Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

Η απολογία στην πειθαρχική διαδικασία και η απαρίθμηση των πειθαρχικών παραπτωμάτων

Σύμφωνα με τα άρθρα 134 και 135 του ν. 3528/2007 Κώδικα Δημοσίων Υπαλλήλων και Υπαλλήλων σε ΝΠΔΔ (στο εξής ΥΚ), όπως ισχύει σήμερα, για το ζήτημα της απολογίας δημοσίου υπαλλήλου θεσπίζονται τα εξής: 

Άρθρο 134

Κλήση σε Απολογία

«1.    Πειθαρχική ποινή δεν  επιβάλλεται, εάν ο υπάλληλος δεν κληθεί προηγουμένως σε απολογία. Η εξέταση του διωκομένου κατά το στάδιο της ένορκης διοικητικής εξέτασης ή της πειθαρχικής ανάκρισης δεν αναπληρώνει την κλήση σε απολογία.

 2. Στην κλήση σε απολογία καθορίζεται σαφώς το αποδιδόμενο πειθαρχικό παράπτωμα και τάσσεται εύλογη προθεσμία για απολογία. Η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να είναι βραχύτερη από δύο (2) ημέρες, όταν ο υπάλληλος καλείται σε απολογία από τον πειθαρχικώς προϊστάμενο και από τρεις (3) ημέρες όταν αυτός καλείται από συμβούλιο. Η προθεσμία για απολογία μπορεί να παραταθεί μία μόνο φορά και έως το τριπλάσιο της αρχικής προθεσμίας μετά από αιτιολογημένη έγγραφη αίτηση του διωκομένου. Εκπρόθεσμη απολογία λαμβάνεται υποχρεωτικώς υπόψη, εφόσον υποβάλλεται πριν από την έκδοση της απόφασης. Η παράλειψη της κλήσης σε απολογία καλύπτεται από την υποβολή έγγραφης απολογίας.

 3. Όταν μετά την κλήση του διωκομένου σε απολογία ακολουθεί παραπομπή σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 118 του παρόντος σε ανώτερο πειθαρχικώς προϊστάμενο ή στο πειθαρχικό συμβούλιο ή στα όργανα του άρθρου 119 του παρόντος, δεν απαιτείται νέα κλήση σε απολογία.

 4. Μετά την κλήση σε απολογία η υπόθεση περατούται με την έκδοση απόφασης.»

 Άρθρο 135

 Απολογία

 «1.  Η απολογία υποβάλλεται εγγράφως. Ενώπιον συλλογικού πειθαρχικού οργάνου επιτρέπεται στον διωκόμενο και η προφορική συμπληρωματική απολογία.

 2.    Η απολογία παραδίδεται με απόδειξη στο όργανο, το οποίο καλεί σε απολογία. Μπορεί όμως και να αποσταλεί ταχυδρομικώς με συστημένη επιστολή. Στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου το εμπρόθεσμο της υποβολής της κρίνεται από το χρόνο της ταχυδρόμησης.

 3.    Πριν από την απολογία ο διωκόμενος έχει δικαίωμα να λάβει γνώση και αντίγραφα, με δαπάνες του, του φακέλου της πειθαρχικής υπόθεσης. Το γεγονός ότι έλαβε γνώση αποδεικνύεται με πράξη η οποία υπογράφεται από τον υπάλληλο, ο οποίος τηρεί το φάκελο και τον διωκόμενο ή μόνο από τον πρώτο, αν ο δεύτερος αρνηθεί να υπογράψει. Αν ο διωκόμενος υπάλληλος δεν υπηρετεί στην έδρα του οργάνου που τον καλεί σε απολογία, του χορηγείται σχετική άδεια.

 4.      Με την απολογία του ο υπάλληλος έχει δικαίωμα να ζητήσει εύλογη προθεσμία για να υποβάλει έγγραφα στοιχεία. Η παροχή της προθεσμίας και η διάρκεια της εναπόκειται στην κρίση του οργάνου το οποίο τον καλεί σε απολογία."


Ενόψει των ανωτέρω, είναι εμφανές ότι απαγορεύεται η έκδοση πειθαρχικής καταδικαστικής απόφασης, χωρίς να κληθεί προηγουμένως ο υπάλληλος σε απολογία. Κατά αυτόν τον τρόπο, η απολογία ορίζεται ως απαραίτητος ουσιώδης τύπος της διαδικασίας μόνο για την έκδοση απόφασης κατά πρώτο βαθμό (ΣτΕ 3032/1988, 8/1992, 1638/1995, 1222/1996). Η απολογία συνδέεται άμεσα με την εφαρμογή του τεκμηρίου αθωότητας, ενώ πρέπει να είναι προηγούμενη και έγκαιρη.

Περαιτέρω, το δικαίωμα της απολογίας του εργαζομένου περιλαμβάνει την έγκαιρη κλήση του διωκομένου προς αυτήν, τη δυνατότητα του εργαζομένου να λάβει γνώση των καταλογιζόμενων πραγματικών περιστατικών, του αποδιδόμενου παραπτώματος και του συλλεγέντος αποδεικτικού υλικού, να του χορηγηθούν εγκαίρως αντίγραφα των εγγράφων του πειθαρχικού φακέλου, να λάβει εύλογη προθεσμία για να προετοιμάσει την απολογία του, να παρασταθεί -σύμφωνα με την αρχή της αμεσότητας- ενώπιον του πειθαρχικού οργάνου και, εφόσον το επιθυμεί, με τη συνδρομή δικηγόρου, να παράσχει εξηγήσεις και διευκρινίσεις που θα του ζητηθούν, να αμφισβητήσει και να αντικρούσει την αποδιδόμενη κατηγορία, να σχολιάσει τους ισχυρισμούς που τον ενοχοποιούν και το συλλεγέν αποδεικτικό υλικό που στηρίζει την κατηγορία, να προσκομίσει υπερασπιστικά αποδεικτικά μέσα, να προτείνει μάρτυρες, να υποβάλει έγγραφο υπόμνημα με τις θέσεις του, να προβάλει και να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς του προς το σκοπό της υπεράσπισής του, να προβεί σε συμπληρωματική απολογία κ.λπ. (Θεμελιώδεις αρχές του πειθαρχικού δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα 2016, Κ. Δημαρέλλης).

Συνεπώς, η αρχή της απολογίας του πειθαρχικά διωκομένου θεσπίζει υποχρέωση του πειθαρχικού οργάνου και, αντίστοιχα, δικαίωμα του εργαζομένου να κληθεί για να παραστεί στην πειθαρχική δίκη και να υποβάλει, προφορικώς ή εγγράφως, τις θέσεις του για την αντίκρουση της κατηγορίας. Η μη τήρηση της υποχρέωσης αυτής επιφέρει έλλειψη νομιμότητας της πειθαρχικής απόφασης, ενώ η άσκηση του δικαιώματος αποτελεί ευχέρεια του εργαζομένου.

 

Απαρίθμηση πειθαρχικών παραπτωμάτων στο άρθρο 107 ΥΚ

1. Πειθαρχικά παραπτώματα είναι:

α) πράξεις με τις οποίες εκδηλώνεται άρνηση αναγνώρισης του Συντάγματος ή έλλειψη αφοσίωσης στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία,

β) κάθε παράβαση υπαλληλικού καθήκοντος που προσδιορίζεται από τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν στον υπάλληλο οι κείμενες διατάξεις, εντολές και οδηγίες. Το υπαλληλικό καθήκον σε καμία περίπτωση δεν επιβάλλει στον υπάλληλο πράξη ή παράλειψη που να αντίκειται προς τις διατάξεις του Συντάγματος και των νόμων, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 25 του παρόντος,

γ) η παράβαση καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους,

δ) η απόκτηση οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ιδίου του υπαλλήλου ή τρίτου προσώπου, κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών,

 ε) η αναξιοπρεπής ή ανάρμοστη ή ανάξια για υπάλληλο συμπεριφορά εντός ή εκτός υπηρεσίας. Ειδική περίπτωση παρόμοιας συμπεριφοράς αποτελεί οποιαδήποτε πράξη κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή οποιαδήποτε πράξη οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, στην οποία ενέχεται εκπαιδευτικός ή υπάλληλος που υπηρετεί σε σχολείο,

στ) η παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας,

«ζ) η παραβίαση της αρχής της ισότητας, των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης, σύμφωνα με τον ν. 3896/2010, και η χρήση γλώσσας έμφυλης διάκρισης, κατά την άσκηση των καθηκόντων.».

η) η παραβίαση της υποχρέωσης εχεμύθειας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26* του παρόντος,

θ) η σοβαρή απείθεια, 

ι) η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων,

ια) η παραβίαση των υποχρεώσεων του άρθρου 27** του παρόντος, καθώς και η αδικαιολόγητη προτίμηση νεότερων υποθέσεων με παραμέληση παλαιότερων,

ιβ) η άρνηση παροχής πληροφόρησης στους πολίτες και τις αρχές,

 ιγ) η προδήλως αδικαιολόγητη μη εξυπηρέτηση των πολιτών και η υπαίτια μη έγκαιρη διεκπεραίωση των υποθέσεών τους, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις,

ιδ) η χρησιμοποίηση της δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας ή πληροφοριών που κατέχει ο υπάλληλος λόγω της υπηρεσίας ή της θέσης του, για εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων του ίδιου ή τρίτων προσώπων,

ιε) η αδικαιολόγητη άρνηση προσέλευσης για ιατρική εξέταση,

 ιστ) η άμεση ή μέσω τρίτου προσώπου συμμετοχή σε δημοπρασία την οποία διενεργεί επιτροπή, μέλος της οποίας είναι ο υπάλληλος ή όταν η επιτροπή αυτή υπάγεται στην αρχή στην οποία ο υπάλληλος υπηρετεί,

 ιζ) η κακόβουλη άσκηση κριτικής των πράξεων της προϊσταμένης αρχής που γίνεται δημοσίως, γραπτώς ή προφορικώς, με σκόπιμη χρήση εν γνώσει εκδήλως ανακριβών στοιχείων ή με χαρακτηριστικά απρεπείς εκφράσεις,

ιη) η άρνηση σύμπραξης, συνεργασίας, χορήγησης στοιχείων ή εγγράφων κατά τη διεξαγωγή έρευνας, επιθεώρησης ή ελέγχου από Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές, τον Διοικητή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας και τα ιδιαίτερα Σώματα και Υπηρεσίες Επιθεώρησης και Ελέγχου,

ιθ) η αδικαιολόγητα μη έγκαιρη σύνταξη ή η σύνταξη μεροληπτικής έκθεσης αξιολόγησης ή η σύνταξη έκθεσης με κρίσεις ή χαρακτηρισμούς που δεν εξειδικεύονται με αναφορά συγκεκριμένων στοιχείων, κ) η άρνηση ή παρέλκυση εκτέλεσης υπηρεσίας, κα) η χρησιμοποίηση τρίτων προσώπων για την απόκτηση υπηρεσιακής εύνοιας ή την πρόκληση ή ματαίωση εντολής της υπηρεσίας,

κβ) η σύναψη στενών κοινωνικών σχέσεων με πρόσωπα, με αφορμή το χειρισμό θεμάτων αρμοδιότητας του υπαλλήλου από την αντιμετώπιση των οποίων εξαρτώνται ουσιώδη συμφέροντα των προσώπων αυτών, κγ) η φθορά λόγω ασυνήθιστης χρήσης, η εγκατάλειψη ή η παράνομη χρήση πράγματος το οποίο ανήκει στην υπηρεσία,

κδ) η παράλειψη από τα πειθαρχικά όργανα δίωξης και τιμωρίας πειθαρχικού παραπτώματος, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 110 του παρόντος,

κε) η άσκηση εργασίας ή έργου με αμοιβή χωρίς προηγούμενη άδεια της υπηρεσίας,

κστ) η απλή απείθεια, 

κζ) η μη τήρηση του ωραρίου από τον υπάλληλο και η παράλειψη του προϊσταμένου να ελέγχει την τήρησή του,

κη) η αμέλεια ή ατελής εκπλήρωση του υπηρεσιακού καθήκοντος,

κθ) η άρνηση συνεργασίας με τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών (Κ.Ε.Π.) και η μη εφαρμογή των διατάξεων περί απλούστευσης των διαδικασιών και καταπολέμησης της γραφειοκρατίας,

λ) το ειδικό πειθαρχικό παράπτωμα που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 130 του παρόντος νόμου, λα) το ειδικό πειθαρχικό παράπτωμα που προβλέπεται στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 144 του παρόντος νόμου,

λβ) Το ειδικό πειθαρχικό παράπτωμα που προβλέπεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 3 του ν. 3861/2010 (Α` 112).».

λγ) η κατάθεση, η χρήση, η συμπερίληψη και η διατήρηση στον ατομικό υπηρεσιακό φάκελο υπαλλήλου, πλαστού, νοθευμένου ή παραποιημένου πιστοποιητικού ή τίτλου ή βεβαιώσεως.

 2. Διατάξεις που ορίζουν ειδικά πειθαρχικά παραπτώματα διατηρούνται σε ισχύ.

 3. Σε καμιά περίπτωση δεν συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά ή αναξιοπρεπή ή ανάξια για υπάλληλο διαγωγή κατά την έννοια της περίπωσης ε` της παρ. 1 του παρόντος άρθρου η άσκηση συνδικαλιστικής, πολιτικής ή κοινωνικής δράσης.

_________________________________________________________

* Άρθρο 26

Εχεμύθεια

1. Ο υπάλληλος οφείλει να τηρεί εχεμύθεια για θέματα που χαρακτηρίζονται ως απόρρητα από τις κείμενες διατάξεις. Οφείλει επίσης να τηρεί εχεμύθεια σε κάθε περίπτωση που αυτό επιβάλλεται από την κοινή πείρα και λογική, για γεγονότα ή πληροφορίες των οποίων λαμβάνει γνώση κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή επ’ ευκαιρία αυτών.

2. Η υποχρέωση εχεμύθειας δεν αντιτάσσεται στις περιπτώσεις που προβλέπεται δικαίωμα των πολιτών να λαμβάνουν γνώση των διοικητικών εγγράφων.

3. Μαρτυρία ή πραγματογνωμοσύνη για θέματα απόρρητα επιτρέπεται μόνο με άδεια του οικείου Υπουργού.

4. Ο υπάλληλος που έχει χαρακτηρισθεί ως μάρτυς δημοσίου συμφέροντος κατά το άρθρο 45Β του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, δεν παραλείπεται σε διαδικασία προαγωγής ούτε υπόκειται σε οποιαδήποτε πειθαρχική διαδικασία ή τιμωρείται, απολύεται ή καθ` οιονδήποτε τρόπο υφίσταται άλλη δυσμενή διακριτική μεταχείριση αμέσως ή εμμέσως και ιδίως σε θέματα υπηρεσιακής εξέλιξης, μετακίνησης ή τοποθέτησης, κατά τη διάρκεια του αναγκαίου για τη δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης χρόνου.


** Άρθρο 27

Συμπεριφορά υπαλλήλου

1. Ο υπάλληλος οφείλει να συμπεριφέρεται εντός και εκτός της υπηρεσίας κατά τρόπο ώστε να καθίσταται άξιος της κοινής εμπιστοσύνης.

2. Ο υπάλληλος οφείλει κατά την άσκηση των καθηκόντων του να συμπεριφέρεται με ευπρέπεια στους διοικούμενους και να τους εξυπηρετεί κατά τη διεκπεραίωση των υποθέσεων τους.

3. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ο υπάλληλος δεν επιτρέπεται να κάνει διακρίσεις σε όφελος ή σε βάρος των πολιτών, εξαιτίας των πολιτικών, των φιλοσοφικών ή των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων.

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2020

GDPR : Οι αλλαγές και οι ευκαιρίες που ήρθαν μαζί του - άρθρο στην Εφημερίδα Ελευθερία Λάρισας



 Στις 25 Μαΐου 2018 τέθηκε σε εφαρμογή στα κράτη μέλη της Ε.Ε. ο Κανονισμός 2016/679 με τον τίτλο «Γενικός Κανονισμός Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων»  (γνωστός ως GDPR που είχε μάλιστα χρονικό διάστημα προσαρμογής δύο ετών). Στα δύο έτη εφαρμογής του GDPR στην Ελλάδα, ο ιδιωτικός τομέας έδειξε περισσότερη διάθεση προσαρμογής, ωστόσο ταυτόχρονα, σε αυτόν επιβλήθηκαν τα περισσότερα πρόστιμα σε σχέση με το δημόσιο τομέα, ο οποίος εξακολουθεί να υστερεί σημαντικά στα θέματα προστασίας προσωπικών δεδομένων.

 

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ;

Όταν γίνεται λόγος για επεξεργασία προσωπικών δεδομένων εννοούμε οποιαδήποτε ενέργεια αφορά σε πληροφορίες (λ.χ. ονοματεπώνυμο, email, διεύθυνση) που αφορούν ένα πρόσωπο, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η αποθήκευση, η προσαρμογή ή η μεταβολή, η ανάκτηση, η διαγραφή ή η καταστροφή.

 

ΤΙ ΑΛΛΑΞΕ ΜΕ ΤΟΝ GDPR;

Ο Κανονισμός ενίσχυσε τα δικαιώματα των υποκειμένων των προσωπικών δεδομένων, δηλαδή των προσώπων, ενώ αυστηροποίησε τις υποχρεώσεις όλων όσοι επεξεργάζονται προσωπικά δεδομένα, που ονομάζονται υπεύθυνοι επεξεργασίας των δεδομένων και εκτελούντες επεξεργασία. Επίσης, εισήχθησαν νέες διαδικασίες και μέσα για την αποτελεσματικότερη εφαρμογή και τον έλεγχο του σεβασμού των κανόνων προστασίας.

  

ΠΟΙΟΥΣ ΑΦΟΡΑ Ο GDPR;

Η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων πραγματοποιείται τόσο στο δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα (λ.χ. επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες που επεξεργάζονται προσωπικά δεδομένα για τους πελάτες, τους προμηθευτές, το προσωπικό τους). Επιπλέον, ο Κανονισμός αφορά και τις επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους εκτός Ε.Ε., εφόσον επεξεργάζονται προσωπικά δεδομένα υποκειμένων που κατοικούν σε ευρωπαϊκή χώρα, όπως στην Ελλάδα.

 

ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΒΑΣΕΙ GDPR;

Ο Κανονισμός επιβάλλει μια σειρά νέων υποχρεώσεων σε όσους επεξεργάζονται προσωπικά δεδομένα, όπως να εφαρμόζουν την εκ σχεδιασμού και εξ ορισμού προστασία δεδομένων επιλέγοντας κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα, ώστε να τηρούνται οι προδιαγραφές του Κανονισμού και το ενδεδειγμένο επίπεδο ασφάλειας κατά την πραγματοποίηση της επεξεργασίας, να διενεργούν εκτίμηση επιπτώσεων στην προστασία δεδομένων, καθώς και να ορίσουν, εφόσον απαιτείται, υπεύθυνο προστασίας δεδομένων. Κυριαρχεί πλέον η ενισχυμένη αρχή της διαφάνειας, καθώς και η νέα αρχή της λογοδοσίας, σύμφωνα με την οποία ο υπεύθυνος επεξεργασίας φέρει την ευθύνη και πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει τη συμμόρφωσή του με τον GDPR, εφόσον κληθεί από τη νέα Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Ο δε υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να χρησιμοποιεί μόνο εκτελούντες την επεξεργασία που παρέχουν επαρκείς διαβεβαιώσεις για την εφαρμογή κατάλληλων τεχνικών και οργανωτικών μέτρων και η σχέση τους θα πρέπει να αποτυπώνεται λεπτομερώς σε σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως.

 

ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗΣ ΤΟΥ GDPR

Τα πρόστιμα που προβλέπονται για την παράβαση των διατάξεων του GDPR είναι ιδιαιτέρως υψηλά και φθάνουν μέχρι και το 4% του ετήσιου τζίρου της επιχείρησης. Ωστόσο, σε κάποιες περιπτώσεις η σημαντικότερη βλάβη που θα υποστεί μία εταιρεία από την παραβίαση των διατάξεων του GDPR είναι ότι θα πληγεί η φήμη, η αξιοπιστία και το κύρος της.

 

ΟΦΕΛΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΠO ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ GDPR

Πάντως, μέσα από τη διαδικασία συμμόρφωσης στον GDPR, οι επιχειρήσεις μπορούν να αποκομίσουν σημαντικά οφέλη.

 

· Καταρχάς, τους δίνεται η ευκαιρία να κερδίσουν, ή να εμπεδώσουν την εμπιστοσύνη με τους πελάτες και τους συνεργάτες τους μέσα από το σεβασμό τους στα προσωπικά τους δεδομένα.

· Τους δίνεται η δυνατότητα να δημιουργήσουν σχέσεις με τους πελάτες τους, οι οποίες να εδράζονται στη διαφάνεια και την ειλικρίνεια, ώστε να επιτευχθεί ουσιαστικότερη συνεργασία και αποτελεσματικότητα στην επιχειρηματική τους δραστηριότητα.

·  Θα προχωρήσουν σε ξεκαθάρισμα των αρχείων τους, σε αρχειοθέτηση των παλιών ή και καταστροφή τους με αποτέλεσμα την εξοικονόμηση πόρων και πολύτιμου χρόνου, ενώ το νέο αρχείο που θα δημιουργηθεί θα είναι ακριβέστερο και βασισμένο στις απολύτως απαραίτητες πληροφορίες για τη λειτουργία και ανάπτυξη της επιχείρησής τους.

· Μέσα από την εφαρμογή τεχνικών και οργανωτικών μέτρων που ορίζονται στον GDPR τα αρχεία των επιχειρήσεων θα είναι ευκολότερα προσβάσιμα και περισσότερο ασφαλή, προστατευμένα από εξωτερικές απειλές και εκ των έσω διαρροές.

· Με την τήρηση αρχείου δραστηριοτήτων επεξεργασίας και την πραγματοποίηση εκτίμησης επιπτώσεων επί των προσωπικών δεδομένων που ορίζονται στον GDPR, οι επιχειρήσεις θα έχουν στη διάθεσή τους πολύτιμα οργανωτικά εργαλεία που θα αποτυπώνουν τη δραστηριότητά τους και θα βοηθήσουν στην λήψη ορθότερων επαγγελματικών αποφάσεων και εταιρικής πολιτικής.

 

Όσες εν τέλει εταιρίες καταβάλλουν οργανωμένες προσπάθειες συμμόρφωσης με τον GDPR, θα αποκτήσουν συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των υπολοίπων και η ευαισθησία τους στον τομέα των προσωπικών δεδομένων θα εκτιμηθεί δεόντως από συνεργαζόμενες επιχειρήσεις, συνεργάτες, προσωπικό και πελάτες.


Κυριακή 7 Ιουνίου 2020

ΦΟΡΟΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ 400.000 ΕΥΡΩ ΑΚΥΡΩΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ


Με μία σημαντική απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Λάρισας που εκδόθηκε το Μάιο του 2020, ακυρώθηκαν πράξεις ατομικής ειδοποίησης και ταμειακής βεβαίωσης της Δ.Ο.Υ. συνολικού ύψους που προσεγγίζει τις 400.000 ευρώ, μετά από Ανακοπή που κατέθεσε και υποστήριξε με απόλυτη επιτυχία το Δικηγορικό μας Γραφείο.

Είχε προηγηθεί απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας με την οποία ακυρώθηκε πλασματική αποδοχή κληρονομίας (πρόκειται για αποδοχή που επέρχεται μετά την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας των 4 μηνών από το θάνατο του κληρονομούμενου) σε δίκη που είχε εκκινήσει το 2017, μετά από Αγωγή που είχε ασκήσει το Δικηγορικό μας Γραφείο και είχε υποστηρίξει επίσης με απόλυτη επιτυχία σε μία άκρως απαιτητική υπόθεση.
Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τη συνεργάτιδα δικηγόρο Αθηνών του Δικηγορικού μας Γραφείου, Γκολφινοπούλου Μαρία για την πολύτιμη συμβολή της, καθώς και τους εντολείς μας για την εμπιστοσύνη που μας επέδειξαν καθόλη τη διάρκεια της τριετούς δικαστικής διαμάχης.

Παρασκευή 22 Μαΐου 2020

Διαζύγιο - 8 ζητήματα που πρέπει να γνωρίζετε


Εφόσον έχει εξαντληθεί κάθε μέσο, προκειμένου να μην διαλυθεί η οικογένεια, τότε οι σύζυγοι θα πρέπει να σκεφτούν και τη λύση του διαζυγίου. Σε αυτήν την περίπτωση τα μέρη θα πρέπει να σταθμίσουν τις διαθέσιμες επιλογές τους, προκειμένου η διαδικασία του διαζυγίου και αλλαγής των σχέσεών τους μεταξύ τους, καθώς και με τα παιδιά, εφόσον υπάρχουν, να ολοκληρωθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Για το λόγο αυτό, είναι απαραίτητο να διαθέτουν βασικές γνώσεις για τα ζητήματα που προκύπτουν σε ένα διαζύγιο.

  1.  Συναινετικό διαζύγιο
Αποτελεί τη διαδικασία με την οποία λύεται ο γάμος με το βέλτιστο κατά το δυνατό τρόπο, καθώς έχει σημαντικά πλεονεκτήματα από άποψη χρόνου, κόστους, ψυχολογικής επιβάρυνσης και διαδικασίας στα δικαστήρια.

Τη διαδικασία του συναινετικού διαζυγίου αναλαμβάνουν οι δικηγόροι των δύο μερών και απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη έγγραφης συμφωνίας. Εφόσον υπάρχουν ανήλικα τέκνα θα πρέπει στη συμφωνία των δύο μερών να συμπεριληφθούν και τα ζητήματα της επιμέλειας, επικοινωνίας (για το γονέα που δεν θα έχει την επιμέλεια) και διατροφής των ανηλίκων τέκνων. Η συμφωνία αυτή που αφορά τα παιδιά του ζευγαριού ισχύει για δύο (2) έτη τουλάχιστον (εκτός κι αν τα ανήλικα τέκνα ενηλικιώνονται προ της παρόδου της διετίας, οπότε ισχύει μέχρι της ενηλικιώσεώς τους).

Η συμφωνία των δύο μερών υποβάλλεται αρχικά στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου της έδρας του συμβολαιογράφου που θα καταρτίσει τη συμβολαιογραφική πράξη λύσης του γάμου και μετά από 10 ημέρες, υπάρχει η δυνατότητα για τη σύνταξη της ανωτέρω πράξης.
Τη συμβολαιογραφική πράξη υπογράφουν οι σύζυγοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ή μόνον οι τελευταίοι, εφόσον είναι εφοδιασμένοι με ειδικό πληρεξούσιο. Συνεπώς, δεν είναι απαραίτητο για τους δύο συζύγους να είναι παρόντες στο συμβολαιογραφείο.

Η λύση του γάμου επέρχεται με την κατάθεση αντιγράφου της συμβολαιογραφικής πράξης στο ληξιαρχείο όπου έχει καταχωρισθεί η σύσταση του γάμου.

Σε περίπτωση θρησκευτικού γάμου, παραγγέλλεται η λύση αυτού από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών, ύστερα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, η οποία συνοδεύεται από αντίγραφο της συμβολαιογραφικής πράξης.

Τη διαδικασία και πάλι υπάρχει η δυνατότητα να αναλάβουν και να ολοκληρώσουν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των δύο μερών. Η αίτηση με την παραγγελία συνυποβάλλονται στην Ιερά Μητρόπολη στην οποία ανήκει ο ιερός ναός όπου τελέστηκε ο γάμος. Η πνευματική λύση του γάμου είναι υποχρεωτική.

Υπάρχει συνεπώς, ενόψει των ανωτέρω, η δυνατότητα, ο γάμος να λυθεί στο εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα 12 ημερών, αν οι δικηγόροι των δύο μερών και ο συμβολαιογράφος κινηθούν με ταχύτητα και έχουν προετοιμάσει όλα τα απαραίτητα έγγραφα.

  1.  Διαζύγιο με αντιδικία
Στην περίπτωση αυτή, όπως αντιλαμβάνεται κάποιος και από την ονομασία αυτής της μορφής του διαζυγίου, δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ των μερών για τη λύση του γάμου ή/και για τα ζητήματα που αφορούν τα ανήλικα τέκνα σχετικά με την επιμέλεια, επικοινωνία και διατροφή τους.

Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει το διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά, από λόγο που αφορά το πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα (δηλαδή για αυτόν που ασκεί την αγωγή διαζυγίου). Εφόσον ο εναγόμενος δεν αποδεικνύει το αντίθετο, ο κλονισμός τεκμαίρεται σε περίπτωση διγαμίας ή μοιχείας αυτού, εγκατάλειψης του ενάγοντος ή επιβουλής της ζωής του από τον εναγόμενο, καθώς και σε περίπτωση άσκησης από τον εναγόμενο ενδοοικογενειακής βίας εναντίον του ενάγοντος.

Είναι προφανές ότι ακολουθείται στην περίπτωση αυτή η δικαστική οδός και θα πρέπει το κάθε μέρος να στηρίξει και να αποδείξει τους ισχυρισμούς του, προκειμένου το δικαστήριο που θα αναλάβει την υπόθεση να αποφανθεί επί των αιτημάτων που θα του έχουν τεθεί σχετικά με τη λύση του γάμου, αλλά και σχετικά με την επιμέλεια, επικοινωνία και διατροφή των ανηλίκων τέκνων, καθώς και τις περιουσιακές εκκρεμότητες των συζύγων, αλλά και τη χρήση της οικογενειακής στέγης. Υπάρχει η δυνατότητα άλλωστε, ο σύζυγος να ζητήσει από το δικαστήριο να του επιδικάσει διατροφή υποχρεώνοντας τον άλλο σύζυγο στην καταβολή του.

Στην πράξη, πριν το δικαστήριο της Αγωγής, προηγείται η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και της προσωρινής διαταγής, που έχουν επείγοντα χαρακτήρα, δεδομένου ότι υπάρχουν ζητήματα, όπως λ.χ. αυτά που αφορούν τα ανήλικα (διατροφή, επιμέλεια, επικοινωνία, χρήση οικογενειακής στέγης), για τα οποία θα πρέπει να εκδοθεί το συντομότερο μία προσωρινή έστω απόφαση (συνήθως εκδίδεται μέσα σε λίγες ημέρες), που θα έχει ισχύ μέχρι την έκδοση απόφασης επί της Αγωγής, η οποία συνήθως καθυστερεί.

  1.  Διαζύγιο μετά από διάσταση 2 ετών
Εφόσον οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς για δύο τουλάχιστον χρόνια, ο κλονισμός των σχέσεων των συσζύγων τεκμαίρεται αμάχητα και μπορεί να εκδοθεί διαζύγιο με δικαστική απόφαση. Η συμπλήρωση του χρόνου διάστασης υπολογίζεται κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής και δεν εμποδίζεται από μικρές διακοπές που έγιναν ως προσπάθεια αποκατάστασης των σχέσεων μεταξύ των συζύγων.

Συνεπώς, το διαζύγιο μπορεί να εκδοθεί με δικαστική απόφαση ευκολότερα, ωστόσο και σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να εκδοθεί δικαστική απόφαση και για τα συνήθως ακανθώδη ζητήματα της επιμέλειας, επικοινωνίας και διατροφής ανηλίκων τέκνων, εφόσον υπάρχουν, καθώς και για τις περιουσιακές εκκρεμότητες των συζύγων, αλλά και τη χρήση της οικογενειακής στέγης.

  1.  Διαζύγιο και επιπτώσεις στα παιδιά
Στις περιπτώσεις κυρίως του διαζυγίου με αντιδικία και διετή διάσταση, οι επιπτώσεις  της δικαστικής ψυχοφθόρας διαδικασίας στα παιδιά είναι επιβαρυντικές, συνήθως σε μεγάλο βαθμό και μοιραία επηρεάζουν και τις σχέσεις των γονέων με τα τέκνα τους.

Κατά την άποψή μας, θα πρέπει απαραιτήτως στην απόφαση των γονέων για τον τρόπο λύσης του γάμου τους (εφόσον το έχουν αποφασίσει) να σταθμίζεται και το "συμφέρον" των ανηλίκων τέκνων, το οποίο άλλωστε αποτελεί βασικό κριτήριο για την έκδοση δικαστικών αποφάσεων που κρίνουν επί ζητημάτων επιμέλειας, επικοινωνίας, διατροφής των παιδιών των χωρισμένων γονιών, αλλά και να λαμβάνεται υπόψη η γνώμη τους από τους γονείς.

  1.  Διατροφή του συζύγου από τον άλλο σύζυγο
Εφόσον ο ένας από τους πρώην συζύγους δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη "διατροφή" του με την ευρεία έννοια (δηλαδή την ικανοποίηση των βασικών αναγκών του) από τα εισοδήματά του ή από την περιουσία του, δικαιούται να ζητήσει διατροφή από τον άλλο, συνοπτικά στις εξής περιπτώσεις σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία:
α. αν κατά την έκδοση του διαζυγίου βρίσκεται σε ηλικία ή σε κατάσταση υγείας που δεν επιτρέπει να αναγκαστεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος, ώστε να εξασφαλίζει απ' αυτό τη διατροφή του·
β. αν έχει την επιμέλεια ανήλικου τέκνου και γι' αυτό το λόγο εμποδίζεται στην άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος·
γ. αν δεν βρίσκει σταθερή κατάλληλη εργασία ή χρειάζεται κάποια επαγγελματική εκπαίδευση, και στις δύο όμως περιπτώσεις για ένα διάστημα που δεν μπορεί να ξεπεράσει τα τρία χρόνια από την έκδοση του διαζυγίου·
δ. σε κάθε άλλη περίπτωση, όπου η επιδίκαση διατροφής κατά την έκδοση του διαζυγίου επιβάλλεται από λόγους επιείκειας.

  1.  Συνεπιμέλεια ή κοινή επιμέλεια
Ο θεσμός  της συνεπιμέλειας ή κοινής επιμέλειας των παιδιών προβλέπεται στην ελληνική νομοθεσία, καθώς σύμφωνα, με το ισχύον νομικό πλαίσιο, σε περί­πτωση διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή διακοπής της συμβίωσης, οι επιλογές του δικαστηρίου για την ανάθε­ση της άσκησης της γονικής μέριμνας (εκπροσώπηση, δι­αχείριση και επιμέλεια) των τέκνων γεννημένων σε γάμο είναι οι ακόλουθες τέσσερις:
α) να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας σε ένα από τους γονείς,
β) να ανα­θέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας και στους δυο γο­νείς από κοινού,
γ) να κατανείμει λειτουργικά ή χρονικά την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων και
δ) να την αναθέσει σε τρίτον.
Το Πρωτοδικείο Αθηνών στην υπ' αριθμ. 60/2017 απόφασή του έχει κρίνει τα εξής πολύ ενδιαφέροντα για το θεσμό της συνεπιμέλειας:
"…Στον ελ­ληνικό Αστικό Κώδικα, προβλέπεται η χρονική κατανομή ή εναλλασσόμενη άσκηση όλων των εκφάνσεων της γο­νικής μέριμνας.
Επιφυλάξεις διατυπώθηκαν από την ελ­ληνική θεωρία ως προς τη σκοπιμότητα αυτής της ρύθ­μισης, καθόσον η παράλληλη ύπαρξη δυο κέντρων ζωής θεωρείται ότι δημιουργεί στο τέκνο έλλειψη σταθερότη­τας και ανασφάλεια, που αναστατώνουν και απορρυθμίζουν τη ζωή του παιδιού. Επιπλέον προβλέπεται ότι θα δημιουργηθούν συνεχείς εντάσεις και τριβές μεταξύ των γονέων, καθόσον η εναλλασσόμενη ανατροφή απαιτεί μια πραγματική συνεργασία μεταξύ τους στις επιλογές και στη διαχείριση του ανηλίκου κατά τρόπο παραγωγικό (Παπαχρίστου, Αρμ 1985, 101-103).
Στο διεθνή χώρο, υποστηρίζεται σθεναρά ότι με την εναλλασσόμενη κατοικία, κατοχυρώνεται μια καλύτερη ισορροπία ανάμεσα στους γο­νείς, στη φροντίδα και ανατροφή των τέκνων, προσφέροντας στον ανήλικο τη δυνατότητα να διαβιεί στην κα­θημερινή του ζωή τόσο με τον πατέρα όσο και τη μητέρα. Το παιδί έχει δυο λειτουργικά σπίτια, την πατρική και μη­τρική του κατοικία. Ενθαρρύνεται έτσι η ισόρροπη επαφή του παιδιού και με τους δυο γονείς. Επιπλέον σημειώνε­ται ότι η κοινωνία έχει αλλάξει, η γυναίκα λόγω της επαγ­γελματικής της απασχόλησης βρίσκεται πλέον σε δυσκο­λία να φροντίσει μόνη της τα τέκνα, ενώ η σχέση των πα­τέρων με τα τέκνα τους δεν είναι η ίδια με αυτή που επι­κρατούσε παλαιότερα.
Επιπλέον έχει παρατηρηθεί ότι δυο σαββατοκύριακα εναλλάξ το μήνα, δεν επιτρέπουν στον γονέα που δεν διαμένει με το τέκνο να ασκήσει μια πραγ­ματική επιρροή στην ανατροφή των τέκνων του. Η θεμα­τική δεν πρέπει να περιοριστεί μόνο σε νομικό επίπεδο, αλλά πρέπει να συμπεριλάβει και τις επιστημονικές ανα­καλύψεις στους τομείς της ιατρικής και της ψυχολογίας.
Επισημαίνεται ότι από τις νεότερες ιατρικές και ψυχολογι­κές έρευνες δεν προκύπτει κανένα αρνητικό αποτέλεσμα από την κοινή ανατροφή, που μοιράζεται ισομερώς μετα­ξύ δυο σπιτιών. Αντίθετα, η ύπαρξη της διπλής κατοικί­ας θεωρείται ευεργετική και απαραίτητη για την προστα­σία της ισόρροπης ανάπτυξης ταυ παιδιού. Τα παιδιά που ζουν εναλλάξ και με τους δυο γονείς με ίση κατανομή του χρόνου, ανέφεραν υψηλότερα επίπεδα ικανοποίησης από τη ζωή τους από εκείνα που υπάγονται σε άλλη ρύθμιση για χωρισμένες οικογένειες (Bjamason/Arnarsson (2011), Joint physical custody and communication with parents: A cross – national study of children in 36 western countries, Journal of Comparative Family Studies, 42, σ. 871-890· Bauserman (2002), Child adjustment in joint-custody versus sole- custody arrangements: a meta analytic review, Journal of Family Psychology, 16, σ. 91-102).
Την αρχή της εναλλασσόμενης κατοικίας (shared residence) και με­τά τη διάσταση, εισηγείται και το Συμβούλιο της Ευρώπης με το υπ` αρ. 2079/2-10-2015 ψήφισμά του, με το οποίο προσκαλεί τα κράτη μέλη να την εισαγάγουν στη νομο­θεσία τους, αποκλείοντας την εφαρμογή της σε περιπτώ­σεις ενδοοικογενειακής βίας, κακοποίησης του παιδιού και αδιαφορίας, που δημιουργούν κινδύνους για τη σωματι­κή και ψυχική υγεία του τέκνου. Αυτό το ψήφισμα, στηρίχθηκε σε μετά – ανάλυση πολυάριθμων διεθνών μελετών (Nielsen (2014), Shared physical custody; Summary of 40 studies on outcomes far children, Journal of Divorce & Remarriage, 55, 613-635), που κατέδειξαν τα οφέλη από την εναλλασσόμενη κατοικία και τις αρνητικές επιπτώσεις που προέρχονται από την αποκλειστική επιμέλεια, στην οποία ο χρόνος συναναστροφής του παιδιού με το λιγό­τερο ευνοημένο γονέα είναι κάτω του 33%.

Περαιτέρω, ο χωρισμός δεν είναι καθαυτός δείκτης της έλλειψης γονι­κής ικανότητας, και η υπαιτιότητα του ενός ή του άλλου γονέα για το διαζύγιο ή τη διακοπή της συμβίωσης δεν ασκεί επιρροή στην άσκηση της γονικής μέριμνας. Η κα­ταλληλότητα του ενός γονέα να αναλάβει την άσκηση της επιμέλειας δεν αποτελεί ταυτόχρονα και ένδειξη ακαταλληλότητας του άλλου (Μιχαλακάκου, Η κακή άσκηση της γονικής μέριμνας κατά τη νομολογία, 2015, σ. 40). Αμφότεροι κατά τεκμήριο είναι ικανοί στο γονεϊκό ρόλο και το ανήλικο έχει το δικαίωμα να διατηρεί μια ισορροπημένη σχέση και με τους δυο γονείς. Ιδανική λύση είναι η διατή­ρηση της συμμετοχής και η ενεργητική παρουσία και των δυο γονέων στην ανατροφή του παιδιού, γιατί το τελευ­ταίο δεν χρειάζεται μόνο τον καλύτερο από αυτούς (Δεμερτζής, Η ουσιαστική και οικονομική αναγκαία μεταρ­ρύθμιση της επιμέλειας, Δ 2008, 140 επ.).

Εξάλλου σημα­ντικό κριτήριο για την εξειδίκευση του συμφέροντος του ανηλίκου αποτελεί η προσωπική του γνώμη, η αναζήτηση της οποίας εξαρτάται από την ωριμότητα αυτού, η οποία προϋποθέτει κάποια ηλικία και πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται πριν από κάθε απόφαση σχετική με τη γονι­κή μέριμνα (άρθρο 1511 § 3 ΑΚ), χωρίς όμως να είναι δε­σμευτική. Ως ωριμότητα του τέκνου είναι η ικανότητα να αντιληφθεί το συμφέρον του (ΑΠ 201 /2010 ΝοΒ 2010,174, ΑΠ 1316/2009 ΝοΒ 2010,162 Λαδογιάννης σε Aπ. Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ II, 2013, σ. 86S, αρ. 8). Η ηλικία από μόνη της δεν είναι ενδεικτική της ωριμότητας (ΑΠ 561 /2003 ΝοΒ 2004, 23).

Η γνώμη του ανηλίκου δεν αποτελεί ίδιο απο­δεικτικό μέσο, ούτε πρέπει να εξομοιώνεται με μαρτυρι­κή κατάθεση, και δεν έχει ως σκοπό την απόκτηση απο­δεικτικών στοιχείων. Αντίθετα η ακρόαση πρέπει να απο­σκοπεί στην ανάπτυξη από το παιδί, των σκέψεων, αισθη­μάτων, αναγκών και επιθυμιών του, που θα αποτελέσουν ένα οδηγό για την κρίση του δικαστηρίου και θα συνεκτιμηθούν με τα υπόλοιπα στοιχεία (ΜΠρΑθ 60/2017 ΕφΑθ 2017, 55 με παραπομπή σε Σκορίνη-Παπαρρηγοπούλου, Η ευρωπαϊκή Σύμβαση για την ανάπτυξη των δικαιωμάτων των παιδιών Ν 2502/1997. Παρουσίαση των βασικών της σημείων και της σημασίας της στο ισχύον ελληνικό δίκαιο, ΕλλΔνη 2003, 326)…".

  1.  Διατροφή και επιμέλεια των παιδιών:  άμεση προσωρινή δικαστική προστασία
Όταν οι γονείς χωρίζουν, σύμφωνα με τη νομολογία των δικαστηρίων (δηλαδή τις δικαστικές αποφάσεις) κρίνεται ότι συντρέχει επείγουσα περίπτωση να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα, προς το σκοπό της προσωρινής επιδίκασης της διατροφής, που τα ανήλικα τέκνα των δύο μερών δικαιούνται, λόγω της αδυναμίας τους να διαθρέψουν τον εαυτό τους, καθόσον συνήθως δεν διαθέτουν εισοδήματα από περιουσία και η ηλικία τους και οι ανάγκες για εκπαίδευση δεν τους επιτρέπουν να εργαστούν.
Προς τον σκοπό καθορισμού του ποσού της δικαιούμενης από αυτά διατροφής από το δικαστήριο, θα αξιολογηθούν καταρχήν τα εισοδήματα των διαδίκων από οποιαδήποτε πηγή και στη συνέχεια θα προσδιοριστούν οι ανάγκες των ανήλικων τέκνων τους.

Το μέτρο της διατροφής των παιδιών προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του τέκνου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για την ανατροφή και την εν γένει εκπαίδευση του. Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβίωσης, που ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη επιτήρησης και εκπαίδευσης και την κατάσταση της υγείας του, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου (Α.Π. 1384/2008 Α.Π. 823/2003).

Κατέστησε δε ο νομοθέτης υπεύθυνους και τους δύο γονείς, ενόψει της ισότητας των δύο φύλλων και της αμοιβαίας υποχρέωσής τους, προς ανατροφή και εκπαίδευση του τέκνου.

Για να καθορισθεί το ποσό της διατροφής, αξιολογούνται, κατ’ αρχήν, τα εισοδήματα των γονέων από οποιαδήποτε πηγή και στη συνέχεια προσδιορίζονται οι ανάγκες του τέκνου. Καθοριστικό δε στοιχείο, είναι οι συνθήκες της ζωής του, δηλαδή οι όροι διαβίωσης του, χωρίς όμως να ικανοποιούνται οι παράλογες απαιτήσεις (Α.Π. 416/2007). Η δαπάνη για την εξυπηρέτηση στεγαστικών ή καταναλωτικών δανείων δεν προαφαιρείται από το εισόδημα του υποχρέου αλλά λαμβάνεται υπόψη ως επί πλέον βιοτική ανάγκη (ΑΠ 120/2013, ΑΠ 837/2009).

Περαιτέρω,  σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, όταν το δικαστήριο καλείται να αποφασίσει σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή επιμέλειας ανηλίκου τέκνου σε έναν από τους εν διαστάσει ευρισκομένους γονείς του, πρέπει να έχει ως αποκλειστικό οδηγό της δικαιοδοτικής του κρίσης το συμφέρον και μόνο του ανηλίκου τέκνου, χωρίς να επιδρά αυτοτελώς στη λήψη της απόφασής του κανένας από τους διαφορετικούς παράγοντες, που συνοδεύουν το πρόσωπο κάθε γονέα, όπως είναι το φύλο, η φυλή, η γλώσσα, η θρησκεία, η κοινωνική προέλευση, η περιουσιακή κατάσταση κλπ.

Για τη λήψη της απόφασης το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και τους μέχρι τότε δεσμούς του τέκνου με τους γονείς του και τους τυχόν αδελφούς του, τις τυχόν συμφωνίες των γονέων σχετικά με την επιμέλεια και την περιουσία του τέκνου, καθώς και τη γνώμη του τέκνου, εφόσον αυτό, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, εν όψει της ηλικίας του και της πνευματικής του ανάπτυξης, είναι ικανό να αντιληφθεί το πραγματικό του συμφέρον.

Το συμφέρον του τέκνου λαμβάνεται υπό ευρεία έννοια και προς διαπίστωσή του λαμβάνονται υπόψη και αξιολογούνται όλα τα επωφελή για το ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις, χωρίς η εκφρασθείσα γνώμη του τέκνου να αποτελεί, χωρίς άλλο, αποφασιστικό παράγοντα με ιδιαίτερη βαρύτητα, διότι πολλάκις η θέληση του ανηλίκου είναι αποτέλεσμα επηρεασμού και πρόσκαιρη, και δεν σημαίνει ότι εξυπηρετεί πράγματι το συμφέρον του.

Το συμφέρον του τέκνου αποτελεί αόριστη νομική έννοια με αξιολογικό περιεχόμενο, το οποίο εξειδικεύεται από το δικαστήριο της ουσίας. Για την εξειδίκευση της έννοιας αυτής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, εκτιμώνται από το δικαστήριο τα περιστατικά που αποδείχθηκαν, με βάση αξιολογικά κριτήρια, τα οποία αντλεί δικαστήριο από τους κανόνες της λογικής και κοινής πείρας, λαμβάνοντας υπόψη, σχετικά με το πρόσωπο του ανηλίκου και τα πορίσματα ψυχολογίας, πρέπει δε να αιτιολογείται ειδικά και, εμπεριστατωμένα. 

  1.  Η τύχη της περιουσίας που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου
Σύμφωνα με όσα ορίζονται στον ελληνικό νόμο, αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί, από τότε που τελέσθηκε ο γάμος, τότε ο άλλος σύζυγος δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή.

Τεκμαίρεται μάλιστα ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί στο δικαστήριο μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή.
Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων που διάρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια. Εξάλλου, στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομία ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες.
_____________________

Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει οι σύζυγοι να απευθυνθούν σε εξειδικευμένο στα ζητήματα του διαζυγίου, καθώς και διατροφής, επιμέλειας και επικοινωνίας ανηλίκων τέκνων δικηγόρο, ο οποίος αφού μελετήσει τα δεδομένα της υπόθεσης, θα προχωρήσει στις απαραίτητες νομικές ενέργειες για την προάσπιση των συμφερόντων τους και βεβαίως κυρίως αυτών των παιδιών.


Ενημέρωση από την Ευρωπαϊκή Ένωση για τα ζητήματα του διαζυγίου:  
https://e-justice.europa.eu/content_divorce-45-el-el.do?member=1


Το παρόν άρθρο επιχειρεί πολύ συνοπτικά να αναφέρει κάποια από τα βασικά ζητήματα που προκύπτουν από τη διαδικασία του διαζυγίου και δεν μπορεί να υποκαταστήσει σε καμία περίπτωση τις νομικές συμβουλές από εξειδικευμένο δικηγόρο.

Παρασκευή 8 Μαΐου 2020

Εγγυητής : πότε απαλλάσσεται από τραπεζικό δάνειο

Ο θεσμός της εγγύησης είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος στις συναλλαγές, όπως λ.χ. στη σύμβαση δανείου από τράπεζα ή μίσθωσης επαγγελματικής κατοικίας. Δεν είναι λίγες ωστόσο, οι φορές που ο εγγυτής βρίσκεται εκτεθειμένος από την αδυναμία του πρωτοφειλέτη (λ.χ. δανειολήπτη ή μισθωτή) για τήρηση των οικονομικών του υποχρεώσεών του προς το δανειστή -  δηλαδή λ.χ. προς το τραπεζικό ίδρυμα.

Ανάγκη προστασίας του εγγυητή
Είναι προφανές ότι ο εγγυητής, ο οποίος συναλλάσσεται με την  τράπεζα, έχει την ίδια ανάγκη προστασίας με το δανειολήπτη απέναντι στους προδιατυπωμένους όρους των συμβάσεων, που συνάπτει με αυτήν (Τράπεζα), καθόσον η τελευταία, εκμεταλλευόμενη τη διαπραγματευτική της υπεροχή απέναντι σ΄αυτόν (εγγυητή), του επιβάλλει τη δική της συμβατική τάξη (Βλ. Σταθόπουλου/Χιωτέλλη/Αυγουστιανάκη, Κοινοτικό Αστικό Δίκαιο, 1995, σελ.47, Γ.Μεντή, Γενικοί Όροι Συναλλαγών σε καταναλωτικές και εμπορικές συμβάσεις, 2000, σελ.14 επ.).

Πότε απαλλάσσεται ο εγγυητής από τις υποχρεώσεις του;
Κατά το άρθρο 862 του Αστικού Κώδικα, που θα εξετάσουμε στην παρούσα σύντομη ανάλυση, ο εγγυητής ελευθερώνεται, δηλαδή απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις του προς την τράπεζα, εφόσον από πταίσμα της τελευταίας έγινε αδύνατη η ικανοποίησή της από τον οφειλέτη. 

Τί έχουν κρίνει τα ελληνικά δικαστήρια για την απαλλαγή του εγγυητή;
Ειδικότερα, όπως έχουν κρίνει τα δικαστήρια της χώρας, με την ανωτέρω διάταξη του 862 ΑΚ, τίθεται ο κανόνας της ελευθερώσεως του εγγυητή, εάν από πταίσμα (δόλο ή αμέλεια, έστω και ελαφρά) του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη, ενώ η εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως δεν αποκλείεται, από τυχόν εκ των προτέρων, παραίτηση του εγγυητή από το κατ` άρθρο 855 ΑΚ, δικαίωμα διζήσεως.
Λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα της ανωτέρω ρυθμίσεως, ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί εκ των προτέρων του θεσπιζομένου με αυτήν ευεργετήματος (ελευθερώσεως), όχι όμως και για την περίπτωση κατά την οποία η ικανοποίηση του δανειστή θα καταστεί αδύνατη από δόλο ή βαρειά αμέλεια του τελευταίου, δοθέντος ότι, σύμφωνα με το άρθρο 332 εδ. 1 ΑΚ είναι άκυρη (ΑΚ 174) κάθε προηγούμενη συμφωνία που αποκλείει ή περιορίζει την ευθύνη από δόλο ή βαριά αμέλεια (Ολ.ΑΠ 6/2000). Πταίσμα του δανειστή περί την είσπραξη της απαιτήσεως εκδηλώνεται είτε με ενέργειες-πράξεις είτε με παραλείψεις, ένεκα των οποίων γίνεται αδύνατη η ικανοποίησή του από τον πρωτοφειλέτη.

Πότε υπάρχει περίπτωση απαλλαγής του εγγυητή;
Στην εγγύηση αορίστου χρόνου ειδικότερα, θεωρείται ότι υπάρχει πταίσμα του δανειστή (και) όταν αυτός αμελεί για ικανό χρόνο να καταδιώξει τον πρωτοφειλέτη, που έπειτα γίνεται αναξιόχρεος (και αν ακόμη ο εγγυητής δεν έκανε χρήση των δικαιωμάτων που του δίνουν οι διατάξεις των άρθρων 867- 868 ΑΚ) ή υπαίτια δεν αποδέχεται την κύρια οφειλή, που έγκυρα του προσφέρεται, ή δεν αναγγέλλεται στην πτώχευση του πρωτοφειλέτη, ή αμελεί τη διεξαγωγή της δίκης ή αναγκαστικής εκτελέσεως εναντίον του πρωτοφειλέτη.

Η κάθε περίπτωση κρίνεται διαφορετικά από το Δικαστήριο
Εφόσον στον Αστικό Κώδικα δεν έχει περιληφθεί ορισμός της βαρειάς αμέλειας, στο δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει, εκτιμώντας τις περιστάσεις, πότε η αμέλεια φέρει τη μορφή εκείνης της βαρειάς, (σύμφωνα με την παραπάνω περίπτωση απαλλαγής) αξιολογική του κρίση η οποία υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο, με βάση τα γενόμενα ανελέγκτως δεκτά πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 1216/2019, ΑΠ 1296/2017, ΑΠ 1886/2014, ΑΠ 419/2013, ΑΠ 512/2008).

Αν ο εγγυητής έχει καταβάλει κάποιο ποσό μπορεί να το ζητήσει πίσω;
Στην παραπάνω περίπτωση, δικαιούται υπό προϋποθέσεις ο καταβάλλων εγγυητής να αναζητήσει, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. του ΑΚ, ό,τι κατέβαλε ως αχρεώστητο, δηλαδή να ζητήσει πίσω τα χρήματά του με προσφυγή στο Δικαστήριο.

Συμπέρασμα 
Ενόψει συνεπώς των ανωτέρω, προς το συμφέρον των εγγυητών, οι οποίοι έχουν περιέλθει σε δύσκολη θέση λόγω οικονομικής αδυναμίας των πρωτοφειλετών (λ.χ. δανειοληπτών ή μισθωτών), είναι η αναζήτηση ορθής νομικής συμβουλής και εκπροσώπησης προς υπεράσπιση των συμφερόντων τους και άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων τους, ακόμα και αν στη σύμβαση, την οποία έχουν υπογράψει, αναφέρεται παραίτησή τους από αυτά.