Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2015

Από πού προέρχεται η λέξη αυτόφωρο αδίκημα;

Μέσα από την επιτυχημένη δικαστηριακή ενασχόληση του Δικηγορικού μας Γραφείου με τη διαδικασία της «αυτόφωρης διαδικασίας» στο πλαίσιο του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αλλά και τη βαθιά γνώση των διατάξεων αυτής, προέκυψε μία ενδιαφέρουσα αναζήτηση για την ετυμολογική προέλευση του «αυτοφώρου».

Το δεύτερο συνθετικό της λέξης είναι αυτό που έχει ενδιαφέρον και προέρχεται από την αρχαία λέξη «φωρ» που σημαίνει κλέφτης, λέξη της κλασικής αρχαιότητας, αν και όχι ομηρική, που συνδέεται με το ρήμα «φέρω» και σύμφωνα με τον Μπαμπινιώτη Γ. η λέξη «φωρ» θα σήμαινε αρχικώς «αυτός που φέρει (μαζί του) το κλεμμένο αντικείμενο».

Οι πιο τρανταχτές επιβιώσεις του αρχαίου φωρός είναι δυο λέξεις που τις χρησιμοποιούμε αρκετά στην καθημερινότητα. Καταρχάς, το επίθετο «αυτόφωρος», που σημαίνει την (αξιόποινη ή αξιόμεμπτη) πράξη που ο δράστης της γίνεται αντιληπτός τη στιγμή που τη διαπράττει ή αμέσως μετά (αν και στα νομικά αυτόφωρη θεωρείται η πράξη ώσπου να περάσει και ολόκληρη η επόμενη μέρα από την τέλεσή της) και η στερεότυπη φράση «επ’ αυτοφώρω», τη στιγμή που γίνεται μια αξιόποινη πράξη, συνελήφθη επ’ αυτοφώρω, έκφραση που υπάρχει ήδη από τα αρχαία (επ’ αυτοφώρω λαμβάνειν).
Και από εκεί και το ουσιαστικό «το αυτόφωρο», δηλ. το δικαστήριο που δικάζει αυτόφωρα πλημμελήματα ή πταίσματα - και, στην αργκό της πιάτσας, «ο αυτοφωράκιας», δηλαδή ο υπάλληλος επιχείρησης (π.χ. νυχτερινού κέντρου) η οποία παραβαίνει συχνά τον νόμο, που ο ρόλος του είναι να πηγαίνει στο αυτόφωρο αντί για τον ιδιοκτήτη ή διευθυντή της επιχείρησης.


Αυτόφωρο έγκλημα
Άρθρο 242 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας
1. Αυτόφωρο είναι το έγκλημα την ώρα που γίνεται ή το έγκλημα που έγινε πρόσφατα. Η πράξη θεωρείται ότι έγινε πρόσφατα, ιδίως όταν αμέσως ύστερα από αυτήν ο δράστης καταδιώκεται από τη δημόσια δύναμη ή από τον παθόντα ή με δημόσια κραυγή, όπως και όταν συλλαμβάνεται οπουδήποτε να έχει αντικείμενα ή ίχνη από τα οποία συμπεραίνεται ότι διέπραξε το έγκλημα σε πολύ πρόσφατο χρόνο.
2. Ποτέ δεν θεωρείται ότι συντρέχει μία από τις παραπάνω περιπτώσεις, αν πέρασε όλη η επόμενη ημέρα από την τέλεση της πράξης. (...).

Βλ. και το σχετικό άρθρο του Δικηγορικού μας Γραφείου για το αυτόφωρο αδίκημα http://gdrosos.blogspot.gr/2013/09/blog-post_30.html

Η άλλη λέξη της οικογένειας που έχει επιβιώσει στη σημερινή γλώσσα είναι το επίθετο «κατάφωρος», από το αρχαίο ρήμα «καταφωρώ» (πιάνω κάποιον επ’ αυτοφώρω), που λέγεται για πράξη ολοφάνερη, για την οποία δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία -να προσεχτεί ότι λέγεται πάντοτε για αξιόποινη ή κατακριτέα πράξη. Λέμε για κατάφωρη αδικία, κατάφωρη παραβίαση (π.χ. των νόμων ή του Συντάγματος), κατάφωρη λαθροχειρία, δεν λέμε για κατάφωρη ευεργεσία. Στα αρχαία υπήρχε και λέξη «κατάφορος», που δεν επιβίωσε στη σημερινή γλώσσα (έχουμε όμως την καταφορά) κι έτσι γλιτώσαμε ένα ομόηχο (αλλά έχουμε αμέτρητα άλλα).

Έχουμε βέβαια και τον φωριαμό, λέξη που οι περισσότεροι τη μάθαμε στο στρατό (αν πήγαμε) ή στις δημόσιες υπηρεσίες, και που είναι αρχαία, και μάλιστα ομηρική -αν και τότε δεν ήταν μεταλλική ντουλάπα βεβαίως, όπως είναι σήμερα. Τον φωριαμό ο Ερατοσθένης τον συνέδεε με την οικογένεια της λέξη φωρ, ότι είναι η κρυψώνα για τα κλεμμένα ας πούμε, αλλά οι σύγχρονοι μελετητές δεν είναι τόσο βέβαιοι -αν και την ανάγουν κι αυτήν στο ρήμα φέρω.


Για την ετυμολογική ανάλυση της λέξης "αυτόφωρο" συμβουλεύτηκα το Λεξικό του Γ. Μπαμπινιώτη αλλά και το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου http://ww.sarantakos.wordpress.com/.