Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

Αίτηση ακύρωσης κατά της επιβολής του «τέλους επιτηδεύματος» από τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών

Αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατέθεσε σήμερα ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, ζητώντας την ακύρωση του «τέλους επιτηδεύματος», το οποίο θεσπίζεται με τις διατάξεις του άρθρου 31 του Ν. 3986/2011 «Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015» (Φ.Ε.Κ. Α’ 152/01-07-2011).

Όπως αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση του Συλλόγου, η σχετική «φορολογική επιβάρυνση ναι μεν καθορίζεται νομοθετικά ως «τέλος», όμως στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για ανταποδοτικό τέλος αλλά για φόρο, καθώς η καταβολή του ούτε τελεί σε σχέση αντιστοιχίας έναντι ειδικώς παρεχόμενης δημόσιας υπηρεσίας ούτε συνδέεται με την παροχή ειδικών ωφελειών στους υπόχρεους. Η αδειοδότηση και η πιστοποίηση του επιτηδευματία ή του ελεύθερου επαγγελματία πραγματοποιείται σε πρώιμο στάδιο, ήτοι αυτό της έναρξης της δραστηριότητάς του, από εξουσιοδοτημένους προς τούτο φορείς, καταβάλλοντας, αντιστοίχως, τέλη, δικαιώματα, εισφορές ή παράβολα. Ως εκ τούτου, ουδόλως δικαιολογείται η ετήσια καταβολή «τέλους επιτηδεύματος» ως όρος της άσκησης του επιτηδεύματος ή του επαγγέλματος, ενώ συνάγεται πέρα από κάθε αμφιβολία ότι το «τέλος επιτηδεύματος», παρά την καταχρηστική του ονομασία, αποτελεί γνήσια φορολογική επιβάρυνση, η οποία πρέπει να κριθεί υπό τους όρους των διατάξεων των άρθρων 78 παρ. 1 και 4, 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος.

Επιπροσθέτως αναφέρεται αναλυτικά μια σειρά συνταγματικών διατάξεων και αρχών με τις οποίες έρχεται σε πλήρη αντίθεση η επιβολή του τέλους επιτηδεύματος. Αναλυτικότερα: 

«Στη διάταξη του άρθρου 78 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις οποίες αναφέρεται ο φόρος». Εν προκειμένω, ωστόσο, το «τέλος επιτηδεύματος» δεν αφορά σε αντικείμενο, το οποίο περιλαμβάνεται στα περιοριστικώς αναφερόμενα στη διάταξη του άρθρου 78 παρ. 1 του Συντάγματος στοιχεία. Αντιθέτως, μοναδικό κριτήριο της επιβολής του αποτελεί μια ιδιότητα, αυτή του επιτηδευματία ή του ελευθέρου επαγγελματία, χωρίς να συνδέεται με το εισόδημα, την περιουσία, τις δαπάνες ή τις συναλλαγές των προσώπων τα οποία φέρουν την ανωτέρω ιδιότητα. Όμως, κατ’ αυτόν τον τρόπο, επέρχεται ανεπίτρεπτη συνταγματικώς ταύτιση υποκειμένου και αντικειμένου του φόρου, καθώς μόνη η διαπίστωση της ιδιότητας αυτής αρκεί, χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένο φορολογητέο αντικείμενο, για τον καταλογισμό του φορολογικού βάρους με πάγιο ύψος.

Επιπλέον, στη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι «οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Με τη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται συνταγματικώς η αρχή της φορολογικής ισότητας, με την έννοια της καθολικότητας της φορολογικής υποχρέωσης και της φορολογίας με βάση τη φοροδοτική ικανότητα των πολιτών. Εν προκειμένω, ωστόσο, επιβάλλεται μια φορολογική επιβάρυνση στο σύνολο των επιτηδευματιών και ελεύθερων επαγγελματιών, χωρίς περαιτέρω διακρίσεις, υπαγορευόμενες από τη διαφορετική φοροδοτική τους ικανότητα, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη ουσιώδεις παράγοντες προσδιορισμού της πραγματικής φοροδοτικής ικανότητας των επιτηδευματιών, όπως είναι το ετήσιο εισόδημά τους, υπολογιζόμενο κατά τρόπο πραγματικό ή αντικειμενικό, και, εν γένει, οι ιδιαίτερες συνθήκες ή περιστάσεις, υπό τις οποίες ασκεί τη δραστηριότητά του έκαστος εξ αυτών.

Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «[κ]αθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη». Με την ως άνω διάταξη κατοχυρώνεται, ως ατομικό δικαίωμα, η προσωπική και οικονομική ελευθερία, ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η ελευθερία άσκησης επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας, με δυνατότητα επιβολής περιορισμών οι οποίοι πρέπει να είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το νομοθέτη σκοπού δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογοι σε σχέση με τον εν λόγω σκοπό. Όμως, εν προκειμένω, η επιβολή «τέλους επιτηδεύματος» συνιστά αυθαίρετη οικονομική επιβάρυνση, η οποία αφενός στερείται νόμιμου ερείσματος και αφετέρου δύναται να επηρεάσει αρνητικά τους οικονομικά ασθενέστερους ως προς την επιλογή της συνέχισης ή μη της άσκησης της δραστηριότητάς τους, αντιβαίνοντας και στην κοινοτικής προέλευσης επιταγή για απλούστευση της πρόσβασης στην παροχή των υπηρεσιών (βλ. σχετ. Οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου).»