικό τοπικό πρόγραμμα. Ο χρόνος αυτός ασφάλισης λαμβάνεται υπόψη και για τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων που ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 10 του ν. 825/1978 (ΦΕΚ 189 Α), όπως ισχύει. Η συμμετοχή των δικαιούχων στο πρόγραμμα και η συνέχιση της ασφάλισης τους χωρεί μέχρι τη συμπλήρωση των κατά περίπτωση προϋποθέσεων για λήψη πλήρους σύνταξης, δεν μπορεί, όμως, να υπερβεί τα πέντε έτη συνολικά, με την επιφύλαξη του επόμενου εδαφίου. Οι συμμετέχοντες στο πρόγραμμα άνεργοι, που κατά την ολοκλήρωση πενταετούς συμμετοχής σε αυτό δεν συμπληρώνουν τις ανωτέρω προϋποθέσεις, παραμένουν στο πρόγραμμα χωρίς το δικαίωμα ασφάλισης, εκτός της ασφάλισης του κλάδου υγείας, και το πρόγραμμα εφαρμόζεται κατά τα λοιπά σε αυτούς για όσο χρόνο απαιτείται μέχρι τη συμπλήρωση τους και πάντως όχι πέραν των έξι ετών συνολικά.» 2. Η εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1 έχει αναδρομική ισχύ από την έναρξη εφαρμογής των προγραμμάτων που υλοποιούνται δυνάμει του άρθρου 47 του ν. 3220/2004 (ΦΕΚ 15 Α) και σε κάθε περίπτωση από την ημερομηνία υπαγωγής των δικαιούχων σε αυτά. 3. Από τις ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου εξαιρούνται πλήρως οι υπαχθέντες στις διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 3408/2005 (ΦΕΚ 272 Α). Αρθρο 23 Υγειονομική περίθαλψη υπαλλήλων της Επιτροπής Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων Στο άρθρο 3 της Κοινής Υπουργικής Απόφασης οικ./2/7029/0094 (ΦΕΚ 213 Β) «Περί Κανονισμού Παροχών του Οργανισμού Περίθαλψης Ασφαλισμένων του Δημοσίου (Ο.Π.Α.Δ.), προστίθεται παράγραφος 47 ως εξής: «47. Η υγειονομική περίθαλψη (νοσοκομειακή, εξωνοσοκομειακή, οδοντιατρική, φαρμακευτική) των τακτικών υπαλλήλων και συνταξιούχων της Επιτροπής Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων, που δεν υπάγονται σε ασφάλιση του κλάδου υγείας του ΙΚΑ ή άλλου ασφαλιστικού φορέα, καθώς και των μελών της οικογένειας τους, παρέχεται από τον Οργανισμό Περίθαλψης Ασφαλισμένων Δημοσίου, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τους υπαλλήλους του Δημοσίου και για τα μέλη των οικογενειών αυτών. Οι συμμετοχές - κρατήσεις υγειονομικής περίθαλψης επί των πάσης φύσεως αποδοχών των ανωτέρω δικαιούμενων περίθαλψης από τον Ο.Π.Α.Δ., καθώς και των πρόσθετων απολαβών και των κατ' αποκοπήν εξόδων κίνησης αυτών περιέρχονται στο Δημόσιο, οι δε σχετικές δαπάνες για την υγειονομική περίθαλψη αυτών βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Ο.Π.Α.Δ., ο οποίος επιχορηγείται προς τούτο με τις εισφορές των ασφαλισμένων και τη διπλάσια συνεισφορά, που θα βαρύνει κατά το ήμισυ την Επιτροπή Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων και κατά το ήμισυ το Δημόσιο. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται ο χρόνος έναρξης της ισχύος των διατάξεων αυτού του άρθρου και ρυθμίζεται κάθε ειδικότερο θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή τους.» Αρθρο 24 Ρυθμίσεις θεμάτων Ο.Π.Α.Δ. και ειδικών θεμάτων Υπουργείου Οικονομικών 1. Η τελευταία περίοδος του εδαφίου γ' της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2768/1999 (ΦΕΚ 273 Α), όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 41 παρ. 3 του ν. 3329/2005 (ΦΕΚ 81 Α), καταργείται. 2. Δαπάνες για ορθοπεδικά είδη, προθέματα και λοιπά βοηθητικά μέσα που δεν περιλαμβάνονται στον κανονισμό παροχών του Ο.Π.Α.Δ. και έχουν πληρωθεί ή των οποίων εκκρεμεί η πληρωμή τους μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, θεωρούνται νόμιμες ή εκκαθαρίζονται αντίστοιχα, με βάση κοστολογήσεις που διενεργήθηκαν μέχρι 30 Απριλίου 2009 με αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού Περίθαλψης Ασφαλισμένων Δημοσίου (Ο.Π.Α.Δ.). Δαπάνες για ιατρικές πράξεις και παρακλινικές εξετάσεις που δεν έχουν περιληφθεί στο κρατικό τιμολόγιο και έχουν πληρωθεί ή των οποίων εκκρεμεί η πληρωμή μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, θεωρούνται νόμιμες ή εκκαθαρίζονται αντίστοιχα, με βάση τις κοστολογήσεις που διενεργήθηκαν με αποφάσεις του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ύστερα από γνωμοδότηση του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (Κε.Σ.Υ.). 3. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος δαπάνες για ορθοπεδικά είδη, προθέματα και λοιπά βοηθητικά μέσα δεν εκκαθαρίζονται αν δεν κοστολογούνται με τροποποίηση του Κανονισμού Παροχών του Ο.Π.Α.Δ.. Ομοίως δεν εκκαθαρίζονται, από την έναρξη ισχύος του παρόντος, δαπάνες που αφορούν ιατρικές πράξεις και παρακλινικές εξετάσεις, αν δεν έχουν κοστολογηθεί με προεδρικό διάταγμα σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 29 του α.ν. 1565/1969. 4. Από την 1η Αυγούστου 2008 η εκκαθάριση, ο έλεγχος νομιμότητας και η εντολή πληρωμής των δαπανών του Τομέα Υγείας Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων του Οργανισμού Περίθαλψης Ασφαλισμένων του Δημοσίου (Ο.Π.Α.Δ.) πλην αυτών που απορρέουν από τις διατάξεις του Κανονισμού Παροχών του Τομέα, όπως ισχύει, διενεργείται από τις Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου του Υπουργείου Οικονομικών. Οι ανωτέρω δαπάνες του προϋπολογισμού του Ο.Π.Α.Δ. υπόκεινται στον κατασταλτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. 5. α) Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 47 του ν. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α) προστίθενται οι λέξεις «καθώς και το 50% των αποδοχών που λαμβάνουν λόγω της υπηρεσίας τους στο εξωτερικό, με εξαίρεση τις προσαυξήσεις κατοικίας και τέκνων που αντιστοιχούν στην αποζημίωση υπηρεσίας αλλοδαπής.» β) Στην παράγραφο 5 του άρθρου 70 του ν. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α) προστίθεται τέταρτο εδάφιο ως εξής: «Κατ' εξαίρεση, οι επιτροπές του Δ.Ε.Κ. Αθηνών και των Π.Ε.Κ. Αθηνών και Πειραιώς είναι πενταμελείς και σε αυτές μετέχουν, εκτός από τα ανωτέρω προβλεπόμενα μέλη, ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Ελέγχου της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών και ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Φορολογίας Εισοδήματος της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογίας του ίδιου Υπουργείου.» 6. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 9 του άρθρου 5 του ν. 3620/2007 (ΦΕΚ 276 Α) αντικαθίσταται από τότε που ίσχυσε ως εξής: «Η έκτακτη αυτή παροχή θα καταβληθεί τμηματικά σε μια εξαετία και θα υπολογιστεί με βάση μηνιαίο βασικό μισθό των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας, ύψους 4.072 ευρώ για το πρώτο και 3.994 ευρώ για τα λοιπά έτη και τους συντελεστές, τις προσαυξήσεις και τα χρονοεπιδόματα των μηνιαίων βασικών μισθών των δικαστικών λειτουργών και των μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ανά βαθμό, όπως ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 29 (παρ. 1), 30 (παράγραφοι Α1 και Β), 31, 32 και 33 (παράγραφοι Α1, Β' και Γ') του ν. 3205/2003.» Οι παραπάνω τμηματικές παροχές μπορεί να καταβάλλονται και με την έκδοση ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται το ύψος των εκδιδόμενων ομολόγων, οι όροι και η διαδικασία έκδοσης τους. Αρθρο 25 Ρυθμίσεις θεμάτων του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων 1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 62 του ν. 2214/1994 αντικαθίσταται ως εξής: «Η διάρκεια εξόφλησης των δανείων που χορηγεί το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων καθορίζεται μετά από αίτηση του δικαιούχου και απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου μέχρι σαράντα έτη. Στην παρούσα ρύθμιση εμπίπτουν και τα δάνεια που έχουν χορηγηθεί και δεν έχουν εξοφληθεί. Για τα χορηγηθέντα δάνεια, η διάρκεια των σαράντα ετών αρχίζει από το χρόνο της αρχικής σύμβασης.» 2. Η διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 62 του ν. 2214/1994 αντικαθίσταται, ως εξής: «6. Το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων δικαιούται οποτεδήποτε να εγγράψει με φροντίδα και δαπάνη του δανειολήπτη υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης επί ακινήτων των δανειζομένων προς ασφάλεια των πάσης φύσεως απαιτήσεων του εκ των χορηγούμενων υπό τούτου στεγαστικών δανείων δυνάμει των δανειστικών ή γενικά των αποδεικτικών των απαιτήσεων του εγγράφων. Η υποθήκη ή προσημείωση αυτή απαλλάσσεται από κάθε τέλος και δικαίωμα. Η εξάλειψη, ο περιορισμός και η διαγραφή των εγγεγραμμένων υπέρ του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων υποθηκών ή προσημειώσεων υποθήκης, μπορεί να γίνει και χωρίς συμβολαιογραφικό έγγραφο, με απλή μονομερή αίτηση του Ταμείου προς τον οικείο υποθηκοφύλακα ή προϊστάμενο του κτηματολογικού γραφείου και απαλλάσσεται από κάθε τέλος και δικαίωμα. Απαλλάσσεται επίσης το Ταμείο από την προβλεπόμενη από το άρθρο 1308 του Α.Κ. κοινοποίηση της περιλήψεως της εγγραφής της υποθήκης ή προσημείωσης.» 3. Στο άρθρο 62 του ν. 2214/1994 προστίθεται παράγραφος 9, η οποία έχει ως εξής: «9. Το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων δύναται να χορηγεί δάνεια προς το σκοπό αποπληρωμής στεγαστικών δανείων α' κατοικίας που έχουν χορηγήσει άλλα πιστωτικά ιδρύματα σε ενήμερους στα δάνεια αυτά δανειολήπτες δημόσιους υπαλλήλους και σε όσους δικαιούνται να λάβουν δάνεια από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και με τους όρους και εξασφαλίσεις που χορηγεί το ίδιο τα δάνεια του.» 4. Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 42 του ν. 2093/1992 αντικαθίσταται, ως εξής: «Ο χρόνος που απαιτείται για τους μόνιμους δημόσιους υπαλλήλους και όσους δικαιούνται να λάβουν δάνεια από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, έγγαμους ή άγαμους, για απόκτηση κατοικίας ή επισκευή, βελτίωση, επέκταση υφιστάμενης τοιαύτης, ορίζεται σε δύο έτη από το διορισμό τους.» 5. Η παράγραφος 1 του άρθρου 18 του ν. 3470/2006 εφαρμόζεται από την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου και στα δάνεια που έχουν χορηγηθεί από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων μέχρι 27.6.2006. 6. Με αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου, μετά από αίτηση του υπόχρεου, μπορούν να καθορίζονται όροι εξυπηρέτησης, επί μέρους συμφωνίες των δανειακών συμβάσεων και η διευθέτηση των τόκων υπερημερίας των μη κανονικά εξυπηρετούμενων οποιουδήποτε είδους δανείων, που έχει χορηγήσει προς φυσικά πρόσωπα το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Με τη ρύθμιση της παρούσας παραγράφου δεν θίγονται μέτρα ληφθέντα για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων κατ' εφαρμογή των διατάξεων του Κ.Ε.Δ.Ε. ούτε απαιτείται ειδική σχετική σημείωση στα βιβλία του οικείου υποθηκοφυλακείου ή κτηματολογικού γραφείου. 7. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μετά από σύμφωνη γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, μπορεί να μεταβιβάζεται στον Πρόεδρο ή στο νόμιμο αναπληρωτή του η αρμοδιότητα καθορισμού ειδικού επιτοκίου καταθέσεων σε νομικά ή φυσικά πρόσωπα, εντός των ορίων που καθορίζει εκάστοτε το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου. Αρθρο 26 Τροποποίηση διατάξεων του ν. 1667/1986 1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 3 του ν. 1667/1986 (ΦΕΚ 196 Α) αντικαθίσταται ως εξής: «3. Το καταστατικό μπορεί να επιτρέπει την απόκτηση από κάθε συνεταίρο έως πέντε προαιρετικών μερίδων, εκτός από την υποχρεωτική μερίδα. Προκειμένου για καταναλωτικούς συνεταιρισμούς, το καταστατικό μπορεί να επιτρέπει την απόκτηση από κάθε συνεταίρο μέχρι εκατό προαιρετικών μερίδων, για μεταφορικούς ναυτιλιακούς συνεταιρισμούς μέχρι το 1% του συνόλου των συνεταιριστικών μερίδων, για πιστωτικούς συνεταιρισμούς μέχρι χιλίων πεντακοσίων και μίας προαιρετικών μερίδων και για πιστωτικούς συνεταιρισμούς που λειτουργούν ως πιστωτικά ιδρύματα ο αριθμός των χιλίων πεντακοσίων και μίας προαιρετικών μερίδων μπορεί να ανέλθει μέχρι το 2% του συνόλου των συνεταιριστικών μερίδων. Επιτρέπεται επίσης να ορίζει, χωρίς περιορισμό, τον αριθμό των προαιρετικών μερίδων που μπορεί να αποκτήσουν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Η αξία κάθε προαιρετικής μερίδας είναι ίση με την αξία της υποχρεωτικής.» 2. Στο τέλος της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του ν. 1667/1986, προστίθενται εδάφια ως εξής: «Επιτρέπεται η ενεχύραση μερίδων για την εξασφάλιση πιστώσεων παρεχομένων αποκλειστικά σε μέλη του, από πιστωτικό συνεταιρισμό που λειτουργεί ως πιστωτικό ίδρυμα, στο πλαίσιο των τρεχουσών συναλλαγών του. Στο πλαίσιο της διαδικασίας έγκρισης του καταστατικού κάθε πιστωτικού συνεταιρισμού που λειτουργεί με τη μορφή πιστωτικού ιδρύματος, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να θέτει ειδικά κατά περίπτωση όρια.» 3. Στο άρθρο 3 του ν. 1667/1986 προστίθεται παράγραφος 6, ως εξής: «6. Το καταστατικό πιστωτικού συνεταιρισμού που λειτουργεί ως πιστωτικό ίδρυμα, δύναται να περιέχει διατάξεις με τις οποίες: α) Παρέχεται η δυνατότητα μετατροπής ομολόγων που εκδίδει ο εν λόγω πιστωτικός συνεταιρισμός σε συνεταιριστικές μερίδες, τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου 3. Για τον προσδιορισμό της τιμής μετατροπής του ομολόγου σε συνεταιριστική μερίδα, ισχύουν οι διατάξεις του παρόντος νόμου για την κτήση συνεταιριστικών μερίδων, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο καταστατικό της συνεταιριστικής τράπεζας. β) Το κατά τα ανωτέρω δικαίωμα μετατροπής ομολόγων σε συνεταιριστική μερίδα δύναται να ασκήσει και άλλο πρόσωπο καθοριζόμενο από τον ομολογιούχο συνεταίρο, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο καταστατικό του συνεταιρισμού. Για την απόκτηση από το εν λόγω πρόσωπο της ιδιότητας του συνεταίρου ισχύουν οι κανόνες του παρόντος νόμου για την απόκτηση της συνεταιριστικής ιδιότητας, σε συνδυασμό με τις σχετικές διατάξεις του καταστατικού της συνεταιριστικής Τράπεζας. Η άσκηση του δικαιώματος μετατροπής ομολόγων σε συνεταιριστικές μερίδες, καθώς και η μεταβίβαση του δικαιώματος αυτού απαλλάσσονται παντός φόρου ή τέλους.» 4. Η παράγραφος 2 του άρθρου 4 του ν. 1667/1986, όπως ισχύει, συμπληρώνεται ως ακολούθως: «2. Ο συνεταίρος συμμετέχει στη Γενική Συνέλευση με μία μόνο ψήφο ανεξάρτητα από τον αριθμό των συνεταιριστικών μερίδων που διαθέτει. Στους πιστωτικούς συνεταιρισμούς που λειτουργούν ως πιστωτικά ιδρύματα, ο αριθμός ψήφων μπορεί να καθορίζεται σε συνάρτηση προς τον αριθμό των μερίδων. Η σχέση μεταξύ αριθμού μερίδων και αριθμού ψήφων καθορίζεται με το καταστατικό. Οι ψήφοι ενός μέλους δεν μπορεί να είναι περισσότερες από πέντε ούτε να υπερβαίνουν το 2% του συνολικού αριθμού ψήφων.» 5. Η παράγραφος 7 του άρθρου 5 του ν. 1667/1986, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «7. Τις εκλογές για την ανάδειξη των μελών των οργάνων του συνεταιρισμού διενεργεί εφορευτική επιτροπή, που εκλέγεται από τη Γενική Συνέλευση των μελών και αποτελείται από τρία τουλάχιστον μέλη. Στις εκλογές συνεταιρισμών με πάνω από πεντακόσια μέλη ορίζονται εκλογικά κέντρα, τα οποία μπορούν να βρίσκονται και στις έδρες των περιφερειακών εγκαταστάσεων και σε καθένα από αυτά παρίσταται δικαστικός αντιπρόσωπος διοριζόμενος από τον Προϊστάμενο του Πρωτοδικείου της περιφέρειας της έδρας που λειτουργούν τα εκλογικά κέντρα. Σε περίπτωση έλλειψης επαρκούς αριθμού δικαστικών λειτουργών, μπορεί να διορίζονται δικηγόροι, ύστερα από πρόταση του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου.» 6. Η παράγραφος 1 του άρθρου 7 του ν. 1667/1986, όπως ισχύει, αντικαθίσταται, ως εξής: «1. Το Διοικητικό Συμβούλιο αποτελείται από πέντε τουλάχιστον μέλη που εκλέγονται από τη Γενική Συνέλευση. Αν στο συνεταιρισμό εργάζονται περισσότερα από είκοσι μη μέλη του συνεταιρισμού ή αν το προβλέπει το καταστατικό, το ένα τουλάχιστον από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου εκλέγεται από τους εργαζόμενους αυτούς. Το μέλος αυτό χάνει τη θέση του στο Διοικητικό Συμβούλιο αν πάψει να εργάζεται στο συνεταιρισμό. Στους πιστωτικούς συνεταιρισμούς που λειτουργούν ως πιστωτικά ιδρύματα, το Διοικητικό Συμβούλιο αποτελείται από επτά τουλάχιστον μέλη. Με πρόσκληση του Συμβούλου που πλειοψήφησε, το Διοικητικό Συμβούλιο συνέρχεται και εκλέγει με μυστική ψηφοφορία τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο, τον Γραμματέα και τον Ταμία. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου συγκροτείται η προβλεπόμενη από το άρθρο 37 του ν. 3693/2008 τριμελής επιτροπή ελέγχου, που αποτελείται από τον Πρόεδρο που είναι ανεξάρτητο μη εκτελεστικό μέλος με επαρκείς γνώσεις σε θέματα λογιστικής και ελεγκτικής και δύο μέλη που είναι μη εκτελεστικά. Η απόφαση αυτή του Διοικητικού Συμβουλίου εισάγεται προς έγκριση στην επόμενη Γενική Συνέλευση. Μέχρι τότε η επιτροπή ασκεί κανονικά τα καθήκοντα της. Το Διοικητικό Συμβούλιο μέσα σε ένα μήνα πρέπει να δηλώσει την εκλογή του για καταχώρηση στο οικείο μητρώο συνεταιρισμών Η διάρκεια της θητείας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου ορίζεται με το καταστατικό και δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των τεσσάρων ετών ούτε μικρότερη των δύο ετών.» 7. Η παράγραφος 1 του άρθρου 9 του ν. 1667/1986, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: «1. Ο συνεταιρισμός τηρεί τα βιβλία που προβλέπει η φορολογική νομοθεσία και επιπλέον: α) Βιβλίο μητρώου των μελών στο οποίο καταχωρίζονται με χρονολογική σειρά η ημερομηνία εγγραφής, το ονοματεπώνυμο, το πατρώνυμο, η διεύθυνση κατοικίας, ο αριθμός των μερίδων και η αξία τους και η χρονολογία τυχόν διαγραφής των μελών. Σε συνεταιρισμούς με περισσότερα από χίλια (1.000) μέλη, το μητρώο των μελών τηρείται υποχρεωτικά ηλεκτρονικά. Η τήρηση του ηλεκτρονικού μητρώου ελέγχεται από την Επιτροπή Ελέγχου του Διοικητικού Συμβουλίου. β) Βιβλίο πρακτικών της Γενικής Συνέλευσης. γ) Βιβλίο πρακτικών συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου. δ) Βιβλίο πρακτικών συνεδριάσεων του εποπτικού Συμβουλίου.» Αρθρο 27 Εξόφληση προμηθειών νοσοκομείων και ρυθμίσεις θεμάτων σχετικών διαγωνισμών 1. Οφειλές των νοσοκομείων του ΕΣΥ, του Ωνάσειου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου, του ΠΓΝ Παπαγεωργίου, του Αιγινήτειου Νοσοκομείου Αθηνών, του Αρεταιειου Νοσοκομείου Αθηνών και του ΟΚΑΝΑ, που έχουν προκύψει από την προμήθεια φαρμάκων, υγειονομικού υλικού, χημικών αντιδραστηρίων και ορθοπεδικού υλικού, και για τις οποίες έχουν εκδοθεί τα προβλεπόμενα κατά περίπτωση τιμολόγια και δελτία αποστολής από 1.1.2007 έως και 31.12.2009, δύναται να εξοφληθούν άμεσα με την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών εκκαθάρισης, έκδοσης και θεώρησης των σχετικών τίτλων πληρωμής, σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά περίπτωση διατάξεις, ως ακολούθως: α) Οφειλές των ετών 2007, 2008 και 2009 και μέχρι συνολικού ποσού τιμολογίων 200.000 ευρώ ανά προμηθευτή, εξοφλούνται με την έκδοση χρηματικού εντάλματος. β) Λοιπές οφειλές του έτους 2007 και μέχρι συνολικού ποσού τιμολογίων 1.100.000.000 ευρώ, εξοφλούνται με ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου ετήσιας διάρκειας και μηδενικού επιτοκίου, που θα εκδοθούν εντός του τρέχοντος έτους. γ) Λοιπές οφειλές του έτους 2008 και μέχρι συνολικού ποσού τιμολογίων 2.200.000.000 ευρώ, εξοφλούνται με ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου διετούς διάρκειας και μηδενικού επιτοκίου, που θα εκδοθούν εντός του τρέχοντος έτους. δ) Λοιπές οφειλές του έτους 2009 και μέχρι συνολικού ποσού τιμολογίων 2.040.000.000 ευρώ, εξοφλούνται με ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου τριετούς διάρκειας και μηδενικού επιτοκίου, που θα εκδοθούν εντός του έτους 2010. Τα ανωτέρω όρια μειώνονται με τα ποσά των βεβαιωμένων υπέρ του Δημοσίου και των Ασφαλιστικών Φορέων οφειλών, καθώς και με τα ποσά των κατά περίπτωση υπέρ τρίτων κρατήσεων. 2. Ο τρόπος εξόφλησης των ανωτέρω οφειλών εφαρμόζεται εφόσον οι προμηθευτές υποβάλλουν μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος: α) Αίτηση προς την αρμόδια Οικονομική Υπηρεσία των φορέων της προηγούμενης παραγράφου για την εξόφληση των απαιτήσεων τους που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της με τον τρόπο που ορίζεται ανωτέρω. Η αίτηση περιλαμβάνει επί ποινή απαραδέκτου της, όλες τις απαιτήσεις του προμηθευτή έναντι του φορέα στον οποίο υποβάλλει την αίτηση για καθένα από τα έτη που προβλέπονται στις περιπτώσεις α, β, γ' και δ' της προηγούμενης παραγράφου. β) Υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1558/1986 (ΦΕΚ 75 Α) με την οποία ο αιτών προμηθευτής παραιτείται χωρίς επιφύλαξη από οποιαδήποτε άλλη αξίωση η οποία πηγάζει από την ίδια αιτία συμπεριλαμβανομένης και της αξίωσης για την καταβολή οποιουδήποτε είδους τόκων, για τα ως άνω έτη και μέχρι την εξόφληση κατά τα οριζόμενα ανωτέρω. 3. Το ακριβές ύψος των οφειλών προς κάθε προμηθευτή, που εξοφλείται με ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, καθορίζεται με βάση τα χρηματικά εντάλματα πληρωμής ή άλλων κατά περίπτωση τίτλων πληρωμής θεωρημένων από τα αρμόδια όργανα και αφορούν το πληρωτέο στον δικαιούχο ποσό. 4. Η εξόφληση των οφειλών προς τους προμηθευτές πραγματοποιείται με τη σύνταξη από τους φορείς της παραγράφου 1, καταστάσεων ανά δικαιούχο και έτος έκδοσης των τιμολογίων και δελτίων αποστολής, στις οποίες περιλαμβάνονται όλες οι ρυθμιζόμενες απαιτήσεις, με βάση τις οποίες διενεργείται και η παράδοση των ομολόγων. Οι καταστάσεις υπογράφονται από τους δικαιούχους κατά την παραλαβή των ομολόγων και επέχουν θέση εξοφλητικής απόδειξης των σχετικών χρηματικών ενταλμάτων ή των τυχόν άλλων τίτλων πληρωμής. 5. α) Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι όροι, οι προύποθέσεις, ο τύπος, η διαδικασία και κάθε σχετικό θέμα που αφορά την έκδοση των χρηματικών ενταλμάτων και την έκδοση και διάθεση των ομολόγων των περιπτώσεων α', β', γ' και δ' της παραγράφου 1, καθώς και ο φορέας απόδοσης, η διαδικασία, ο τρόπος και κάθε σχετικό θέμα για την απόδοση των κρατήσεων υπέρ του Δημοσίου, των Ασφαλιστικών Φορέων και τρίτων και την κάλυψη της σχετικής δαπάνης. β) Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και θρησκευμάτων και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης μπορεί να καθορίζονται οι προύποθέσεις και η διαδικασία με την οποία δύναται να ανατίθεται σε τράπεζες το έργο της συγκέντρωσης και εξόφλησης των, κατά τις προηγούμενες παραγράφους, οφειλών με ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου. 6. Η αξία των ομολόγων που εκδίδονται σύμφωνα με τους όρους και τη διαδικασία των προηγούμενων παραγράφων, αποτελεί έσοδο των φορέων της παραγράφου 1 και εγγράφεται ως ισόποση πίστωση στον προϋπολογισμό του έτους έκδοσης των ομολόγων χωρίς να απαιτείται τροποποίηση του προϋπολογισμού του φορέα. 7. Το κόστος της προεξόφλησης των ανωτέρω ομολόγων εντάσσεται στα φορολογικώς εκπιπτόμενα έξοδα από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων των προμηθευτών, κατά τη διαχειριστική περίοδο προεξόφλησης τους. 8. Οι απαιτήσεις των φορέων της παραγράφου 1 έναντι του ΙΚΑ, του ΟΑΕΕ, του ΟΠΑΔ, του ΟΓΑ και του Οίκου Ναύτη οι οποίες έχουν προκύψει από υγειονομική περίθαλψη ασφαλισμένων τους μέχρι 31.12.2009, εκχωρούνται από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου προς το Δημόσιο. Το ύψος των εν λόγω οφειλών και η διαδικασία της εκχώρησης προσδιορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. 9. Για λόγους διασφάλισης του δημοσίου συμφέροντος και προστασίας της δημόσιας υγείας, θεωρούνται νόμιμες οι δαπάνες που απαιτούνται για την εξόφληση υποχρεώσεων που απορρέουν από προμήθειες των νοσοκομείων του Εθνικού Συστήματος Υγείας, συμπεριλαμβανομένων των ψυχιατρικών και των πανεπιστημιακών κλινικών, των Νοσοκομείων «Αρεταίειο» και «Αιγινίτειο», του Ωνάσειου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου και του Νοσοκομείου «Παπαγεωργίου» της Θεσσαλονίκης και των νοσοκομείων και των υγειονομικών μονάδων ΙΚΑ, οι οποίες προμήθειες διενεργήθηκαν μέχρι την κατάθεση του παρόντος νόμου στη Βουλή, δυνάμει απευθείας αναθέσεων λόγω επειγουσών αναγκών ή παρατάσεων των συμβάσεων μεταξύ των ανωτέρω φορέων και των προμηθευτών, καθώς και δυνάμει των κοινών υπουργικών αποφάσεων που εκδόθηκαν βάσει των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του ν. 2955/2001 (ΦΕΚ 256 Α), μέχρι την κατάργηση της από το άρθρο 37 του ν. 3784/2009 (ΦΕΚ 137 Α). 10. Από 1.6.2010 εξουσιοδοτούνται οι φορείς του άρθρου 9 του ν. 3580/2007 για τη διενέργεια των διαγωνισμών του εγκεκριμένου με την αριθ. 1/1.2.2010 κ.υ.α. (ΦΕΚ 99 Β) Ενιαίου Προγράμματος Προμηθειών τους, του 2010, εντός του τρέχοντος έτους, με την προϋπόθεση τήρησης των όρων της παρ. 2 του άρθρου 24 του ν. 3846/2010 και της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 3580/2007, καθώς και για κάθε άλλη νόμιμη ενέργεια για την προμήθεια των αναφερόμενων στο εγκεκριμένο Ενιαίο Πρόγραμμα Προμηθειών 2010 υλικών και υπηρεσιών, από τη δημοσίευση του παρόντος και καθ' όλη τη διάρκεια του έτους. Εξαιρούνται οι διαγωνισμοί που αναφέρονται στην παρ. 4 του άρθρου 24 του ν. 3846/2010. 11. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου οι διοικήσεις των φορέων του άρθρου 9 του ν. 3580/2007 έχουν την αρμοδιότητα να αποφασίσουν χωρίς προηγούμενη έγκριση σκοπιμότητας από άλλο όργανο, για την εκτέλεση έργων βελτίωσης της κτιριακής υποδομής και των χώρων των ως άνω φορέων, καθώς και για την υλοποίηση μελετών, την προμήθεια ιατροτεχνολογικού και ξενοδοχειακού εξοπλισμού, καθώς και ιατροτεχνολογικών προϊόντων και την ανάθεση υπηρεσιών και μέχρι του ποσού των 45.000 ευρώ. Στις ανωτέρω προμήθειες θα γίνεται απολογιστικός έλεγχος από την Επιτροπή Προμηθειών Υγείας ή από τους εξουσιοδοτημένους προς τούτο φορείς. 12. Σε κάθε διαγωνισμό ή πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την προμήθεια ιατροτεχνολογικών προϊόντων και συναφών προς τις προμήθειες αυτές υπηρεσιών, που προκηρύσσεται από την έναρξη ισχύος του παρόντος και εφεξής, καθώς και σε όμοιους διαγωνισμούς που έχουν προκηρυχθεί και δεν έχει λήξει η προθεσμία υποβολής τεχνικών ή οικονομικών προσφορών, οι υποψήφιοι ανάδοχοι υποχρεούνται, επί ποινή απαραδέκτου της προσφοράς τους, να υποβάλλουν υπεύθυνη δήλωση με τις τρεις χαμηλότερες τιμές των προϊόντων ή των υπηρεσιών που προσφέρονται, στα άλλα κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οικονομικές προσφορές ανώτερες από το μέσο όρο των τιμών του προηγούμενου εδαφίου απαγορεύεται να γίνονται δεκτές από τον φορέα που διενεργεί το διαγωνισμό. Μέχρι την ολοκλήρωση των διαγωνισμών, καθώς και στις περιπτώσεις που έχουν λήξει συμβάσεις ή παρατάσεις προμήθειας ιατροτεχνολογικών προϊόντων και συναφών με αυτές υπηρεσιών, η καθ' οιονδήποτε τρόπο διαπραγμάτευση γίνεται με βάση τη χαμηλότερη τιμή της εγχώριας αγοράς όπως καταγράφεται στο παρατηρητήριο του άρθρου 24 του ν. 3846/2010. 13. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού.

Αρθρο 28 Εναρξη ισχύος Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από τις επί μέρους διατάξεις του.

Λευκάδα, 31 Ιουλίου 2010

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΑΓΚΟΥΣΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΛΟΥΚΙΑ ΤΑΡΣΙΤΣΑ ΚΑΤΣΕΛΗ ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΟΒΕΡΔΟΣ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ Μ.-ΕΛ. ΞΕΝΟΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΧΑΡ. ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους Αθήνα, 31 Ιουλίου 2010 Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ