Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2012

Καταδίκη της Ελλάδας από το ΕΔΑΔ για δύο υποθέσεις που αφορούν βιασμό παράνομου μετανάστη από λιμενικό και παράνομη απέλαση νόμιμου μετανάστη.

Την καταδίκη της Ελλάδας για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποφάσισε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για δύο υποθέσεις που αφορούν βιασμό παράνομου μετανάστη από λιμενικό και παράνομη απέλαση νόμιμου μετανάστη.
Συγκεκριμένα, για την περίπτωση ενός παράνομου Τούρκου μετανάστη (υπόθεση Zontul κατά Ελλάδας) ο οποίος, μετά την σύλληψη του, βιάσθηκε με γκλομπ από άνδρα του Λιμενικού Σώματος στα Χανιά, το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου καταδίκασε στις 17 Ιανουαρίου την Ελλάδα για παραβίαση των διατάξεων της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που απαγορεύουν τα βασανιστήρια και την απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση.

Με την απόφαση υποχρεώνεται η Ελλάδα να καταβάλλει στον παθόντα 50.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.500 ευρώ για δικαστικά έξοδα.

Η υπόθεση αφορούσε παράνομο μετανάστη, ο οποίος κατήγγειλε ότι υπάλληλος του Λιμενικού τον βίασε με γκλομπ και ότι οι Αρχές δεν του επέτρεψαν να εξεταστεί από τον γιατρό που βρισκόταν στις εγκαταστάσεις.


Περαιτέρω, ο προσφεύγων ανέφερε ότι οι όροι κράτησης για τους αιτούντες άσυλο δεν ήταν ικανοποιητικοί και ότι οι Αρχές είχαν αποφύγει να διεξάγουν μια πλήρη, δίκαια και αμερόληπτη έρευνα, καθώς κι ότι οι υπεύθυνοι δεν είχαν τιμωρηθεί επαρκώς, αφού το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν είχε θεωρήσει τον βιασμό με το γκλομπ ως διακεκριμένη περίπτωση βασανιστηρίου.


Ο μετανάστης είχε επιβιβαστεί σε πλοίο από την Κωνσταντινούπολη μαζί με άλλους 164. Το πλοίο κατελήφθη από το Λιμενικό Σώμα και οδηγήθηκε στο λιμάνι των Χανίων. Ο προσφεύγων ανέφερε ότι δύο λιμενικοί τον υποχρέωσαν να ξεντυθεί όσο ήταν στο μπάνιο κι ότι ένας από αυτούς τον απείλησε και τελικά τον βίασε με ένα γκλομπ, το 2001.


Σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το συμβάν, οι κρατούμενοι προχώρησαν σε απεργία πείνας. Κάποιοι από τους λιμενικούς, στη συνέχεια, τούς χτύπησαν, τους κατάβρεξαν με νερό κι ένα χημικό, ενώ έναν κρατούμενο τον έβαλαν να πηδάει σαν λαγός. Ο προϊστάμενος της λιμενικής υπηρεσίας -που δεν ήταν παρών στα περιστατικά- διέταξε έρευνα.


Ο προσφεύγων ζήτησε να υποδείξει τον υπάλληλο που τον βίασε, αλλά το αίτημά του να εξεταστεί από τον γιατρό της υπηρεσίας απορρίφθηκε. Ωστόσο, ο γιατρός εξέτασε τους κρατούμενους που ισχυρίστηκαν ότι χτυπήθηκαν και κατέγραψε ότι 16 από αυτούς είχαν σωματικές βλάβες. Πέντε από αυτούς οδηγήθηκαν στο νοσοκομείο.


Στις 8 Ιουνίου 2001, ο υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας επιβεβαίωσε ότι είχε ξεκινήσει εσωτερική διοικητική έρευνα. Στις 10 Ιουνίου οι μετανάστες μεταφέρθηκαν στο παλαιό αεροδρόμιο των Χανίων, όπου τους επισκέφθηκαν εκπρόσωποι των Γιατρών του Κόσμου.


Στις 14 Αυγούστου 2001 ανώτερος λιμενικός υπέβαλε την έκθεσή του σχετικά με την διοικητική εξέταση της υπόθεσης. Η έκθεση βασίστηκε στα στοιχεία που κατέθεσε ο υπάλληλος, ο οποίος είχε πει ότι χτύπησε ελαφρά στα οπίσθια τον προσφεύγοντα με το γκλομπ του. Η έκθεση αποδεχόταν αυτή την κατάθεση ως πειστική, δεδομένου ότι δεν είχε καταγραφεί κάποια σωματική βλάβη του προσφεύγοντος στα σχετικά αρχεία.


Ο φάκελος διαβιβάστηκε στον εισαγγελέα του Ναυτοδικείου Χανίων, ο οποίος κίνησε ποινική δίωξη στις 3 Οκτώβρη εναντίον πέντε λιμενικών. Όσον αφορά τον υπάλληλο, τον οποίο κατηγορεί ο προσφεύγων για το βιασμό, παραπέμφθηκε για βίαιη επίθεση εναντίον της ανθρώπινης και σεξουαλικής αξιοπρέπειας. Η δίκη αναβλήθηκε δύο φορές.


Ένα χρόνο μετά, ο προσφεύγων διαπίστωσε ότι η κατάθεσή του για τον βιασμό είχε καταγραφεί με ανακρίβειες, ότι ο βιασμός είχε αποδοθεί ως «ράπισμα» και «χρήση ψυχολογικής βίας».


Στις 15 Νοεμβρίου 2003, ο προσφεύγων επικοινώνησε με τον Συνήγορο του Πολίτη. Ο τελευταίος έστειλε μια επιστολή στον υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας, ζητώντας του να διαταχθεί νέα πειθαρχική έρευνα, καθώς η πρώτη διοικητική εξέταση δεν είχε λάβει υπόψη τον βιασμό του προσφεύγοντος από τον λιμενικό. Ο Συνήγορος του Πολίτη ανέφερε ότι η υπόθεση έθιγε την εικόνα και την τιμή της Λιμενικής Υπηρεσίας και έθετε σε αμφιβολία την ικανότητα της χώρας να διασφαλίσει τον σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα.


Τον Φεβρουάριο του 2004, ο προσφεύγων έφυγε από την Ελλάδα και πήγε αρχικά στην Τουρκία και στη συνέχεια στο Λονδίνο με τον σύντροφό του. Ζήτησε ενημέρωση για την υπόθεσή του μέσω της ελληνικής πρεσβείας.


Στις 15 Οκτωβρίου 2004, το Ναυτοδικείο επέβαλε ποινές φυλάκισης -ορισμένες με αναστολή- σε πέντε λιμενικούς. Ο λιμενικός που κατηγορήθηκε από τον προσφεύγοντα καταδικάστηκε αρχικά σε 30 μήνες φυλάκιση για προσβολή σεξουαλικής αξιοπρέπειας. Στην εκδίκαση της έφεσης, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο μείωσε την ποινή του υπαλλήλου σε έξι μήνες φυλάκιση, η οποία μετατράπηκε σε πρόστιμο 792 ευρώ.


Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι μια τόσο σοβαρή πράξη διείσδυσης στο σώμα του θύματος αποτελεί βασανιστήριο, όπως έχει εξάλλου κριθεί κι από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την Πρώην Γιουγκοσλαβία, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την Ρουάντα και το Παναμερικάνικο Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.


Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν διεξήχθη επαρκής και αποτελεσματική έρευνα, αφού είχε απορριφθεί το αίτημα του προσφεύγοντος να εξεταστεί από γιατρό μετά τον βιασμό του, καθώς και ότι το περιστατικό είχε καταγραφεί ανακριβώς ως «ράπισμα» και «άσκηση ψυχολογικής βίας».


Έτσι, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι με αυτά τα στοιχεία η έρευνα δεν ανταποκρίνεται στα πρότυπα που επιβάλλονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Παράνομη απέλαση νόμιμου μετανάστη


Η δεύτερη υπόθεση, η «υπόθεση Takush», αφορά την απέλαση νόμιμα διαμένοντος μετανάστη, ο οποίος είχε κατηγορηθεί αλλά αθωωθεί από το αυτόφωρο ποινικό δικαστήριο. Παρά ταυτά, η διοικητική απέλαση προχώρησε άμεσα χωρίς να δοθεί στον απελαθέντα η δυνατότητα αποτελεσματικής προσφυγής κατά της απόφασης απέλασης. Η απέλαση εκτελέστηκε χωρίς αιτιολόγηση, αόριστα, για «λόγους δημόσιας τάξης».


Ετσι για πρώτη φορά η Ελλάδα καταδικάστηκε και για παραβίαση του Εβδομου Πρωτοκόλλου (άρθρο 1) της Ευρωπαϊκής Συνθήκης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου που αφορά την προστασία των νόμιμα διαμενόντων μεταναστών από αυθαίρετη και αναιτιολόγητη απέλαση.