Τρίτη 28 Ιουνίου 2011

ΣτΕ: Συνταγματική η διαφορά επιτοκίων μεταξύ Δημοσίου και ιδιωτών

Δύο μέρες μετά τη διάσκεψη της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας που έκρινε ότι το Μνημόνιο είναι συνταγματικό και σύμφωνο με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και τις Διεθνείς Συμβάσεις, έγινε γνωστή ομόφωνη απόφαση των δικαστών του ΣΤ' Τμήματος, οι οποίοι επικαλούμενοι το Μνημόνιο, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την «πρωτοφανή δεινή», όπως τη χαρακτηρίζουν, δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, αλλά και ερχόμενοι κόντρα με προηγούμενη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, έκριναν ότι το Δημόσιο συνταγματικά και νόμιμα εισπράττει από όσους του οφείλουν υψηλό επιτόκιο, ενώ εκείνο καταβάλει πολύ χαμηλότερο.

Ειδικότερα, οι δικαστές του ΣΤ' Τμήματος του ΣτΕ έκριναν ότι είναι συνταγματική και σύμφωνη με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) η διάταξη εκείνη που προβλέπει ότι το Δημόσιο για τις οφειλές του πρέπει να καταβάλει τόκο υπερημερίας 6%, ενώ οι ιδιώτες που οφείλουν στο Δημόσιο πρέπει να πληρώνουν επιτόκιο από 8,75% έως 12,25%.

Πάντως, το ζήτημα αυτό λόγω μείζονος σπουδαιότητος θα απασχολήσει και πάλι, για δεύτερη φορά, την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας τον ερχόμενο Οκτώβριο.

Υπενθυμίζεται ότι πριν δύο χρόνια η Ολομέλεια του ΣτΕ με την υπ' αριθμ. 1663/2009 απόφασή της, επικαλούμενη και τις αποφάσεις (νομολογία) του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είχε κρίνει ότι η διάταξη 21 του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου που καθορίζει ότι το επιτόκιο (υπερημερίας και νόμιμο) για τις οφειλές του Δημοσίου ανέρχεται στο 6% είναι αντίθετη στο άρθρο 4 του Συντάγματος περί ισότητας και στο άρθρο 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

Επιπρόσθετα η Ολομέλεια έκρινε το 2009 ότι η διαφοροποίηση αυτή στους τόκους σε βάρος των ιδιωτών είναι αντισυνταγματική, καθώς το Δημόσιο δεν επικαλείται ούτε αποδεικνύει την ύπαρξη κάποιου λόγου δημοσίου συμφέροντος που να δικαιολογεί τη διαφοροποίηση του ύψους του επιτοκίου, που αφορά τις οφειλές του Δημοσίου και του αντίστοιχου επιτοκίου που αφορά τις οφειλές των ιδιωτών.

Τώρα, το ΣΤ' Τμήμα (πρόεδρος, ο αντιπρόεδρος Δ. Πετρούλιας και εισηγήτρια η Βαρβάρα Ραφτοπούλου), στην υπ' αριθμ. 1620/2011 απόφασή του, αναφέρει ότι το ύψος του τόκου ευλόγως διαμορφώνεται ανάλογα και προς τον κίνδυνο της ενδεχόμενης αδυναμίας καταβολής του χρέους, δημοσίου ή ιδιωτικού και, συνεπώς, δικαιολογημένα το ύψος του τόκου διαφοροποιείται ανάλογα με τη φερεγγυότητα (πιστοληπτική ικανότητα) του οφειλέτη.

Οι δικαστές υπογραμμίζουν στη συνέχεια ότι «το ελληνικό κράτος διαχρονικά, είναι χωρίς αμφιβολία, πλέον αξιόπιστος οφειλέτης σε σχέση με τους ιδιώτες οφειλέτες. Πράγματι, συνεχίζει η δικαστική απόφαση, το ελληνικό Δημόσιο μπορεί μεν, λόγω της κακής του οικονομικής του κατάστασης, να καθυστερεί ενίοτε την πληρωμή των οφειλών του, αλλά πάντως αποδίδει, μεταπολεμικά και έως σήμερα, τα χρέη του, καταβάλλοντας και τους οφειλόμενους τόκους. Η τελευταία δε φορά που το ελληνικό κράτος περιήλθε σε κατάσταση παύσης πληρωμών ανάγεται στο έτος 1932».

Αντιθέτως, επισημαίνουν οι δικαστές, είναι κοινώς γνωστή, η εκτεταμένη και μοναδικής διάστασης για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή, τα δε ανείσπρακτα βεβαιωμένα και ληξιπρόθεσμα χρέη των ιδιωτών προς το Δημόσιο ανέρχονται σε τεράστιο ποσό, που υπερβαίνει τα τριάντα δισεκατομμύρια ευρώ.

Άλλωστε, μία από τις βασικές αιτίες της σημερινής πρωτοφανούς δεινής δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας είναι η μη καταβολή προς το Δημόσιο βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων οφειλών των ιδιωτών, ενώ οι ιδιώτες οφειλέτες, φυσικά και νομικά πρόσωπα, δεν έχουν βεβαίως τη συνέχεια και διάρκεια ενός κράτους οφειλέτη», αναφέρεται στη δικαστική απόφαση.

Κατά συνέπεια, σύμφωνα πάντα με τους δικαστές, «χωρίς αμφιβολία είναι, κατ' αρχήν, δικαιολογημένη η διαφοροποίηση υπολογισμού των επιτοκίων μεταξύ Δημοσίου και ιδιωτών και αυτό δεν παραβιάζει το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ».

Σύμφωνα με τη νομολογία του και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σημειώνουν οι δικαστές του ΣΤ' Τμήματος, «η διαφοροποίηση μεταξύ του τόκου, νόμιμου και υπερημερίας, που αφορά τις οφειλές του Δημοσίου και του γενικώς ισχύοντος τόκου, που εφαρμόζεται στις οφειλές των ιδιωτών, μπορεί να δικαιολογηθεί από αποχρώντα λόγο δημοσίου ή γενικού συμφέροντος. Τέτοιο λόγο δεν αποτελεί το απλό ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου, αποτελεί, όμως, η διασφάλιση της δημοσιονομικής ισορροπίας του κράτους».

Στην προκειμένη περίπτωση, τονίζουν οι δικαστές «η δημοσιονομική ισορροπία του ελληνικού κράτους, όπως είναι γνωστό, έχει ήδη σοβαρότατα κλονισθεί» και προσθέτουν: «Το δημόσιο έλλειμμα και το δημόσιο χρέος είναι τεράστια, ανερχόμενα σε πρωτοφανή, στην ιστορία των δημόσιων οικονομικών της χώρας, επίπεδα. Ως εκ τούτου, η αντιμετώπισή τους, λόγω και της διεθνούς συγκυρίας καθώς και των διαρθρωτικών προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας και διοίκησης, εκτιμάται ως εξαιρετικά δυσχερής. Τα πρώτα άμεσα μέτρα, για την εξοικονόμηση πόρων, με μείωση των δημόσιων δαπανών και αύξηση των φορολογικών εσόδων, έλαβε ο νομοθέτης με το ν. 3833/2010 «Προστασία της εθνικής οικονομίας-Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης» (Μνημόνιο).

Μάλιστα, υπογραμμίζει η δικαστική απόφαση, μετά την ψήφιση του Ν. 3845/2010, που εισήλθε στη ζωή μας του Διεθνές Νομισματικό Ταμείο «εφαρμόζεται πρόγραμμα οικονομικής και χρηματοπιστωτικής πολιτικής προκειμένου να επιτευχθεί η μείωση του ελλείμματος, να διασφαλισθεί η δυνατότητα εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους και η αποφυγή της παύσης των πληρωμών του κράτους, δηλαδή η αποτροπή της οικονομικής κατάρρευσης, με μακροχρόνιες άκρως δυσμενείς, όχι μόνον οικονομικές και κοινωνικές, αλλά ενδεχομένως και εθνικές επιπτώσεις».

Η μείωση, συνεπώς, του δημοσίου χρέους -συνεχίζει η δικαστική απόφαση- «δεν συνιστά έναν απλώς δημοσιονομικό στόχο, αλλά αποτελεί εθνικό διακύβευμα». Και αυτό, γιατί «η δημοσιονομική κρίση έχει, εξαιτίας της πρωτοφανούς διάστασής της, χαρακτήρα εθνικής κρίσης».

Επομένως, «η διαφοροποίηση μεταξύ του επιτοκίου που αφορά τις οφειλές του Δημοσίου και του υψηλότερου επιτοκίου που εφαρμόζεται στις οφειλές των ιδιωτών, συνεπαγόμενη τον περιορισμό του κρατικού χρέους είναι, τουλάχιστον από το 2004, αφότου επισήμως του Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είχε διαπιστώσει την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος που συνιστούσε απειλή για τη δημοσιονομική ισορροπία της χώρας, πλήρως δικαιολογημένη», υπογραμμίζεται στη δικαστική απόφαση.

Και καταλήγουν οι δικαστές «και αυτό γιατί συμβάλλει στην επίτευξη ενός μείζονος εθνικού συμφέροντος σκοπού, εκείνου της διασφάλισης της δημοσιονομικής ισορροπίας αρχικά, ήδη δε της αποτροπής της οικονομικής κατάρρευσης της χώρας».

Πηγή : www.kathimerini.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ