Παρασκευή 16 Ιουνίου 2023

Δικαίωμα πρόσβασης σε διοικητικά έγγραφα – Ερωτήσεις και απαντήσεις

Ποιός έχει δικαίωμα πρόσβασης σε διοικητικά έγγραφα;
Κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα, ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων. (Άρθρο 5 παρ. 1 Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας). 
Για την πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα απαιτείται, από το νόμο, συνδρομή ευλόγου ενδιαφέροντος από τον διοικούμενο, έννοια ευρύτερη από αυτήν του εννόμου συμφέροντος. 
Κατά πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας «ως εύλογο ενδιαφέρον δεν νοείται το ενδιαφέρον κάθε πολίτου για την εύρυθμη άσκηση των γενικών καθηκόντων της υπηρεσίας και την τήρηση των νόμων, αλλά εκείνο το οποίο προκύπτει, κατά τρόπο αντικειμενικό, από την ύπαρξη μιας συγκεκριμένης, προσωπικής εννόμου σχέσεως συνδεομένης με το περιεχόμενο των διοικητικών στοιχείων στα οποία ζητείται η πρόσβαση» (βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 1214/2000, 205/2000, 841/1997).
Σε κάθε περίπτωση δεν αρκεί στην αίτηση η αόριστη επίκληση ότι θα γίνει νόμιμη χρήση των αιτουμένων στοιχείων χωρίς αναφορά ειδικότερου λόγου που θα θεμελίωνε αντίστοιχα έννομο συμφέρον (ΟΛ. Ν.Σ.Κ. 63/2008, 589/2005 με παραπομπές και σε άλλες γνωμοδοτήσεις)». Σύμφωνα με την αριθ. 189/2015 γνωμοδότηση του Β' Τμήματος Διακοπών του Ν.Σ.Κ. «Κατά το στάδιο εφαρμογής του άρθρου 5 του ΚΔΔιαδ, είναι προφανές ότι ο αιτών πρόσβαση σε έγγραφα που τον αφορούν είναι «ενδιαφερόμενος» κατά την έννοια της διάταξη αυτής, δηλαδή τεκμαίρεται ότι έχει εύλογα προς τούτο ενδιαφέρον. Για τα λοιπά έγγραφα τα οποία δεν τον αφορούν, η θεμελίωση του δικαιώματος πρόσβασης σε αυτά προϋποθέτει την ύπαρξη συγκεκριμένης προσωπικής, έστω χαλαρής, σχέσης του αιτούντος ή ορισμένη ιδιότητα αυτού που τον συνδέει με τα αιτούμενα δημόσια έγγραφα ή τα ιδιωτικά έγγραφα που αποτέλεσαν τη βάση έκδοσης της διοικητικής πράξης ή διαμόρφωσαν τη διοικητική διαδικασία ή), προκειμένου για ιδιωτικά έγγραφα, το ειδικό έννομο συμφέρον του και τη συνάφεια αυτών με υπόθεση του που έχει διεκπεραιωθεί ή εκκρεμεί στις δημόσιες υπηρεσίες (Γνωμ. ΝΣΚ 197/2010). Σε αντίθετη περίπτωση, δεν γεννάται υποχρέωση της διοίκησης για τη χορήγηση των αιτουμένων στοιχείων (Γνωμ. ΝΣΚ 312/2013, 256/2011 ατομ.)

Ποιά είναι διοικητικά έγγραφα;
Ως διοικητικά έγγραφα νοούνται όσα συντάσσονται από τις δημόσιες υπηρεσίες, όπως ενδειτικά εκθέσεις, μελέτες, πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες οδηγίες, απαντήσεις της Διοίκησης, γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις.
(Άρθρο 5 παρ. 1 Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας)

Υπάρχουν εξαιρέσεις στο δικαίωμα πρόσβασης;
Το κατά τις προηγούμενες παραγράφους δικαίωμα δεν υφίσταται στις περιπτώσεις που το έγγραφο αφορά την ιδιωτική η οικογενειακή ζωή τρίτου ήταν παραβλάπτεται απόρρητο το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις. Η αρμόδια διοικητική αρχή μπορεί να αρνηθεί την ικανοποίηση του δικαιώματος τούτου αν το έγγραφο αναφέρεται στις συζητήσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, ή αν η ικανοποίηση του δικαιώματος αυτού είναι δυνατόν να δυσχεράνει ουσιωδώς την έρευνα δικαστικών, διοικητικών, αστυνομικών ή στρατιωτικών αρχών σχετικώς με την τέλεση εγκλήματος ή διοικητικής παράβασης.
Η άσκηση του κατά τις παρ. 1 και 2 δικαιώματος γίνεται με την επιφύλαξη της ύπαρξης τυχόν δικαιωμάτων πνευματικής η βιομηχανικής ιδιοκτησίας.
(Άρθρο 5 παρ. 3 και 5 Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας)

Πώς ασκείται το δικαίωμα πρόσβασης στα διοικητικά έγγραφα;
Το δικαίωμα των παρ. 1 και 2 ασκείται: α) με μελέτη του εγγράφου στο κατάστημα της υπηρεσίας, ή β) με χορήγηση αντιγράφου, εκτός αν η αναπαραγωγή τούτου μπορεί να βλάψει το πρωτότυπο. Η σχετική δαπάνη αναπαραγωγής βαρύνει τον αιτούντα, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Αν πρόκειται πληροφορίες ιατρικού χαρακτήρα, αυτές γνωστοποιούνται στον αιτούντα με τη βοήθεια γιατρού, ο οποίος ορίζεται για το σκοπό αυτόν.
(Άρθρο 5 παρ. 4 Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας)

Ποιά είναι η προθεσμία για τη χορήγηση εγγράφων από τη Διοίκηση;
Η χρονική προθεσμία για τη χορήγηση εγγράφων κατά τις παραγράφους 1 και 2 ή την αιτιολογημένη απόρριψη της σχετικής αίτησης του πoλίτη είναι είκοσι (20) ημέρες. (Άρθρο 5 παρ. 6 Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας)

Υπάρχει άλλος τρόπος χορήγησης των διοικητικών εγγραφών, αν δεν απαντήσει η Διοίκηση εντός των 20 ημερών ή αρνηθεί τη χορήγησή τους;
Ο εισαγγελέας πρωτοδικών παραγγέλλει (εισαγγελική παραγγελία) στις υπηρεσίες του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των λοιπών φορέων γενικής κυβέρνησης του άρθρου 14 του ν. 4270/2014, καθώς και στις επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αν έχει προηγηθεί αποδεδειγμένη με έγγραφα άρνηση παράδοσης ή χορήγησής τους, να παραδώσουν έγγραφα ή να χορηγήσουν αντίγραφά τους, όταν το ζητήσουν νομικά ή φυσικά πρόσωπα που έχουν δικαίωμα ή έννομο συμφέρον, εκτός αν πρόκειται για έγγραφα από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 263 του ΚΠΔ.
(Άρθρο 29 παρ. 4 του ν. 4938/2022: Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών)


Για περισσότερες πληροφορίες και για οποιαδήποτε διευκρίνιση απευθυνθείτε στο Δικηγορικό μας Γραφείο στο τηλέφωνο: 2103000748 και στο email: drososlaw@gmail.com.

Τρίτη 23 Μαΐου 2023

Προσκόμιση σε Δικαστήριο μηνυμάτων στο messenger - Πότε δεν παραβιάζονται οι διατάξεις για τα προσωπικά δεδομένα

Στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίθηκε ότι δεν παραβιάζονται οι διατάξεις για την προστασία προσωπικών δεδομένων με την προσκόμιση στο δικαστήριο μηνυμάτων στο messenger από εργαζόμενο για την απόδειξη της Αγωγής του κατά της εργοδότριας εταιρείας του, αφού είχε εξαντλήσει κάθε άλλο πρόσφορο μέσο.

Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 4624/2019 περί προστασίας προσωπικών δεδομένων ορίζεται ότι:

Ποινικές κυρώσεις


1. Όποιος, χωρίς δικαίωμα: α) επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και με την πράξη του αυτή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών· β) τα αντιγράφει, αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, συλλέγει, καταχωρεί, οργανώνει, διαρθρώνει, αποθηκεύει, προσαρμόζει, μεταβάλλει, ανακτά, αναζητεί πληροφορίες, συσχετίζει, συνδυάζει, περιορίζει, διαγράφει, καταστρέφει, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός (1) έτους, εάν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.

 2. Όποιος χρησιμοποιεί, μεταδίδει, διαδίδει, κοινολογεί με διαβίβαση, διαθέτει, ανακοινώνει ή καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία απέκτησε σύμφωνα με την περίπτωση α της παραγράφου 1 ή επιτρέπει σε μη δικαιούμενα πρόσωπα να λάβουν γνώση των δεδομένων αυτών, τιμωρείται με φυλάκιση, εάν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη. (...)

Ειδικότερα, το Εφετείο Θεσσαλονίκης κατέληξε στα εξής σχετικά για την εφαρμογή του άρθρου 38 του ν. 4624/2019, αφού ανάλυσε τις προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης αυτής:

«…Όπως δε έχει κρίνει κατ’ επανάληψη η Αρχή Προστασίας Δεδομένων (8/2005, 9/2005 και 57/2009) η χρήση ενώπιον Δικαστηρίου προσωπικών δεδομένων που έχουν συλλεγεί χωρίς προηγούμενη συναίνεση του ενδιαφερομένου είναι θεμιτή, αν ο επιδιωκόμενος σκοπός της προάσπισης των δικαιωμάτων δεν απορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα (Ολ. ΑΠ 1/2017, ΑΠ 79/2020, ΑΠ 813/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). 

Εν προκειμένω, η εκ μέρους του κατηγορούμενου προσκόμιση ενώπιον του Πρωτοδικείου .... των επίμαχων εκτυπώσεων των μηνυμάτων messenger της πολιτικώς ενάγουσας , αποτελούσε επιτρεπτή επεξεργασία , με νομική βάση το έννομο συμφέρον του να ανταποδείξει τους λόγους της έφεσης της εναγομένης, επί των οποίων η πολιτικός ενάγουσα και άλλα επτά πρόσωπα είχαν καταθέσει σε ένορκη βεβαίωσή τους ότι δεν απασχολείτο σε θέση μάγειρα. 

Μάλιστα η προσκόμιση των επίδικων μηνυμάτων έγινε στη β’ συζήτηση της έφεσης της εναγομένης και δη μετά την έκδοση μη οριστικής απόφασης εκ της οποίας αναφάνηκε ότι το δικαστήριο δεν είχε πειστεί από τα έγγραφα και τα αποδεικτικά μέσα που είχε προσκομίσει στον πρώτο βαθμό και στην α’ συζήτηση της έφεσης, δηλαδή αφού είχε εξαντλήσει κάθε άλλο πρόσφορο μέσο. Ο σκοπός δε που επιδίωκε ο κατηγορούμενος, δηλαδή η αντίκρουση των 8 ένορκων βεβαιώσεων δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί με ηπιότερα μέσα (μάρτυρες, έγγραφα) τα οποία ήδη είχε χρησιμοποιήσει στην α συζήτηση της έφεσης. 

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι σε απόλυτη ευθυγράμμιση με τις επιταγές της αναλογικότητας ο κατηγορούμενος χρησιμοποίησε το μόνο πρόσφορο αποδεικτικό μέσο που διέθετε για την υπεράσπιση των αγωγικών του αξιώσεων έναντι των ένορκων βεβαιώσεων που κλόνισαν το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο. Τα δε προσωπικά δεδομένα της πολιτικός ενάγουσας που εθίγησαν , συνίστανται στην απλή συζήτηση που είχε με τον κατηγορούμενο κατά την οποία επιβεβαίωνε ότι αυτός απασχολήθηκε ως μάγειρας και δεν συνίστανται σε προσωπικές πληροφορίες που αφορούσαν την ίδια, την ιδιωτικότητά της, τον ιδιωτικό της βίο ή ευαίσθητα δεδομένα της προσωπικού χαρακτήρα, ούτε θίχθηκαν θεμελιώδεις ελευθερίες αυτής. 

Ως εκ τούτου, τα δικαιώματα της πολιτικός ενάγουσας δεν υπερέβαιναν το έννομο συμφέρον του κατηγορουμένου να ανταποδείξει τους αγωγικούς του ισχυρισμούς , ώστε να καθιστούσε ανεπίτρεπτη και παράνομη την επίδικη επεξεργασία των δεδομένων που κατείχε ο τελευταίος. (…)».


Το παρόν άρθρο σκοπό έχει να παρουσιάσει ένα απόσπασμα δικαστικής απόφασης ενδεικτικά και δεν αποτελεί, ούτε μπορεί να υποκαταστήσει καθ' οιονδήποτε τρόπο νομική συμβουλή από εξειδικευμένο δικηγόρο σε ζητήματα προστασίας προσωπικών δεδομένων. Για οποιαδήποτε σχετική υπόθεση ή ερώτηση, μπορείτε να επικοινωνήσετε με το Δικηγορικό μας Γραφείο.

Τρίτη 5 Ιουλίου 2022

ΕΚΠΡΟΘΕΣΜΗ ΕΦΕΣΗ ΣΤΑ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ

Από την εμπειρία μας στο πεδίο της ποινικής δίκης, έχουμε διαπιστώσει ότι, δυστυχώς, δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο έκδοσης ερήμην καταδικαστικών αποφάσεων (δηλαδή, αποφάσεων ποινικών δικαστηρίων που εκδόθηκαν με απόντα τον κατηγορούμενο) λόγω κλήτευσης του κατηγορουμένου που δεν πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις ή εξαιτίας συνδρομής λόγων ανωτέρας βίας.

Στις περιπτώσεις αυτές, υπάρχει κατ’ εξαίρεση δυνατότητα υποβολής έφεσης εκπροθέσμως, τις προϋποθέσεις της οποίας αναλύουμε κατωτέρω σύμφωνα με τη διαμορφωθείσα επί του ζητήματος νομολογία και τις εφαρμοστέες διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 ΚΠΔ, αν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία άσκησης ένδικων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης, εφόσον δε ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημερών και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της απόφασης.

Εξάλλου κατά μεν το άρθρο 155 παρ. 1 ΚΠΔ, "η επίδοση γίνεται με παράδοση του εγγράφου στα χέρια του ενδιαφερομένου από ποινικό ή δικαστικό επιμελητή ή σε περίπτωση που δεν υπάρχουν, από όργανο της δημόσιας δύναμης..." κατά δε το άρθρο 157 του ίδιου κώδικα:


«1. Αν το πρόσωπο στο οποίο πρόκειται να γίνει επίδοση απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του φέρεται άγνωστη ή εξαρχής είναι άγνωστος ο τόπος κατοικίας ή διαμονής του, αυτός που κάνει την επίδοση ερευνά στον τηλεφωνικό κατάλογο, σε επαγγελματικούς καταλόγους, στα ψηφιακά ή φυσικά δεδομένα της ίδιας δικαστικής ή φορολογικής αρχής, η οποία υποχρεούται να τα γνωστοποιήσει, στο οικογενειακό και επαγγελματικό περιβάλλον του αποδέκτη της επίδοσης, για να διαπιστώσει τη διαμονή του. Αν από την έρευνα αυτή η διαμονή παραμένει άγνωστη και τα καταχωρημένα στοιχεία στα πληροφοριακά συστήματα του Ελληνικού Δημοσίου δεν επαρκούν για να γίνει επίδοση με ηλεκτρονικά μέσα, η επίδοση του εγγράφου γίνεται στο σύζυγό του ή, αν δεν υπάρχει σύζυγος, σε έναν από τους γονείς τα τέκνα ή τους αδελφούς. Τα τρίτα αυτά πρόσωπα δεν πρέπει κατά την ανέλεγκτη αντίληψη εκείνου που ενεργεί την επίδοση να έχουν ηλικία κατώτερη των δεκαοκτώ (18) ετών, ούτε να είναι ψυχικά ασθενή ή να τελούν προφανώς υπό την επήρεια οινοπνεύματος ή ανάλογης ουσίας, ούτε να είναι παθόντες από το έγκλημα, αν η επίδοση πρόκειται να γίνει στον κατηγορούμενο και αντιστρόφως.

 2. Αν δεν βρεθεί κανείς από τους παραπάνω συγγενείς στον τόπο της κατοικίας του αποδέκτη της επίδοσης, αυτή γίνεται στον γραμματέα της εισαγγελίας του πλημμελειοδικείου στην περιφέρεια του οποίου διενεργείται ή έχει διενεργηθεί η ανάκριση ή προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση. Ο γραμματέας της εισαγγελίας φυλάσσει τα επιδιδόμενα έγγραφα σε ιδιαίτερο για κάθε κατηγορούμενο φάκελο, το περιεχόμενο του οποίου μπορούν οποτεδήποτε να πληροφορηθούν ο κατηγορούμενος και ο συνήγορός του.».

Προσέτι, κατά το άρθρο 154 παρ. 2 ΚΠΔ, η επίδοση είναι άκυρη αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις των άρθρων 155-157 ΚΠΔ.

Από τις ανωτέρω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 476 παρ. 1 και του προαναφερόμενου άρθρου 473 παρ. 1 ΚΠΔ, προκύπτει ότι προϋπόθεση της κρίσης ως εκπρόθεσμης της άσκησης του ένδικου μέσου της έφεσης κατά της απόφασης πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που έχει εκδοθεί με απόντα τον εκκαλούντα, είναι η έγκυρη επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, γιατί διαφορετικά, αν η επίδοση είναι άκυρη, δεν αρχίζει η νόμιμη προθεσμία προς άσκηση και το ένδικο μέσο της έφεσης ασκείται εμπρόθεσμα.

Η προϋπόθεση δε αυτή, ως διαδικαστική, εξετάζεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως για να κριθεί το εμπρόθεσμο ή μη της έφεσης. Εάν δε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρίνει εκπρόθεσμη την άσκηση της έφεσης και κηρύξει αυτή απαράδεκτη, αντί να την δεχθεί τυπικά ως εμπρόθεσμη εξαιτίας της ακυρότητας της επίδοσης της απόφασης προς τον εκκαλούντα, τότε τούτο υπερβαίνει την εξουσία του και δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η` ΚΠΔ λόγος αναίρεσης.

Άλλωστε, σύμφωνα με άλλη νομολογία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1 και 2 ΚΠοινΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα, το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο, αναφέροντας το χρόνο της επίδοσης στον εκκαλούντα της προσβαλλόμενης με την έφεση απόφασης, το χρόνο της άσκησης της έφεσης, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επίδοσης, εκτός αν με την έφεση προβάλλεται λόγος ακυρότητας της επίδοσης ή ανώτερη βία, από την οποία απωλέσθηκε η προθεσμία ασκήσεώς της (άρθρο 473 παρ. 1 του ΚΠΔ), οπότε η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στα ζητήματα αυτά (Ολ ΑΠ 6 και 7/1994 και 4/1995).

Εξάλλου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 474 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, εκείνος που ασκεί εκπρόθεσμα το ένδικο μέσο οφείλει να διαλάβει στη σχετική έκθεση εφέσεως και το λόγο ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος, εξαιτίας των οποίων δεν άσκησε εμπρόθεσμα το ένδικο μέσο ή ότι η επίδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι άκυρη για κάποιο συγκεκριμένο λόγο και, ακόμη, να επικαλεσθεί τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προκύπτουν.

Αν δεν διαλαμβάνονται τα ανωτέρω στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου και ειδικότερα της εφέσεως, το ένδικο αυτό μέσο απορρίπτεται ως εκπρόθεσμο και συνεπώς απαράδεκτο. Αναπλήρωση των ανωτέρω με λόγους και περιστατικά που προβάλλονται μεταγενέστερα και ειδικότερα, επί εφέσεως, κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο, είναι απαράδεκτη.

Μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επιδόσεως, οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται υποχρεωτικά με την έφεση, είναι και ότι η επίδοση "ως αγνώστου διαμονής", έγινε χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, μολονότι δηλαδή ο εκκαλών - κατηγορούμενος είχε γνωστή διαμονή και τούτο ήταν γνωστό στην αρμόδια για την επίδοση εισαγγελική αρχή. Επίσης πρέπει να προβάλλεται υποχρεωτικά με την έφεση και ο λόγος ανωτέρας βίας, εκ της οποίας ο εκκαλών παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκησή της, στην έννοια όμως της οποίας (ανωτέρας βίας) δεν εμπίπτει και ο ισχυρισμός για ακυρότητα της επιδόσεως, ως αγνώστου διαμονής και εντεύθεν μη γνώση από μέρους του εκκαλούντος της εκκαλούμενης αποφάσεως, γιατί στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος μάχεται κατά του κύρους της επιδόσεως και δεν επικαλείται λόγο ανωτέρας βίας, δικαιολογητικό της εκπρόθεσμης ασκήσεως της εφέσεώς του.


Ενόψει συνεπώς των ανωτέρω, υπάρχει δυνατότητα ανατροπής ερήμην καταδικαστικών απόφάσεων, με την κατάλληλη νομική συμβουλή και εκπροσώπηση προς υπεράσπιση και άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων οποιουδήποτε έχει καταδικαστεί ερήμην.


ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΟΠΩΣ ΙΣΧΥΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ:

Άρθρο 473

 Προθεσμία για την άσκηση των ενδίκων μέσων

 1. Όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα (10) ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημερών και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της απόφασης. Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται και για την προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων. Για τον εισαγγελέα η προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων είναι ενός μήνα από την έκδοση του βουλεύματος.

 Σε περίπτωση καταδικαστικής απόφασης, που εκδόθηκε ερήμην του κατηγορουμένου, χωρίς αυτός να έχει εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιό του δικηγόρο ή να έχει κλητευθεί αυτοπροσώπως ή να έχει ενημερωθεί με άλλα μέσα κατά τρόπο ώστε να αποδεικνύεται ότι τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης και με βάση την οποία εκδόθηκε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ή ζητήθηκε η έκδοση, η απόφαση επιδίδεται εκ νέου στον κατηγορούμενο αμέσως μετά την παράδοσή του στις αρμόδιες ελληνικές αρχές, εκτός αν αυτή του επιδόθηκε ήδη αυτοπροσώπως ή έχει δηλωθεί ρητά από αυτόν η μη αμφισβήτησή της. Η νέα επίδοση αποτελεί την αφετηρία της ανωτέρω προθεσμίας άσκησης ενδίκων μέσων. Κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της αρχικής και της νέας επίδοσης αναστέλλεται η προθεσμία παραγραφής του εγκλήματος χωρίς τους χρονικούς περιορισμούς της παρ. 2 του άρθρου 113 ΠΚ.

 2. Η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης από τον κατηγορούμενο είναι είκοσι (20) ημερών, η οποία αρχίζει σύμφωνα με την παρ. 3.

 3. Η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Ειδικά για τον κατηγορούμενο, ο οποίος αμέσως μετά την έκδοση της απόφασης γνωστοποίησε με δήλωση του ιδίου ή του συνηγόρου, η οποία καταχωρίζεται στα πρακτικά, τη διεύθυνση του ηλεκτρονικού του ταχυδρομείου, η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει μετά τη σχετική ενημέρωση από τον γραμματέα του δικαστηρίου με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου αναφορικά με την καταχώριση της απόφασης ως καθαρογραμμένης. Η καταχώριση της καθαρογραμμένης απόφασης στο ειδικό βιβλίο απαιτείται μόνο για την έναρξη της προθεσμίας άσκησης αναίρεσης και τυχόν μη καταχώριση δεν εμποδίζει την παραγραφή της ποινής, η οποία αρχίζει τριάντα (30) ημέρες από τη δημοσίευση. Στο ειδικό αυτό βιβλίο καταχωρίζονται καθαρογραμμένες και οι αποφάσεις των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, που, όπως απαγγέλθηκαν, προσβάλλονται με έφεση, εφόσον, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης, το ζητήσει ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Στην περίπτωση αυτήν η απόφαση καθαρογράφεται εντός του απολύτως αναγκαίου χρόνου. Η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης από τον εισαγγελέα αρχίζει και στην περίπτωση αυτή, από την ως άνω καταχώριση.

 4. Οι παραπάνω προθεσμίες για την άσκηση ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων και αποφάσεων καθώς και για την άσκηση οιονεί ενδίκων μέσων και ενδίκων βοηθημάτων αναστέλλονται κατά το χρονικό διάστημα από 1ης έως 31ης Αυγούστου.».

 

Άρθρο 476

 Όταν το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο

 1. Όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή δεν είχε έννομο συμφέρον ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από τον νόμο για την άσκησή του, καθώς και όταν έγινε νόμιμα παραίτηση από το ένδικο μέσο ή όταν τούτο ασκείται για δεύτερη φορά ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει αυτόν που άσκησε το ένδικο μέσο ή τον συνήγορο αντίκλητό του, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο, εκτός εάν η διατύπωση που δεν έχει τηρηθεί για την άσκησή του είναι τυπική και μπορεί να συμπληρωθεί. Ο εισαγγελέας οφείλει να ειδοποιήσει αυτόν που άσκησε το ένδικο μέσο ή τον αντίκλητό του για να προσέλθει στο συμβούλιο και να εκθέσει τις απόψεις του ή να συμπληρώσει την τυπική διατύπωση που δεν έχει τηρηθεί, σαράντα οκτώ τουλάχιστον ώρες πριν από την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο (συμβούλιο). Αν ο αναιρεσείων κρατείται, δεν μετάγεται αλλά μπορεί να υποβάλλει υπόμνημα και να εκπροσωπηθεί από συνήγορο. Την ειδοποίηση ενεργεί ο γραμματέας της εισαγγελίας ή του συμβουλίου με οποιοδήποτε μέσο (εγγράφως ή με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονική αλληλογραφία ή προφορικά ή τηλεφωνικά), η οποία αποδεικνύεται με σχετική βεβαίωσή του που επισυνάπτεται στη δικογραφία.

Άρθρο 153.

Ακυρότητα της έκθεσης.

 Η έκθεση είναι άκυρη, όταν λείπουν η χρονολογία, εκτός αν προκύπτει με βεβαιότητα από το όλο περιεχόμενο της έκθεσης ή από άλλα έγγραφα που επισυνάπτονται σε αυτήν, η αναγραφή των ονομάτων και των επωνύμων ή η υπογραφή των προσώπων που έχουν συμπράξει σύμφωνα με το άρθρο 150 ή που εξετάσθηκαν ή η υπογραφή του δημόσιου υπαλλήλου που συντάσσει την έκθεση.

Άρθρο 154.

Διάκριση της κοινοποίησης από την επίδοση.

 1. Ο νόμος ορίζει πότε απαιτείται η κοινοποίηση κάποιου εγγράφου της ποινικής διαδικασίας και πότε η επίδοσή του. Η κοινοποίηση και η επίδοση συνεπάγονται τα ίδια νόμιμα αποτελέσματα.

 2. Η επίδοση ή η κοινοποίηση είναι άκυρες, αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις των άρθρων 155 έως 161 και 165.

 Άρθρο 155

 Επίδοση

 1. H επίδοση στον ενδιαφερόμενο διάδικο ή μάρτυρα, διενεργείται με ηλεκτρονικά μέσα. Το προς επίδοση έγγραφο εκδίδεται μέσω της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης της Δημόσιας Διοίκησης (gov.gr- ΕΨΠ) και φέρει τα χαρακτηριστικά της παρ. 3 του άρθρου 27 του ν. 4727/2020 (Α` 184), καθώς και τα στοιχεία του αρμόδιου για την έκδοσή του οργάνου. Η επίδοση με ηλεκτρονικά μέσα συντελείται με ηλεκτρονική αποστολή του εγγράφου από επιμελητή ποινικών - πολιτικών δικαστηρίων και εισαγγελιών ή δικαστικό υπάλληλο στην ψηφιακή θυρίδα του πολίτη στην Eνιαία Ψηφιακή Πύλη της Δημόσιας Διοίκησης (gov.gr- ΕΨΠ) ή σε διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που είναι καταχωρημένη σε φορείς του δημόσιου τομέα, ή στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, εφόσον έχει δηλωθεί κατά την εξέτασή του σύμφωνα με τα άρθρα 217 και 273. Αν ο ενδιαφερόμενος διάδικος έχει διορίσει συνήγορο ή αντίκλητο, η επίδοση γίνεται παράλληλα και στον διορισμένο συνήγορο ή αντίκλητο.

 Η ανωτέρω επίδοση στον ενδιαφερόμενο διάδικο ή μάρτυρα γνωστοποιείται ταυτόχρονα με μήνυμα που αποστέλλεται σε αριθμό σύνδεσης κινητής τηλεφωνίας που έχει καταχωρηθεί στην ανωτέρω ψηφιακή θυρίδα ή σε αριθμό σύνδεσης κινητής τηλεφωνίας που έχει δηλωθεί κατά την εξέτασή του διαδίκου ή μάρτυρα σύμφωνα με τα άρθρα 217 και 273. Το μήνυμα αποστέλλεται εκ νέου αυτόματα μετά την πάροδο σαράντα οκτώ (48) ωρών από την πρώτη αποστολή.

 2. Αν η επίδοση δεν είναι εφικτή σύμφωνα με την παρ. 1 ή συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι κατά την κρίση του αρμόδιου εισαγγελέα που μνημονεύονται στην παραγγελία προς επίδοση, διενεργείται φυσική επίδοση με παράδοση του εγγράφου στα χέρια του ενδιαφερομένου διαδίκου ή μάρτυρα, από επιμελητή ποινικών - πολιτικών δικαστηρίων και εισαγγελιών ή δικαστικό επιμελητή. Με τη διαδικασία της φυσικής επίδοσης καλούνται ο κατηγορούμενος και ο υποστηρίζων την κατηγορία που έχουν υπερβεί το εβδομηκοστό (70ό) έτος της ηλικίας τους κατά τον χρόνο της επίδοσης, εκτός από την περίπτωση εκείνη, κατά την οποία ο κατηγορούμενος έχει ζητήσει να καλείται αποκλειστικά στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, που έχει δηλώσει κατά την εξέτασή του, σύμφωνα με το άρθρο 273. Όταν υφίσταται αντικειμενική αδυναμία επίδοσης με τους ανωτέρω τρόπους ή συντρέχουν όλως εξαιρετικοί λόγοι κατά την κρίση του αρμοδίου εισαγγελέα, η επίδοση δύναται να διενεργείται από όργανο της δημόσιας δύναμης. Αν αυτός που κάνει την επίδοση δεν βρίσκει τον ενδιαφερόμενο στον τόπο της διαμονής ή της κατοικίας του ή του καταστήματος ή στον τόπο όπου εργάζεται τούτος, εγχειρίζει το έγγραφο σε κάποιον από εκείνους που, έστω και προσωρινά, διαμένουν μαζί του ή στους οικιακούς βοηθούς του ή στον θυρωρό της κατοικίας που μένει ή στον διευθυντή ή σε κάποιον από όσους εργάζονται στον ίδιο τόπο. Από όλους τους παραπάνω εξαιρούνται όσοι κατά την ανέλεγκτη αντίληψη αυτού που κάνει την επίδοση είναι νεότεροι των δεκαοκτώ (18) ετών ή ψυχικά ασθενείς ή τελούντες προφανώς υπό την επήρεια οινοπνεύματος ή ανάλογης ουσίας. Εξαιρούνται επίσης οι παθόντες από το έγκλημα, όταν η επίδοση πρόκειται να γίνει στον κατηγορούμενο, και αντιστρόφως. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στα εδάφια τέταρτο και πέμπτο είναι υποχρεωμένα να παραδώσουν στον ενδιαφερόμενο το έγγραφο που τους επιδόθηκε χωρίς καμιά χρονοτριβή. Η επίδοση βουλευμάτων, αποφάσεων και ποινικών διαταγών μπορεί να γίνει και με παράδοση του σχετικού εγγράφου στον ενδιαφερόμενο σε ψηφιακή μορφή, η γνησιότητα του περιεχομένου του οποίου θα πιστοποιείται με προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η παράδοση του πιο πάνω εγγράφου συνοδεύεται με την παράδοση στα χέρια του ενδιαφερομένου έκθεσης, στην οποία θα αναφέρονται το είδος του επιδιδομένου εγγράφου και ο λόγος για τον οποίο αυτό επιδίδεται.

 3. Αν ένα από τα πρόσωπα της παρ. 2 αρνηθεί να παραλάβει το έγγραφο, αυτός που κάνει την επίδοση το επικολλά, αφού πρώτα το εσωκλείει σε φάκελο τον οποίο σφραγίζει, στην πόρτα της κατοικίας ή του διαμερίσματος ή, προκειμένου για ξενοδοχείο ή οικοτροφείο, στην πόρτα του δωματίου, όπου διαμένει ο ενδιαφερόμενος ή στην πόρτα του τόπου εργασίας του. Αν δεν βρεθεί στην κατοικία του ο ενδιαφερόμενος ή ο σύνοικος ή ο οικιακός βοηθός ή θυρωρός, όποιος κάνει την επίδοση επικολλά τον ως άνω φάκελο στην πόρτα της κατοικίας. Σε περίπτωση επίδοσης βουλεύματος, ποινικής διαταγής ή απόφασης σε ψηφιακή μορφή, αυτός που κάνει την επίδοση επικολλά σφραγισμένο φάκελο, που περιέχει την προβλεπόμενη στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 έκθεση, μαζί με το έγγραφο σε ψηφιακή μορφή. Αν η θυροκόλληση έγινε επειδή τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 2 αρνήθηκαν να πάρουν το επιδιδόμενο έγγραφο ή απουσίαζαν ή δεν υπήρχαν, επιδίδεται αντίγραφο του εγγράφου αυτού στον διορισμένο αντίκλητο του ενδιαφερομένου διαδίκου, ανεξάρτητα αν ο διορισμός του ήταν ή όχι υποχρεωτικός από τον νόμο. Σε αυτή την περίπτωση τα αποτελέσματα αρχίζουν από την τελευταία χρονικά επίδοση. Η πραγματική αναζήτηση της κατοικίας ή της διαμονής του κατηγορουμένου, εφόσον δεν έχει δηλωθεί κατά τα άρθρα 156 και 273, γίνεται με κάθε πρόσφορο μέτρο, τουλάχιστον με βάση τη διεύθυνση που έχει δηλώσει στην τελευταία φορολογική του δήλωση και τα σχετικά στοιχεία που είναι καταχωρισμένα στα πληροφοριακά συστήματα του Υπουργείου Οικονομικών.

 4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Ψηφιακής Διακυβέρνησης εξειδικεύονται οι όροι, η διαδικασία και ο τρόπος επίδοσης εγγράφων με ηλεκτρονικά μέσα, η δημιουργία ηλεκτρονικής υπηρεσίας, ο τρόπος εισόδου και αυθεντικοποίησης των χρηστών της ηλεκτρονικής υπηρεσίας, οι τεχνικές προδιαγραφές για τη διασφάλιση της λήψης του μηνύματος, ο τρόπος αποστολής των μηνυμάτων, οι φορείς του δημόσιου τομέα από τούς οποίους αντλούνται οι δηλωθείσες ηλεκτρονικές διευθύνσεις και καθορίζεται κάθε άλλη αναγκαία, τεχνική ή άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος.».

 Άρθρο 157

 Επίδοση σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής

 1. Αν το πρόσωπο στο οποίο πρόκειται να γίνει επίδοση απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του φέρεται άγνωστη ή εξαρχής είναι άγνωστος ο τόπος κατοικίας ή διαμονής του, αυτός που κάνει την επίδοση ερευνά στον τηλεφωνικό κατάλογο, σε επαγγελματικούς καταλόγους, στα ψηφιακά ή φυσικά δεδομένα της ίδιας δικαστικής ή φορολογικής αρχής, η οποία υποχρεούται να τα γνωστοποιήσει, στο οικογενειακό και επαγγελματικό περιβάλλον του αποδέκτη της επίδοσης, για να διαπιστώσει τη διαμονή του. Αν από την έρευνα αυτή η διαμονή παραμένει άγνωστη και τα καταχωρημένα στοιχεία στα πληροφοριακά συστήματα του Ελληνικού Δημοσίου δεν επαρκούν για να γίνει επίδοση με ηλεκτρονικά μέσα, η επίδοση του εγγράφου γίνεται στο σύζυγό του ή, αν δεν υπάρχει σύζυγος, σε έναν από τους γονείς τα τέκνα ή τους αδελφούς. Τα τρίτα αυτά πρόσωπα δεν πρέπει κατά την ανέλεγκτη αντίληψη εκείνου που ενεργεί την επίδοση να έχουν ηλικία κατώτερη των δεκαοκτώ (18) ετών, ούτε να είναι ψυχικά ασθενή ή να τελούν προφανώς υπό την επήρεια οινοπνεύματος ή ανάλογης ουσίας, ούτε να είναι παθόντες από το έγκλημα, αν η επίδοση πρόκειται να γίνει στον κατηγορούμενο και αντιστρόφως.

 2. Αν δεν βρεθεί κανείς από τους παραπάνω συγγενείς στον τόπο της κατοικίας του αποδέκτη της επίδοσης, αυτή γίνεται στον γραμματέα της εισαγγελίας του πλημμελειοδικείου στην περιφέρεια του οποίου διενεργείται ή έχει διενεργηθεί η ανάκριση ή προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση. Ο γραμματέας της εισαγγελίας φυλάσσει τα επιδιδόμενα έγγραφα σε ιδιαίτερο για κάθε κατηγορούμενο φάκελο, το περιεχόμενο του οποίου μπορούν οποτεδήποτε να πληροφορηθούν ο κατηγορούμενος και ο συνήγορός του.».

Δευτέρα 4 Ιουλίου 2022

Αρχή της αμεροληψίας - Αίτηση εξαίρεσης σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας

Στο άρθρο 7 παρ 1-2 του ν. 2690/1999 «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις», ορίζονται τα ακόλουθα:

«1. Τα διοικητικά όργανα, μονομελή ή συλλογικά, πρέπει να παρέχουν εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους.
2. Τα μονομελή όργανα καθώς και τα μέλη των συλλογικών οργάνων, οφείλουν να απέχουν από κάθε ενέργεια ή διαδικασία που συνιστά συμμετοχή σε λήψη απόφασης ή διατύπωση γνώμης ή πρότασης εφόσον: α) η ικανοποίηση προσωπικού συμφέροντός τους συνδέεται με την έκβαση της υπόθεσης β) είναι σύζυγοι ή συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, κατ’ ευθεία μεν γραμμή απεριορίστως, εκ πλαγίου δε έως και τέταρτου βαθμού με κάποιον από τους ενδιαφερομένους, ή γ) έχουν ιδιαίτερο δεσμό ή ιδιάζουσα σχέση ή εχθρότητα με τους ενδιαφερόμενους



Στην ανωτέρω διάταξη αποτυπώνεται, γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, σύμφωνα με την οποία τα διοικητικά όργανα, μονομελή ή συλλογικά, πρέπει να παρέχουν εγγυήσεις αμερολήπτου κρίσεως κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Κατά την έννοια δε της διατάξεως αυτής τα διοικητικά όργανα και ειδικότερα, τα μέλη των συλλογικών οργάνων της Διοικήσεως, δεν παρέχουν εγγυήσεις αμερολήπτου κρίσεως, όχι μόνο όταν έχουν είτε προσωπικό συμφέρον από την έκβαση της συγκεκριμένης υποθέσεως, είτε ιδιαίτερο δεσμό ή ιδιάζουσα σχέση ή εχθρότητα με τους ενδιαφερομένους, αλλά και όταν, γενικότερα, είναι δυνατόν να δημιουργηθεί εύλογα η υπόνοια ότι έχουν ήδη σχηματισμένη και συνεπώς προειλημμένη γνώμη για την υπόθεση (βλ. ΣτΕ 3878/2015, 419/2011, 3757/2007, 2175/2004 Ολομ., 2522/2001, 3846/2000).

Ειδικότερα, τα όργανα της Διοίκησης, είτε ενεργούν ατομικώς είτε ως μέλη συλλογικού οργάνου, πρέπει να παρέχουν τα εχέγγυα αμερόληπτης κρίσης, ώστε να δημιουργείται στους πολίτες πεποίθηση για το αδιάβλητο των πράξεων που εκδίδονται από αυτά, πράγμα που δεν συμβαίνει όταν υπάρχουν ιδιαίτεροι δεσμοί ή ιδιάζουσα σχέση μέλους συλλογικού οργάνου προς κρινόμενο υποψήφιο. Κατά συνέπεια, άσχετα από την ύπαρξη διάταξης που να προβλέπει για ειδικούς λόγους την εξαίρεση του συγκεκριμένου μέλους του διοικητικού οργάνου, η ενέργειά του που έγινε παρά τη συνδρομή τέτοιων λόγων είναι ελαττωματική και συνεπάγεται την ακυρότητα της σχετικής διοικητικής πράξης λόγω του τεκμηρίου επηρεασμού του που δημιουργείται έτσι, έστω και αν δεν αποδεικνύεται ότι η πράξη αυτή υπήρξε πραγματικά μεροληπτική (ΣΕ 689/1987, 2263/1991, 5263/1996 κ.ά.).

Για τη στοιχειοθέτηση της ιδιάζουσας σχέσης ή ιδιαίτερου δεσμού μέλους συλλογικού οργάνου προς κρινόμενο υποψήφιο δεν αρκεί οποιαδήποτε προσωπική ή επαγγελματική σχέση, αλλά τέτοια που, ενόψει των συντρεχουσών περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης, είναι πρόσφορη να δημιουργήσει εύλογες υπόνοιες ότι το μέλος του οργάνου έχει ήδη σχηματισμένη και, συνεπώς, προκατειλημμένη γνώμη για τον υποψήφιο τον οποίο πρόκειται να κρίνει (πρβλ. ΣτΕ 3878/2015, 2966/2014, 638/2014, 3891/2013, 3758/2012, 3056/2006, 2522/2001 επτ., 2421/2001)”.

Περαιτέρω, στις παρ. 3 και 4 του άρθρου 7 του ν. 2690/1999 ορίζονται τα εξής:
«3. Το όργανο ή το μέλος του συλλογικού οργάνου, εφόσον κρίνει ότι συντρέχει στο πρόσωπό του λόγος που επιβάλλει την αποχή του, οφείλει να το δηλώσει αμέσως στην προϊστάμενη αρχή ή στον προεδρεύοντα του συλλογικού οργάνου, αντιστοίχως, και να απέχει από οποιαδήποτε ενέργεια. Στις περιπτώσεις αυτές, η προϊστάμενη αρχή, ή το συλλογικό όργανο, αποφαίνεται το ταχύτερο δυνατόν.
4. Αίτηση εξαίρεσης μονομελούς οργάνου, ή μέλους συλλογικού οργάνου, μπορούν να υποβάλουν οι ενδιαφερόμενοι σε όλα τα στάδια της διαδικασίας. Η αίτηση υποβάλλεται στην προϊστάμενη αρχή, ή στον προεδρεύοντα του συλλογικού οργάνου, ή στο αποφασίζον όργανο, κατά περίπτωση. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή τα οριζόμενα στην τελευταία περίοδο της προηγούμενης παραγράφου». 
Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι αν ο διοικούμενος αμφισβητήσει σοβαρώς και με συγκεκριμένους ισχυρισμούς την αμεροληψία μέλους ενός συλλογικού οργάνου που έχει αρμοδιότητα να κρίνει την υπόθεσή του και ζητήσει για το λόγο αυτό την εξαίρεση του παραπάνω μέλους, το συλλογικό όργανο, ενώπιον του οποίου φέρεται η αμφισβήτηση αυτή, οφείλει, πριν επιληφθεί της συγκεκριμένης υπόθεσης, να αποφασίσει αιτιολογημένα επί του ζητήματος απορρίπτοντας ή δεχόμενο την αίτηση εξαιρέσεως (βλ. ΣτΕ 3574/2010, 3228/2010, 4070/2009, 2909/2004, 2289/2001).